3,276,932
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "Blüthe" to "Blüte") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=τηλῠ́γετος | ||
|Medium diacritics=τηλύγετος | |Medium diacritics=τηλύγετος | ||
|Low diacritics=τηλύγετος | |Low diacritics=τηλύγετος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tilygetos | |Transliteration C=tilygetos | ||
|Beta Code=thlu/getos | |Beta Code=thlu/getos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], η, ον, old Ep. [[epithet]] of [[children]], of uncertain origin and sense; sometimes clearly of [[a darling son]], [[petted child]], <b class="b3">ἀλλ' οὐκ Ἰδομενῆα φόβος λάβε, τηλύγετον ὥς</b>, Il.13.470; τίσω δέ μιν ἶσον Ὀρέστῃ, ὅς μοι τ. τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ 9.143, cf. 285; so of an [[only]] son, <b class="b3">ὡς.. πατὴρ ὃν παῖδα φιλήσῃ μοῦνον τηλύγετον</b> ib.482; ὅς οἱ τ. γένετο Od.4.11; ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα.. ἀγαπάζῃ.. μοῦνον τηλύγετον 16.19; son [[of one's old age]], τ. οἱ [[υἱός]].. [[ὀψίγονος]] τρέφεται ''h.Cer.''164, cf. 283; also <b class="b3">λιποῦσα παῖδά τε τηλυγέτην</b>, of [[Hermione]], the [[only]] [[daughter]] of Helen, Il.3.175; once of two sons, perhaps twins, [[Φαίνοπος]] υἷε, ἄμφω τηλυγέτω 5.153: so in later Ep., A.R.1.719, Mosch. 4.79; of a wife, ἄλοχον σαόφρονα τηλυγέτην τε ''JHS''19.296 (Galatia): once in Trag., τηλύγετον [χθονὸς] ἀπὸ πατρίδος E.''IT''829 (lyr.), where it seems to mean <b class="b3">τηλοῦ γεγονότα</b>, [[born]] [[far away]], [[far-distant]], as it certainly does in Simm.1.1 <b class="b3">τηλυγέτων.. Ὑπερβορέων ἀνὰ δῆμον</b>; similarly, <b class="b3">τηλυγέτων ἀποικιῶν· τῶν μακρὰν ἀπεχουσῶν</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (= ''Com.Adesp.''1315). (The best of the ancient interpretations is [[latest-born]], i.e. [[after whom no more are born]] (= <b class="b3">ὁ τῆς γονῆς τέλος ἔχων, μεθ' ὃν</b> <b class="b3">ἕτερος οὐ γίνεται</b>, Sch.TIl.9.482), including [[only]] [[children]], these being the best-[[beloved]]. The word was prob. thought to be derived from [[τέλος]] (<b class="b3">τελευ-τή</b>, cf. Orion in ''Et.Gud.''616.37) and [[γίγνομαι]]; but this presents difficulties, and the sense [[petted]], [[well-beloved]], may equally well be the primary one.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1107.png Seite 1107]] bei Sp. auch 2 Endgn, vorzüglich geliebt, [[vielgeliebt]]; gew. von Söhnen; Il. von Orest, ὅς μοι [[τηλύγετος]] τρέφεται, 9, 143. 285; Φαίνοπος υἷε, [[ἄμφω]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1107.png Seite 1107]] bei Sp. auch 2 Endgn, vorzüglich geliebt, [[vielgeliebt]]; gew. von Söhnen; Il. von Orest, ὅς μοι [[τηλύγετος]] τρέφεται, 9, 143. 285; Φαίνοπος υἷε, [[ἄμφω]] τηλυγέτω· ὁ δὲ τείρετο γήραϊ λυγρῷ, υἱὸν δ' οὐ τέκετ' ἄλλον ἐπὶ κτεάτεσσι λιπέσθαι, 5, 153; allgemeiner, ὡςεί τε πατὴρ ὃν παῖδα φιλήσῃ μοῦνον, τηλύγετον, πολλοῖσιν ἐπὶ κτεάτεσσιν, 9, 482; von der Hermione, παῖδά τε τηλυγέτ ην, 3, 175; in der Od. υἱέϊ, ὅς οἱ [[τηλύγετος]] γένετο, ἐκ δούλης, 4, 11; ὡς δὲ πατὴρ ὃν παῖδα ἀγαπάζει ἐλθόντ' ἐξ ἀπίης γαίης, μοῦνον, τηλύγετον, 16, 19; H. h. Cer. 164, wo [[ὀψίγονος]] dabei steht, 284, u. sp. D., wie Mosch. 