Anonymous

τηλύγετος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τηλυγέτης]], -έτη, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[παιδί]]) αυτός που γεννήθηκε [[τελευταίος]] ή που γεννήθηκε επιτέλους, ο [[λατρευτός]], ο παραχαϊδεμένος (α. «ἀλλ' οὐκ Ἰδομενῆα [[φόβος]] λάβε, τηλύγετον ὥς», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὡς πατὴρ ὅν παῑδα φιλήσῃ μοῦνον τηλύγετον», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «λιποῦσα παῑδά τε τηλυγέτην», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «Φαίνοπος υἷε, [[ἄμφω]] τηλυγέτω», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γεννήθηκε [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] («τηλύγετον... ἀπὸ πατρίδος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται [[μακριά]], απομακρυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό επίθ., αβέβαιης σημ. και ετυμολ., το οποίο χρησιμοποιείται σε διάφορα χωρία ως [[χαρακτηρισμός]] παιδιών και εκφράζει [[κυρίως]] αισθήματα αγάπης και στοργής. Τα χωρία αυτά ερμηνεύονται από τους μελετητές με διάφορους τρόπους, με [[αποτέλεσμα]] να αποδίδονται στο επίθ. [[τηλύγετος]], [[εκτός]] από την κύρια σημ. «πολύ [[αγαπημένος]]», και άλλες σημασίες. Κατά την [[αρχαιότητα]], η λ. είχε θεωρηθεί σύνθ. από το επίρρ. [[τῆλε]] και το [[γίγνομαι]] και ερμηνευόταν [[είτε]] ως «[[μακρινός]]» (<b>πρβλ.</b> τον τ. του <b>Ησύχ.</b> τηλυγέτων ἀποικιῶν<br />τῶν μακρὰν ἀπεχουσῶν) [[είτε]] με χρονική σημ. «αυτός που γεννήθηκε [[αργά]]» (<b>πρβλ.</b> τον τ. του <b>Ησύχ.</b> [[τηλύγετος]]<br />ὁ [[τηλοῦ]] τῆς ἡλικίας τοῖς γονεῦσι γεγονώς, ἐπὶ γήρᾳ [[παῖς]] [[μονογενής]]). Αλλά και νεώτεροι μελετητές αποδίδουν στο επίθ. τη σημ. «αυτός που γεννήθηκε στη [[διάρκεια]] της απουσίας του [[πατέρα]] του» (αναφορικά [[προς]] τον Ορέστη), η οποία οδηγεί [[επίσης]] στην [[ίδια]] ετυμολογική [[εξήγηση]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το επίθ. [[τηλύγετος]] και στο [[χωρίο]] της Ιλιάδας μοῦνον τηλύγετον [[αλλά]] και ως [[προσδιορισμός]] του Ορέστη [[πρέπει]] να ερμηνευθεί «αυτός που γεννήθηκε [[τελευταίος]], το τελευταίο [[παιδί]]» και να συνδεθεί με τη λ. [[τέλος]]. Η κατάλ. του επιθ. [[τηλύγετος]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀτρύγετος]], Ταΰγετος) έχει οδηγήσει στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για λ. του γλωσσικού υποστρώματος, ενώ, [[τέλος]], κατ' άλλους, η λ. [[πρέπει]] να θεωρηθεί σύνθ. από τον τ. [[τᾶλις]] «νέα [[γυναίκα]]» και το λατ. [[vegetus]] «[[ευκίνητος]], [[γοργός]]»].
|mltxt=και [[τηλυγέτης]], -έτη, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[παιδί]]) αυτός που γεννήθηκε [[τελευταίος]] ή που γεννήθηκε επιτέλους, ο [[λατρευτός]], ο παραχαϊδεμένος (α. «ἀλλ' οὐκ Ἰδομενῆα [[φόβος]] λάβε, τηλύγετον ὥς», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὡς πατὴρ ὅν παῑδα φιλήσῃ μοῦνον τηλύγετον», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «λιποῦσα παῖδά τε τηλυγέτην», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />δ. «Φαίνοπος υἷε, [[ἄμφω]] τηλυγέτω», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γεννήθηκε [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] («τηλύγετον... ἀπὸ πατρίδος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται [[μακριά]], απομακρυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό επίθ., αβέβαιης σημ. και ετυμολ., το οποίο χρησιμοποιείται σε διάφορα χωρία ως [[χαρακτηρισμός]] παιδιών και εκφράζει [[κυρίως]] αισθήματα αγάπης και στοργής. Τα χωρία αυτά ερμηνεύονται από τους μελετητές με διάφορους τρόπους, με [[αποτέλεσμα]] να αποδίδονται στο επίθ. [[τηλύγετος]], [[εκτός]] από την κύρια σημ. «πολύ [[αγαπημένος]]», και άλλες σημασίες. Κατά την [[αρχαιότητα]], η λ. είχε θεωρηθεί σύνθ. από το επίρρ. [[τῆλε]] και το [[γίγνομαι]] και ερμηνευόταν [[είτε]] ως «[[μακρινός]]» (<b>πρβλ.</b> τον τ. του <b>Ησύχ.</b> τηλυγέτων ἀποικιῶν<br />τῶν μακρὰν ἀπεχουσῶν) [[είτε]] με χρονική σημ. «αυτός που γεννήθηκε [[αργά]]» (<b>πρβλ.</b> τον τ. του <b>Ησύχ.</b> [[τηλύγετος]]<br />ὁ [[τηλοῦ]] τῆς ἡλικίας τοῖς γονεῦσι γεγονώς, ἐπὶ γήρᾳ [[παῖς]] [[μονογενής]]). Αλλά και νεώτεροι μελετητές αποδίδουν στο επίθ. τη σημ. «αυτός που γεννήθηκε στη [[διάρκεια]] της απουσίας του [[πατέρα]] του» (αναφορικά [[προς]] τον Ορέστη), η οποία οδηγεί [[επίσης]] στην [[ίδια]] ετυμολογική [[εξήγηση]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το επίθ. [[τηλύγετος]] και στο [[χωρίο]] της Ιλιάδας μοῦνον τηλύγετον [[αλλά]] και ως [[προσδιορισμός]] του Ορέστη [[πρέπει]] να ερμηνευθεί «αυτός που γεννήθηκε [[τελευταίος]], το τελευταίο [[παιδί]]» και να συνδεθεί με τη λ. [[τέλος]]. Η κατάλ. του επιθ. [[τηλύγετος]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀτρύγετος]], Ταΰγετος) έχει οδηγήσει στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για λ. του γλωσσικού υποστρώματος, ενώ, [[τέλος]], κατ' άλλους, η λ. [[πρέπει]] να θεωρηθεί σύνθ. από τον τ. [[τᾶλις]] «νέα [[γυναίκα]]» και το λατ. [[vegetus]] «[[ευκίνητος]], [[γοργός]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm