ἀρνευτήρ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
ἀρνευτῆρος, ὁ,
A tumbler, acrobat, Herod.8.42: metaph. of one falling headlong, ὁ δ' ἀρνευτῆρι ἐοικὼς κάππεσε Il.12.385, 16.742, Od. 12.413.
2 diver, Arat.656, Hsch.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
saltador experto en el salto y la zambullida ὁ δ' ἄρ' ἀρνευτῆρι ἐοικὼς κάππεσ' Il.12.385, Od.12.413, ref. a acróbatas κοὶ μὲν μετώποις ἐ[ς] κόνιν κολυμβῶ[ντες] ἔκοπτον ἀρνευτῆρ[ες] ἐκ βίης οὖδας Herod.8.42, cf. Arat.656, Hsch.
• Etimología: De ἀρνειός q.u.
German (Pape)
[Seite 356] ῆρος, ὁ, der Kunstspringer, welcher Bockssprünge macht, den Kopf voran; von ἀρνεύω. Hom. dreimal: ὁ δ' ἄρ' ἀρνευτῆρι ἐοικὼς κάππεσεν, stürzte köpflings herab, wie ein Kunstspringer, Iliad. 12, 385. 16, 742 Od. 12, 413. Vgl. Scholl. u. Apoll. Lex. 43, 17. – Es soll auch der männliche Delphin so heißen, Tummler, s. ἀρνευτής.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
plongeur.
Étymologie: ἀρνεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρνευτήρ: ῆρος ὁ водолаз Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρνευτήρ: ῆρος, ὁ, (ἀρνεύω) ἐν τρισὶ χωρίοις ὁ Ὅμ. διὰ τῆς λέξεως ταύτης περιγράφει ἄνθρωπον πίπτοντα κατακέφαλα ἀπὸ πύργου ἢ ἅρματος, ὁ δ’ ἀρνευτῆρι ἐοικὼς κάππεσε Ἰλ. Μ. 385., Π. 742, Ὀδ. Μ. 413. ἐκ τοῦ στίχ. 742 τοῦ Π, παραβαλλομένου πρὸς τοὺς στίχ. 745, 750, καθίσταται σαφὲς ὅτι τὸ ἀρνευτὴρ σημαίνει κυβιστῆρα. Κατὰ τὸν Εὐστ. (Ἰλ. 1083, 56) «ἔστι γὰρ ἀρνευτὴρ καὶ κυβιστὴρ τὰ αὐτά, εἰ καὶ σαφέστερον τὸ κυβιστήρ. ἀρνευτήρ τε γὰρ ὁ ἐπὶ κεφαλὴν εἰς θάλασσαν δυόμενος καθ’ ὁμοιότητα τῆς τῶν ἀρνῶν πορείας, οἳ σκιρτῶντες τοῖς μὲν ὀπισθίοις ποσὶν ἅλλονται, τὴν δὲ κεφαλὴν τῇ γῇ πελάζουσι, διὸ καὶ ἵππουρον ἰχθὺν τὸν καὶ ἱππουρέα διὰ τὸ συνεχὲς ἐξάλλεσθαι ἀρνευτήν τινες ἐκάλουν κατὰ τὴν τοῦ δειπνοσοφιστοῦ ἱστορίαν». (κατὰ τὸν Εὐστ. καὶ τὸν Σχολιαστὴν ἡ λέξις παράγεται ἐκ τοῦ ἀρνός, ὁ Κούρτ. παραβάλλει αὐτὴν πρὸς τὰς Λατ. urinari (καταδύομαι εἰς τὸ ὕδωρ), urinator (δύτης), καὶ τὰς Σανσκρ. vâri (ὕδωρ), καὶ νομίζει ὅτι τὸ ἀρνευτὴρ σημαίνει δύτην).
English (Autenrieth)
ῆρος: diver, Il. 12.385, Il. 16.742, Od. 12.413.
Greek Monolingual
ἀρνευτήρ, ο (Α)
1. ο ακροβάτης
2. ο δύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνευτήρ, σύμφωνα με αρχαία ήδη ετυμολογία της λέξης, ανάγεται στο αρήν, αρνός «πρόβατο», λόγω των κινήσεων των αρνευτήρων («ακροβατών») κατά τις κυβιστήσεις, που έδιναν την εντύπωση ότι χτυπούσαν τον αέρα με κέρατα, όπως τα κριάρια. Η υπόθεση αυτή δυνατόν να ευσταθεί, αν ο τ. αρνευτήρ συνδεθεί μάλλον με το αρνειός «κριάρι» παρά με το αρήν «πρόβατο»].