4, 79; nur einmal im tadelnden Sinne, ἀλλ' οὐκ Ἰδομενῆα [[φόβος]] λάβε, τηλύγετον ὥς, Il. 13, 470. – Die alten Gramm. erklären es vorherrschend = den Eltern [[im späten Alter geboren]], und deshalb besonders geliebt, wie Apoll. L. H. ὁ [[τηλοῦ]] τῆς ἡλικίας γεγονὼς τοῖς γονεῦσι, μεθ' ὃν οὐκ ἄν τις γένοιτο· ἐπεὶ οἱ τοιοῦτοι ἀγαπητοὶ γίγνονται; er setzt hinzu ὁ ἐν νεότητι γενόμενος [[μονογενής]], in Beziehung auf die Stelle, wo es tadelnd gemeint ist, οἱ γὰρ τοιοῦτοι ἀσθενεῖς γίγνονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, wobei er noch anführt, daß Einige es in dieser Vrbdg erklärten [[καίπερ]] τηλύγετον αὐτὸν [[ὄντα]], τουτέστιν [[ἤδη]] [[τηλοῦ]] τῆς ἡλικίας γεγονότα (s. auch Schol. zur Stelle), offenbar falsch. Schol. Il. 3, 175 [[κυρίως]] τηλύγετοι καλοῦνται οἱ [[τηλοῦ]] τῆς γονῆς ὄντες παῖδες, ὅ ἐστιν οἱ ἐκ γεροντικῆς ἡλικίας σπαρέντες· δοκεῖ γὰρ τὰ μετὰ ἀπόγνωσιν τῆς παιδοποιΐας γεννώμενα [[μᾶλλον]] ἀγαπᾶσθαι. Auch wird es auf [[τέλος]] zurückgeführt, Schol. Il. 9, 482, ὁ τῆς γονῆς [[τέλος]] ἔχων, μεθ' ὃν [[ἕτερος]] οὐ γίνεται; vgl. Schol. Il. 16, 470, wo hinzugesetzt ist οἱ τοιοῦτοι γὰρ ὡς [[ἐπίπαν]] δειλοί, ὑγρᾷ ἀνατρεφόμενοι διαίτῃ; Schol. Ap. Rh. 1, 99 γηράσαντι αὐτῷ γενόμενος καὶ [[ταύτῃ]] [[προσφιλής]]. Auch das von Apoll. Dysc. angeführte [[τῆλυ]] scheint dafür zu sprechen, wenn es nicht vielleicht gerade dieser Ableitung wegen angenommen ist. – Andere erklären »fern vom Vater od. Vaterlande oder in Abwesenheit des Vaters geboren«, wie [[τηλέγονος]], welche Erklärung auf keine der homerischen Stellen paßt. – Buttm. Lexil. II p. 198 ff., davon ausgehend, daß [[τῆλε]] bei Hom. nur von der Entfernung des Ortes gebraucht wird, führt [[τῆλυ]] auf [[τέλος]], [[τελευτή]] zurück u. erkl. »der am Ende, zuletzt geborene«, wie Orion in E. G. p. 616, 37 schon sagt: ὁ [[τελευταῖος]] τῷ πατρὶ γενόμενος; vgl. auch den schon oben angeführten Schol. Il. 9, 482; also etwa für τελεύγετος; ein solcher letztgeborener Sohn pflegt der Gegenstand vorzüglicher Zärtlichkeit der Eltern zu sein und auch wohl verzärtelt zu werden. Auch der alleinstehende Sohn, wie Orest, der nur drei Schwestern hat, und Demophoon H. h. Cer. 164, der nur vier Schwestern und keinen Bruder hat, heißt deshalb [[τηλύγετος]], und eben so die Hermione, die keine Schwester weiter hat. – Döderlein aber, Commentat. de voc. [[τηλύγετος]] Erlangen 1825, geht auf [[θάλλω]], [[τέθηλα]] zurück u. erkl. θαλερὸς [[γεγώς]] od. θαλερὸς κατὰ φύσιν, [[jugendlichblühend]], was auf die übrigen Stellen sehr gut paßt, und auch da, wo die Feigheit eines Solchen getadelt wird, erklärlich ist, der in jugendlicher Blüte Stehende, aber Verweichlichte, der noch keine Kraft u. deshalb keinen Muth hat. – Aus der bei den Alten geläufigen Erkl. des Wortes entsprang bei sp. D. die rein örtliche, in der Ferne geboren, in der Ferne lebend, übh. entlegen, entfernt; Eur. I. T. 838; Simmias bei Tzetz. Chil. 8, 144; Probl. arithm. 19 (XIV, 126). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> né chétif, délicat, <i>particul.