3,273,773
edits
m (Text replacement - ">" to ">") |
m (Text replacement - "Ancient Greek: κεφαλή, κάρα, κάρη, κάρειον;" to "Ancient Greek: κεφαλή, κάρα, κάρη, κάρειον, κράς, κρᾶτα;") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ [[κεφάλι]] και κεφάλιν)<br /><b>1.</b> η [[κεφαλή]] του ανθρώπου ή τών ζώων<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] μοιάζει με [[κεφάλι]] (α. «ένα [[κεφάλι]] [[σκόρδο]]» β. «[[κεφάλι]] [[τυρί]]» γ. «καὶ ψήσετε μικρούτζικον κεφάλιν κρομμυδίτζιν», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το αυτοτελές [[άτομο]] ενός συνόλου («έχει [[εκατό]] κεφάλια πρόβατα»)<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> το μορφολογικά διαφοροποιημένο πρόσθιο [[τμήμα]] του σώματος τών αμφιπλευροσυμμετρικών ζώων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπάω]] το [[κεφάλι]] μου» — [[προσπαθώ]] να θυμηθώ [[κάτι]], [[αλλά]] δεν [[μπορώ]] β) «μεγάλο [[κεφάλι]]» ή «γερό [[κεφάλι]]» — [[άνθρωπος]] πολύ μορφωμένος ή πολύ [[έξυπνος]]<br />γ) «[[ξερό]] [[κεφάλι]]» ή «αγύριστο [[κεφάλι]]» ή «μουλαρήσιο [[κεφάλι]]» — [[άνθρωπος]] [[πεισματάρης]], [[ισχυρογνώμων]]<br />δ. «[[κάνω]] του κεφαλιού μου» — [[κάνω]] ό,τι [[νομίζω]] εγώ σωστό, [[χωρίς]] να [[λαμβάνω]] υπ' όψιν συμβουλές άλλων<br />ε) «το έβγαλα απ' το [[κεφάλι]] μου» — το επινόησα [[μόνος]] μου [[χωρίς]] υποδείξεις<br />στ) «θα φας το [[κεφάλι]] σου» — θα πάθεις [[ζημιά]]<br />ζ) «[[σηκώνω]] [[κεφάλι]]» — [[παίρνω]] [[θάρρος]]<br />η) «δεν [[σηκώνω]] [[κεφάλι]] απ' τη δουλειά» — [[εργάζομαι]] αδιάκοπα, [[είμαι]] [[ολόψυχα]] προσηλωμένος στη δουλειά μου<br />θ) «κατεβάζει το [[κεφάλι]] του» [[είναι]] εφευρετικό [[μυαλό]]<br />ι) «[[κόβω]] το [[κεφάλι]] μου» ή «[[βάζω]] το [[κεφάλι]] μου στη [[φωτιά]]» ή «[[βάζω]] το [[κεφάλι]] μου στο [[σακί]]» — [[είμαι]] τόσο [[σίγουρος]] γι' αυτό που λέω ώστε στοιχιματίζω [[ακόμη]] και τη ζωή μου<br />ια) «θα χτυπήσω το [[κεφάλι]] μου» — θα μετανιώσω [[πικρά]]<br />ιβ) «έπεσε με το [[κεφάλι]]» — αρρώστησε [[σοβαρά]]<br />ιγ) «[[βάζω]] το [[κεφάλι]] μου στον τορβά» — [[διακινδυνεύω]] τη ζωή μου<br />δ) «[[κάνω]] [[κεφάλι]]» — [[μεθώ]], ζαλίζομαι<br />ιε) «[[στέκομαι]] [[πάνω]] από το [[κεφάλι]] κάποιου» — [[πιέζω]] κάποιον<br />ιστ) «φύγε από το [[κεφάλι]] μου» — άφησε με ήσυχο<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το [[κεφάλι]]» — γι' αυτούς που, ενώ έχουν άδικο, εναντιώνονται σ' εκείνους που έχουν δίκιο ή γι' αυτούς που, ενώ λόγω της θέσης τους δεν [[πρέπει]] να εναντιωθούν σε κάποιον ανώτερο, [[ωστόσο]] το κάνουν<br />β) «[[λαγός]] τη φτέρην έτριβε, [[κακό]] του κεφαλιού του» — γι' αυτούς που κάνουν [[ζημιά]] στον εαυτό τους<br />γ) «πέφτει το ένα [[κεφάλι]], σηκώνεται το [[άλλο]]» — γι' αυτούς που κληρονομούν [[περιουσία]] συγγενούς που πέθανε<br />δ) «το [[ψάρι]] απ' το [[κεφάλι]] βρομά»<br />i) τα μεγάλα [[δεινά]] για ένα [[σύνολο]] προέρχονται από τη διεφθαρμένη [[ηγεσία]] του<br />ii) για τα παθήματα του καθενός [[κανένας]] [[άλλος]] δεν φταίει [[παρά]] μόνο η [[αφροσύνη]] του ίδιου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σηκώνω]] [[κεφάλι]]» — [[επαναστατώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[κορυφή]], το [[πάνω]] [[μέρος]] τόπου ή αντικειμένου<br /><b>2.</b> η [[αρχή]] ενός πράγματος<br /><b>3.</b> [[τμήμα]], [[κεφάλαιο]] συγγράμματος<br /><b>4.</b> [[σύνολο]]<br /><b>5.</b> [[νους]], [[κρίση]], [[γνώμη]]<br /><b>6.</b> [[αρχηγός]], [[υπεύθυνος]] επικεφαλής<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάμνω]] [[κεφάλι]]» — [[επαναστατώ]], [[στασιάζω]]<br />β) «[[βάζω]] το [[κεφάλι]](ν) μου» — [[ριψοκινδυνεύω]]<br />γ) «[[βγάζω]] [[κεφάλι]]» — επιβάλλομαι, [[υπερισχύω]]<br />δ) «[[είμαι]] [[κεφάλι]] [[απάνω]] σέ κάποιον» — [[καταδυναστεύω]] κάποιον, [[είμαι]] [[κυρίαρχος]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Κεφάλ</i>-<i>ιον</i> (υποκορ. του [[κεφαλή]]) > <i>κεφάλιν</i> > [[κεφάλι]], με [[απώλεια]] της υποκοριστικής σημ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεφαλάρι]], [[κεφάλας]], [[κεφαλιά]], [[κεφαλιακός]], [[κεφαλιάτικος]], [[κεφαλιωμένος]]]. | |mltxt=το (Μ [[κεφάλι]] και κεφάλιν)<br /><b>1.</b> η [[κεφαλή]] του ανθρώπου ή τών ζώων<br /><b>2.</b> [[οτιδήποτε]] μοιάζει με [[κεφάλι]] (α. «ένα [[κεφάλι]] [[σκόρδο]]» β. «[[κεφάλι]] [[τυρί]]» γ. «καὶ ψήσετε μικρούτζικον κεφάλιν κρομμυδίτζιν», Πρόδρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το αυτοτελές [[άτομο]] ενός συνόλου («έχει [[εκατό]] κεφάλια πρόβατα»)<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> το μορφολογικά διαφοροποιημένο πρόσθιο [[τμήμα]] του σώματος τών αμφιπλευροσυμμετρικών ζώων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπάω]] το [[κεφάλι]] μου» — [[προσπαθώ]] να θυμηθώ [[κάτι]], [[αλλά]] δεν [[μπορώ]] β) «μεγάλο [[κεφάλι]]» ή «γερό [[κεφάλι]]» — [[άνθρωπος]] πολύ μορφωμένος ή πολύ [[έξυπνος]]<br />γ) «[[ξερό]] [[κεφάλι]]» ή «αγύριστο [[κεφάλι]]» ή «μουλαρήσιο [[κεφάλι]]» — [[άνθρωπος]] [[πεισματάρης]], [[ισχυρογνώμων]]<br />δ. «[[κάνω]] του κεφαλιού μου» — [[κάνω]] ό,τι [[νομίζω]] εγώ σωστό, [[χωρίς]] να [[λαμβάνω]] υπ' όψιν συμβουλές άλλων<br />ε) «το έβγαλα απ' το [[κεφάλι]] μου» — το επινόησα [[μόνος]] μου [[χωρίς]] υποδείξεις<br />στ) «θα φας το [[κεφάλι]] σου» — θα πάθεις [[ζημιά]]<br />ζ) «[[σηκώνω]] [[κεφάλι]]» — [[παίρνω]] [[θάρρος]]<br />η) «δεν [[σηκώνω]] [[κεφάλι]] απ' τη δουλειά» — [[εργάζομαι]] αδιάκοπα, [[είμαι]] [[ολόψυχα]] προσηλωμένος στη δουλειά μου<br />θ) «κατεβάζει το [[κεφάλι]] του» [[είναι]] εφευρετικό [[μυαλό]]<br />ι) «[[κόβω]] το [[κεφάλι]] μου» ή «[[βάζω]] το [[κεφάλι]] μου στη [[φωτιά]]» ή «[[βάζω]] το [[κεφάλι]] μου στο [[σακί]]» — [[είμαι]] τόσο [[σίγουρος]] γι' αυτό που λέω ώστε στοιχιματίζω [[ακόμη]] και τη ζωή μου<br />ια) «θα χτυπήσω το [[κεφάλι]] μου» — θα μετανιώσω [[πικρά]]<br />ιβ) «έπεσε με το [[κεφάλι]]» — αρρώστησε [[σοβαρά]]<br />ιγ) «[[βάζω]] το [[κεφάλι]] μου στον τορβά» — [[διακινδυνεύω]] τη ζωή μου<br />δ) «[[κάνω]] [[κεφάλι]]» — [[μεθώ]], ζαλίζομαι<br />ιε) «[[στέκομαι]] [[πάνω]] από το [[κεφάλι]] κάποιου» — [[πιέζω]] κάποιον<br />ιστ) «φύγε από το [[κεφάλι]] μου» — άφησε με ήσυχο<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> α) «σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το [[κεφάλι]]» — γι' αυτούς που, ενώ έχουν άδικο, εναντιώνονται σ' εκείνους που έχουν δίκιο ή γι' αυτούς που, ενώ λόγω της θέσης τους δεν [[πρέπει]] να εναντιωθούν σε κάποιον ανώτερο, [[ωστόσο]] το κάνουν<br />β) «[[λαγός]] τη φτέρην έτριβε, [[κακό]] του κεφαλιού του» — γι' αυτούς που κάνουν [[ζημιά]] στον εαυτό τους<br />γ) «πέφτει το ένα [[κεφάλι]], σηκώνεται το [[άλλο]]» — γι' αυτούς που κληρονομούν [[περιουσία]] συγγενούς που πέθανε<br />δ) «το [[ψάρι]] απ' το [[κεφάλι]] βρομά»<br />i) τα μεγάλα [[δεινά]] για ένα [[σύνολο]] προέρχονται από τη διεφθαρμένη [[ηγεσία]] του<br />ii) για τα παθήματα του καθενός [[κανένας]] [[άλλος]] δεν φταίει [[παρά]] μόνο η [[αφροσύνη]] του ίδιου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σηκώνω]] [[κεφάλι]]» — [[επαναστατώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[κορυφή]], το [[πάνω]] [[μέρος]] τόπου ή αντικειμένου<br /><b>2.</b> η [[αρχή]] ενός πράγματος<br /><b>3.</b> [[τμήμα]], [[κεφάλαιο]] συγγράμματος<br /><b>4.</b> [[σύνολο]]<br /><b>5.</b> [[νους]], [[κρίση]], [[γνώμη]]<br /><b>6.