Greek Monotonic
ἀρνευτήρ: -ῆρος, ὁ (ἀρνεύω), ακροβάτης, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
-ῆρος
Grammatical information: m.
Meaning: jumper; also a bird (Il.). Sch. AT zu Μ 385: ἀρνευτηρ· ὁ κυβιστήρ, παρὰ τοὺς ἄρνας οὗτοι γὰρ κυβιστῶσιν ὥσπερ τὸν ἀέρα κυρίττοντες [the idea of the latter addition is unclear to me].
Other forms: ἀρνευτής m. epithet of a fish (Numen. ap. Ath.; cf. Strömberg Fischnamen 50).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Derived from the stem ἀρνευ- seen in ἀρνηϜ- in ἀρνειός; βυτ τηε οριγιν οφ ἀρνευ- is not clear: one suggests ἀρήν (or ἄρσην: improbable). See Fur. 235 on ἄρναπον τὸν ἄρνα H. (Latte reads ἀρνάριον); he prefers an separate root for jump.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
ἀρνευτήρ: -ῆρος
{arneutḗr}
Grammar: m.
Meaning: Taucher, auch als Vogelname (Hom., Arat., H., auch Hdt. durch Entlehnung aus dem Epos, Fraenkel Nom. ag. 1, 207).
Derivative: Ableitung ἀρνευτήρια n. pl. Taucherkünste (Arat.). — Daneben die jüngere Bildung ἀρνευτής m. als Epithet eines Fisches (Numen. ap. Ath., Eust.; vgl. Strömberg Fischnamen 50 m. Lit.).
Etymology: ἀρνευτήρ setzt als Nom. agentis zunächst ein Verb ἀρνεύω voraus, das tatsächlich bei Lykophron belegt ist; ob alte Bildung oder aus ἀρνευτήρ von neuem rückgebildet (so Fraenkel Nom. ag. 1, 9f.), sei dahingestellt. Die antike Herleitung aus ἀρήν (Sch. AT zu Μ 385: ἀρνευτὴρ ὁ κυβιστήρ, παρὰ τοὺς ἄρνας· οὗτοι γὰρ κυβιστῶσιν ὥσπερ τὸν ἀέρα κυρίττοντες) dürfte im Prinzip richtig sein; nur ist das Grundwort nicht ἀρήν, sondern ἀρνειός (s. d.) aus *ἀρσνηϝός; ἀρνεύω also eig. mache einen Bocksprung. Ein Zwischenglied *ἀρνεύς vorauszusetzen (Bechtel Lex. 63), ist in Anbetracht der stark produktiven Verba auf -εύω nicht notwendig; vgl. Fraenkel a. a. O.
Page 1,146
Translations
acrobat
Albanian: akrobat; Arabic: بَهْلَوَان; Armenian: ակրոբատ; Basque: akrobata; Catalan: acròbata, equilibrista; Chinese Mandarin: 雜技演員/杂技演员, 馬戲演員/马戏演员; Czech: akrobat, akrobatka; Danish: akrobat; Dutch: acrobaat, acrobate; Esperanto: akrobato, akrobatino, ekvilibristo, ekvilibristino; Estonian: akrobaat; Finnish: akrobaatti, tasapainotaiteilija; French: acrobate; Georgian: ჯამბაზი; German: Akrobat, Akrobatin; Greek: ακροβάτης, ακροβάτισσα; Ancient Greek: ἀκροβάτης, ἀρνευτήρ, κανδαλιστής, κρημνοβάτης, κυβιστητήρ, ὀρχηστήρ, ὀρχηστής, πεταυριστής, πετευριστήρ, πετευριστής; Gujarati: કળાબાજ઼; Hebrew: לולין; Hindi: कलाबाज़; Hungarian: akrobata; Italian: acrobata; Japanese: アクロバット; Korean: 곡예사; Latin: petaurista, petauristes, cernuus, funambulus, funiambulus; Marathi: डोंबारी; Norman: acrobate; Norwegian Bokmål: akrobat; Nynorsk: akrobat; Persian: بندباز; Polish: akrobata, akrobatka; Portuguese: acrobata; Romanian: acrobat, acrobată; Russian: акробат, акробатка; Sanskrit: जायाजीव; Serbo-Croatian Cyrillic: акробата, акробат; Roman: akrobata, akrobat; Slovak: akrobat, akrobatka; Slovene: akrobat, akrobatka; Spanish: acróbata, saltimbanqui, equilibrista; Swedish: akrobat; Tagalog: akrobata, sirkero, magsisirko; Thai: นักโลดโผน; Turkish: akrobat, cambaz