</i> né de parents âgés, né le dernier de plusieurs ; tendrement aimé, chérir ; <i>en mauv. part</i> enfant gâté, enfant chétif;<br /><b>2</b> né au loin, | |btext=η, ον :<br /><b>1</b> né chétif, délicat, <i>particul.</i> né de parents âgés, né le dernier de plusieurs ; tendrement aimé, chérir ; <i>en mauv. part</i> enfant gâté, enfant chétif;<br /><b>2</b> [[né au loin]], [[lointain]] ; <i>p. ext.</i> éloigné de, gén..<br />'''Étymologie:''' de τῆλυ, [[γίγνομαι]] ; au premier sens τηλυ- paraît apparenté à [[τέρην]] ; postér. p. suite d'une confusion avec [[τῆλε]], le mot a pris le sens de « au loin ». | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τηλύγετος:''' (ῠ)<br /><b class="num">1</b> [[нежно любимый]] ([[παῖς]] Hom., HH);<br /><b class="num">2</b> [[избалованный]], [[изнеженный]] Hom.;<br /><b class="num">3</b> [[далекий]], [[дальний]] (χθονὸς ἀπὸ πατρίδος Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[τηλυγέτης]], -έτη, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[παιδί]]) αυτός που γεννήθηκε [[τελευταίος]] ή που γεννήθηκε επιτέλους, ο [[λατρευτός]], ο παραχαϊδεμένος (α. «ἀλλ' οὐκ Ἰδομενῆα [[φόβος]] λάβε, τηλύγετον ὥς», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὡς πατὴρ ὅν παῑδα φιλήσῃ | |mltxt=και [[τηλυγέτης]], -έτη, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[παιδί]]) αυτός που γεννήθηκε [[τελευταίος]] ή που γεννήθηκε επιτέλους, ο [[λατρευτός]], ο παραχαϊδεμένος (α. «ἀλλ' οὐκ Ἰδομενῆα [[φόβος]] λάβε, τηλύγετον ὥς», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὡς πατὴρ ὅν παῑδα φιλήσῃ μοῦνον τηλύγετον», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «λιποῦσα παῖδά τε τηλυγέτην», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «Φαίνοπος υἷε, [[ἄμφω]] τηλυγέτω», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γεννήθηκε [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] («τηλύγετον... ἀπὸ πατρίδος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται [[μακριά]], απομακρυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό επίθ., αβέβαιης σημ. και ετυμολ., το οποίο χρησιμοποιείται σε διάφορα χωρία ως [[χαρακτηρισμός]] παιδιών και εκφράζει [[κυρίως]] αισθήματα αγάπης και στοργής. Τα χωρία αυτά ερμηνεύονται από τους μελετητές με διάφορους τρόπους, με [[αποτέλεσμα]] να αποδίδονται στο επίθ. [[τηλύγετος]], [[εκτός]] από την κύρια σημ. «πολύ [[αγαπημένος]]», και άλλες σημασίες. Κατά την [[αρχαιότητα]], η λ. είχε θεωρηθεί σύνθ. από το επίρρ. [[τῆλε]] και το [[γίγνομαι]] και ερμηνευόταν [[είτε]] ως «[[μακρινός]]» (<b>πρβλ.</b> τον τ. του <b>Ησύχ.</b> τηλυγέτων ἀποικιῶν<br />τῶν μακρὰν ἀπεχουσῶν) [[είτε]] με χρονική σημ. «αυτός που γεννήθηκε [[αργά]]» (<b>πρβλ.</b> τον τ. του <b>Ησύχ.