</b> [[αρχηγός]], [[υπεύθυνος]] επικεφαλής<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κάμνω]] [[κεφάλι]]» — [[επαναστατώ]], [[στασιάζω]]<br />β) «[[βάζω]] το [[κεφάλι]](ν) μου» — [[ριψοκινδυνεύω]]<br />γ) «[[βγάζω]] [[κεφάλι]]» — επιβάλλομαι, [[υπερισχύω]]<br />δ) «[[είμαι]] [[κεφάλι]] [[απάνω]] σέ κάποιον» — [[καταδυναστεύω]] κάποιον, [[είμαι]] [[κυρίαρχος]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>Κεφάλ</i>-<i>ιον</i> (υποκορ. του [[κεφαλή]]) > <i>κεφάλιν</i> > [[κεφάλι]], με [[απώλεια]] της υποκοριστικής σημ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεφαλάρι]], [[κεφάλας]], [[κεφαλιά]], [[κεφαλιακός]], [[κεφαλιάτικος]], [[κεφαλιωμένος]]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[head]]=== | |||
Abau: makwe; Abkhaz: ахы; Adnyamathanha: vapardla, ngundi; Afar: amo; Afrikaans: kop; Aguaruna: buuk; Ainu: サパ, パケ; Akawaio: puꞌpɨ; Akkadian: 𒊕; Aklanon: ueo; Alabama: isbakko; Alawa: guɽuguɽu; Albanian: kokë, krye, kaptinë; Amharic: ራስ; Angaataha: mɨtɨho; Apalaí: upuhpo; Arabic: رَأْس; Egyptian Arabic: راس, دماغ; Gulf Arabic: راس; Hijazi Arabic: راس; Iraqi Arabic: راس; Levantine Arabic: راس; Moroccan Arabic: راس; Aragonese: capeza; Archi: картӏи; Armenian: գլուխ; Aromanian: cap; Assamese: মূৰ, মাথা; Asturian: cabeza, tiesta; Avar: бекӏер, бетӏер; Azerbaijani: baş; Bakhtiari: سر; Balantak: takala'; Balinese: endas; Baluchi: سر, سرگ; Bambara: kun, kunkolo; Barngarla: gaga; Bashkir: баш; Basque: buru, kasko, gazta; Bauwaki: awara; Belarusian: галава; Bengali: মাথা; Berber Tashelhit: agayyu, ixf; Bole: ko, koyi; Borôro: aora; Breton: penn, pennoù; Budukh: кьыл; Bulgarian: глава; Burmese: ခေါင်း; Buryat: толгай; Cappadocian Greek: κιφάλ; Catalan: cap, testa, closca; Cebuano: ulo; Central Masela: oke; Central Melanau: ulew; Chamicuro: kashki; Chechen: корта; Chepang: तालाङ्; Cherokee: ᎠᏍᎪᎵ; Chichewa: mutu; Chickasaw: ishkobo; Chinese Cantonese: 頭, 头; Dungan: ту; Gan: 頭, 头; Hakka: 頭那, 头那; Mandarin: 腦袋, 脑袋, 頭, 头, 頭腦, 头脑; Min Dong: 頭, 头; Min Nan: 頭, 头; Wu: 頭, 头; Xiang: 腦殼, 脑壳; Chuabo: murru; Chuvash: пуҫ; Classical Nahuatl: cuāitl, tzontecomatl; Coptic Bohairic: ⲁⲫⲉ, ⲁⲫⲏⲟⲩⲓ, ϫⲁϫ, ϫⲱ, ⲕⲁⲣⲁ, ⲕⲉⲫⲁⲗⲏ; Sahidic: ⲁⲡⲉ; Cornish: penn; Corsican: capu; Crimean Tatar: baş; Czech: hlava; Dalmatian: cup; Danish: hoved; Darkinjung: kamburung; Dharug: gabara; Dolgan: бас; Doromu-Koki: ada; Drung: u, vng'u; Dutch: [[hoofd]], [[kop]]; Elfdalian: ovuð, skolle; Esperanto: kapo; Estonian: pea; Even: дил; Evenki: дыл; Ewe: ta; Faroese: høvd, høvur; Finnish: lanttu, pää; Finongan: kaligubang; French: [[tête]]; Friulian: cjâf, čhâv; Fula: hoore; Gagauz: baş; Galician: cabeza, testa, cachola, crisma; Ge'ez: ርእስ; Georgian: