funámbulo: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[αἰθροβάτης]] | |sltx=[[αἰθροβάτης]], [[ἀκροβάτης]], [[ἀρνευτήρ]], [[κρημνοβάτας]], [[κρημνοβάτης]], [[νευροβάτης]], [[πεταυριστής]], [[πετευριστήρ]], [[πετευριστής]], [[σχοινοβάτης]], [[σχοινοδρόμος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:13, 25 February 2024
Spanish > Greek
αἰθροβάτης, ἀκροβάτης, ἀρνευτήρ, κρημνοβάτας, κρημνοβάτης, νευροβάτης, πεταυριστής, πετευριστήρ, πετευριστής, σχοινοβάτης, σχοινοδρόμος