</b> [[τηλύγετος]]<br />ὁ [[τηλοῦ]] τῆς ἡλικίας τοῖς γονεῦσι γεγονώς, ἐπὶ γήρᾳ [[παῖς]] [[μονογενής]]). Αλλά και νεώτεροι μελετητές αποδίδουν στο επίθ. τη σημ. «αυτός που γεννήθηκε στη [[διάρκεια]] της απουσίας του [[πατέρα]] του» (αναφορικά [[προς]] τον Ορέστη), η οποία οδηγεί [[επίσης]] στην [[ίδια]] ετυμολογική [[εξήγηση]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το επίθ. [[τηλύγετος]] και στο [[χωρίο]] της Ιλιάδας μοῦνον τηλύγετον [[αλλά]] και ως [[προσδιορισμός]] του Ορέστη [[πρέπει]] να ερμηνευθεί «αυτός που γεννήθηκε [[τελευταίος]], το τελευταίο [[παιδί]]» και να συνδεθεί με τη λ. [[τέλος]]. Η κατάλ. του επιθ. [[τηλύγετος]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀτρύγετος]], Ταΰγετος) έχει οδηγήσει στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για λ. του γλωσσικού υποστρώματος, ενώ, [[τέλος]], κατ' άλλους, η λ. [[πρέπει]] να θεωρηθεί σύνθ. από τον τ. [[τᾶλις]] «νέα [[γυναίκα]]» και το λατ. [[vegetus]] «[[ευκίνητος]], [[γοργός]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τηλύγετος:''' [ῠ], -η, -ον, [[μοναχοπαίδι]], αγαπημένο [[παιδί]], σε Όμηρ.· μια [[φορά]] λέγεται για δυο γιούς, πιθ. δίδυμους, σε Ομήρ. Ιλ.· στον Ευρ. [[τηλύγετος]] χθονὸς ἀπὸ πατρίδος, σημαίνει γεννημένος [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], που ζει [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], όπως αν ήταν [[σύνθετο]] από το [[τῆλυ]] (= [[τῆλε]]), και το [[γενέσθαι]]· [[αλλά]] η ομηρ. [[ερμηνεία]] αντιτίθεται προς αυτήν την [[ετυμολογία]]· και η προέλ. παραμένει αμφίβ. | |lsmtext='''τηλύγετος:''' [ῠ], -η, -ον, [[μοναχοπαίδι]], αγαπημένο [[παιδί]], σε Όμηρ.· μια [[φορά]] λέγεται για δυο γιούς, πιθ. δίδυμους, σε Ομήρ. Ιλ.· στον Ευρ. [[τηλύγετος]] χθονὸς ἀπὸ πατρίδος, σημαίνει γεννημένος [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], που ζει [[μακριά]] από την [[πατρίδα]], όπως αν ήταν [[σύνθετο]] από το [[τῆλυ]] (= [[τῆλε]]), και το [[γενέσθαι]]· [[αλλά]] η ομηρ. [[ερμηνεία]] αντιτίθεται προς αυτήν την [[ετυμολογία]]· και η προέλ. παραμένει αμφίβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 37: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''τηλύγετος''': {tēlúgetos}<br />'''Meaning''': expressivfamiliäres Beiwort von Kindern, unbekannter Bed. (’zart, zärtlich geliebt’ ?) und Herkunft (ep. seit Il.).<br />'''Etymology''': Von den Alten sowohl mit [[τέλος]] [[Ende]] als [[spätgeboren]] verknüpft (Sch. T ''I'' 482) wie mit [[τῆλε]] als [[ferngeboren]] oder sogar [[entfernt]] verbunden (E. ''IT'' 829 lyr. [dazu Stinton ClassRev. N.S. 15, 146 A. 1], Simm., H. in τηλυγέτων | |ftr='''τηλύγετος''': {tēlúgetos}<br />'''Meaning''': expressivfamiliäres Beiwort von Kindern, unbekannter Bed. (’zart, zärtlich geliebt’ ?) und Herkunft (ep. seit Il.).<br />'''Etymology''': Von den Alten sowohl mit [[τέλος]] [[Ende]] als [[spätgeboren]] verknüpft (Sch. T ''I'' 482) wie mit [[τῆλε]] als [[ferngeboren]] oder sogar [[entfernt]] verbunden (E. ''IT'' 829 lyr. [dazu Stinton ClassRev. N.S. 15, 146 A. 1], Simm., H. in τηλυγέτων ἀποικιῶν· τῶν μακρὰν ἀπεχουσῶν; aber [[τηλύγετος]]· ὁ [[τηλοῦ]] τῆς ἡλικίας τοῖς γονεῦσι γεγονώς, ἐπὶ γήρᾳ [[παῖς]] [[μονογενής]]). Ähnlich z.B. Stanford ClassRev. 51, 168: ‘fern, d.h. in Abwesenheit des Vaters geboren’. Nach anderer Auffassung zu [[τᾶλις]] [[junge Frau]] (K. Fr. W. Schmidt Glotta 19, 282ff., Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 41 ff.; dazu Leumann Hom. Wörter 214 A. 8). — Zur Bildung vgl. [[ἀτρύγετος]], [[Ταΰγετος]]. Ältere Lit. bei Bq.<br />'''Page''' 2,893 | ||
}} | }} |