თავი; German: [[Kopf]], [[Haupt]]; Alemannic German: Chopf; Geser-Gorom: iloe; Gothic: 𐌷𐌰𐌿𐌱𐌹𐌸; Greek: [[κεφάλι]]; Ancient Greek: [[κεφαλή]], [[κάρα]], [[κάρη]], [[κάρειον]], [[κράς]], [[κρᾶτα]]; Greenlandic: niaqoq; Guaraní: akã; Guugu Yimidhirr: ngaabaay, gambuugu, gudyiir; Haitian Creole: tèt; Hanga: zu; Hausa: kai; Hawaiian: poʻo; Hebrew: רֹאשׁ; Higaonon: ulo; Hiligaynon: ulo; Hindi: सिर; Hungarian: fej; Hunsrik: Kopp; Icelandic: höfuð, haus; Ido: kapo; Ilocano: ulo; Indonesian: kepala, hulu; Ingush: корта; Interlingua: capite; Inuktitut: ᓂᐊᖁᖅ; Irish: ceann; Old Irish: cenn; Istriot: capo, tiesta; Italian: [[testa]], [[capo]]; Iu Mien:'nqorngv; Japanese: 頭, 頭, 頭部, 頭; Jarai: akŏ; Javanese: endhas, sirah, mustaka; Kabuverdianu: kabesa; Kaingang: krĩ; Kaki Ae: aro; Kalmyk: толһа; Kamasau: ngawu; Kannada: ತಲೆ; Karachay-Balkar: баш; Kashubian: głowa; Kaurna: mukarta; Kazakh: бас, кәллә; Ket: kajga; Khakas: пас; Khanty: өк; Khinalug: микӏир; Khmer: ក្បាល; Khoekhoe: danas; Kikuyu: kĩongo, mũtwe; Komi-Permyak: юр; Komi-Zyrian: юр; Korean: 머리; Koryak: лэвʼыт; Kumyk: баш; Kurdish Central Kurdish: سەر; Northern Kurdish: ser; Kyrgyz: баш; Lao: ຫົວ; Latgalian: golva; Latin: [[caput]]; Latvian: galva; Laz: თი; Lezgi: кьил; Ligurian: tésta; Limburgish: kop; Lingala: motó; Lithuanian: galvà; Lombard: testa; Lomwe: muru; Low German: Höövd, Kopp; Dutch Low Saxon: Kop; German Low German: Kopp, Kupp; Luhya: kumurwe; Luo: wich; Lutshootseed: sx̌əy̓us; Lü: ᦷᦠ; Maasai: elukunya; Macedonian: глава; Maguindanao: ulu; Mailu: moru; Malagasy: loha; Malay: kepala, hulu; Malayalam: തല; Maltese: ras; Manchu: ᡠᠵᡠ; Mandinka: kuŋo; Mansaka: oro; Manx: kione; Maori: māhunga, māhuna, mātenga, pane, upoko, uru; Mapudungun: logko; Maranao: kapala, olo; Mari: вуй; Maria: ada; Mbyá Guaraní: akã; Middle English: heed; Mingrelian: დუდი; Miyako: カナマい; Mongolian: толгой; Moore: zúgù; Muinane: nígaɨ; Mwani: kiswa; Nafaanra: ndra; Nahuatl Classical: tzontecomatl, cuāitl; Nanai: дили; Nanticoke: neelahammon; Navajo: bitsiiʼ, atsiiʼ, atsiitsʼiin; Neapolitan: capa, capuzzèlla, capucchióne, càpa; Nepali: टाउको, शिर; Ngadjuri: akadi; Ngarrindjeri: kuli; Nivkh: тёӈр̌; Nkonya: nwun; Nogai: бас; Norman: tête; North Frisian: hood, Haur; Northern Amami-Oshima: 頭; Northern Emberá: boro; Norwegian Bokmål: hode; Nynorsk: hovud; Nottoway-Meherrin: setarake; Nukunu: kakarti; Occitan: cap, tèsta; Ojibwe: nishtigwaan; Oki-No-Erabu: 頭; Okinawan: 頭; Old Czech: hlava; Old Church Slavonic