ἀνάπλευσις: Difference between revisions

m
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 18: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάπλευσις''': -εως, ἡ, μόνον μεταφ., [[σῆψις]] καὶ [[κατάτριψις]] τοῦ ὀστοῦ, τὰ περὶ γένυας ἀλγήματα [[σφόδρα]] [[κίνδυνος]] εἰς ὀστέου ἀνάπλευσιν ἐλθεῖν Ἱππ. 157Ε, πρβλ. [[ἀναπλέω]] ΙΙΙ.
|lstext='''ἀνάπλευσις''': -εως, ἡ, μόνον μεταφ., [[σῆψις]] καὶ [[κατάτριψις]] τοῦ ὀστοῦ, τὰ περὶ γένυας ἀλγήματα [[σφόδρα]] [[κίνδυνος]] εἰς ὀστέου ἀνάπλευσιν ἐλθεῖν Ἱππ. 157Ε, πρβλ. [[ἀναπλέω]] ΙΙΙ.
}}
{{trml
|trtx====[[dislocation]]===
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang
}}
}}