Cyrillic: глава; Glagolitic: ⰳⰾⰰⰲⰰ; Old East Slavic: голова; Old English: hēafod, hafela; Old French: teste, chief; Old High German: houbit; Old Norse: hǫfuð; Old Prussian: gallū, galwo; Old Tupi: akanga; Oriya: ଶିର; Oromo: mataa; Ossetian: сӕр; Ottoman Turkish: باش, رأس, سر, كله, قفا; Pacoh: plô; Persian: سَر, کله; Phoenician: 𐤓𐤀𐤔; Pitjantjatjara: kata; Plautdietsch: Kopp, Haupt; Polabian: glåvă; Polish: głowa; Pontic Greek: τσουφάλι; Portuguese: [[cabeça]]; Powhatan: mendabuccah; Purepecha: éjpu; Quechua: uma; Rejang Kayan: kuhung; Rohingya: matá; Romani: śero; Romanian: cap; Russian: [[башка]], [[голова]], [[глава]]; Rusyn: голова; Rwanda-Rundi: umutwe, imitwe; Saanich: S₭OṈI¸, S₭ELOṈI¸; Saho: amo; Sami Inari: uáivi; Northern: oaivi; Skolt: vuei´vv; Southern: åejjie; Samogitian: galva; Sango: li; Sanskrit: शिरस्, शिर; Santali: ᱵᱚᱦᱚᱜ; Sardinian: conca; Scots: heid, pow; Scottish Gaelic: ceann, cinn, sgrog, sgrogan; Serbo-Croatian Cyrillic: глава; Roman: glava; Sherpa: མགོའ; Shor: паш; Sichuan Yi: ꀂꏾ; Sicilian: testa, capa; Sidamo: umo; Sindhi: سر; Sinhalese: ඔළුව; Slovak: hlava; Slovene: glava, buča; Somali: madax; Sorbian Lower Sorbian: głowa; Upper Sorbian: hłowa; Sotho: hlooho; Southern Altai: баш; Southern Amami-Oshima: 頭; Spanish: [[cabeza]], [[chola]], [[coco]], [[maceta]], [[marote]], [[melón]], [[sabiola]], [[sesera]], [[tarro]], [[testa]]; Stoney: pa; Sumerian: 𒊕; Sundanese: mastaka; Svan: თხვიმ; Swahili: kichwa; Swedish: huvud, skalle; Sylheti: ꠝꠣꠕꠣ; Tagalog: ulo; Tajik: сар, калла; Tajio: vaꞌi; Talysh Asalemi: سر; Tamil: தலை; Taos: p'ínemą; Tatar: баш; Tausug: ū; Tedim Chin: lu; Telugu: తల; Ternate: dopolo; Tetum: ulun; Thai: หัว, ศีรษะ; Tibetan: མགོ, དབུ; Tigrinya: ርእሲ; Tocharian B: āśce; Tofa: баъш; Tok Pisin: het; Tsakonian: τζουφά; Tuareg: eɣăf; Tupinambá: akanga; Turkish: baş, kafa; Turkmen: kelle baş; Tutelo: pasui; Tuvan: баш; Tzotzil: jolol; Udi: бул; Udmurt: йыр; Ugaritic: 𐎗𐎛𐎌; Ukrainian: голова; Unami: wil; Urdu: سر; Uyghur: باش; Uzbek: bosh, kalla; Venetian: testa, cao, cavo; Vietnamese: đầu); Volapük: kap; Walloon: tiesse; Warlpiri: walu; Welsh: pen; West Coast Bajau: tekook; West Frisian: holle, kop; White Hmong: taub haub; Winnebago: nąąsu; Wolof: boopa; Wutunhua: dolo; Xhosa: intloko; Yaeyama: 頭; Yagnobi: сар; Yakut: бас, тебе; Yiddish: קאָפּ; Yoron: 頭, ふらじ; Yoruba: orí; Yucatec Maya: ho'ol; Zazaki: sere; Zealandic: 'oôd; Zhuang: gyaeuj, gyəuз; Zou: lu; Zulu: ikhanda, inhloko; ǃXóõ: nàn | |||
}} | }} |