σφηκός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(4b) |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfikos | |Transliteration C=sfikos | ||
|Beta Code=sfhko/s | |Beta Code=sfhko/s | ||
|Definition= | |Definition=σφηκή, σφηκόν,<br><span class="bld">A</span> = [[σφηκώδης]] ''1'', [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''29.<br><span class="bld">II</span> = [[σφήκωμα]] ''1'', [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, soll Soph. frg. 27 statt [[σφηκοειδής]] [[gebraucht]] haben, Phot. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφηκός:''' οῦ adj. m Soph. = [[σφηκώδης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[σφήκα]]<br /><b>2.</b> η [[κορυφή]] της περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το [[λοφίο]], αλλ. [[σφήκωμα]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σφηκοί<br />οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, [[ἔνιοι]] δὲ ῥωμαλέους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[σφήξ]], -<i>ηκός</i> «[[σφήκα]]»]. | |mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[σφήκα]]<br /><b>2.</b> η [[κορυφή]] της περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το [[λοφίο]], αλλ. [[σφήκωμα]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σφηκοί<br />οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, [[ἔνιοι]] δὲ ῥωμαλέους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[σφήξ]], -<i>ηκός</i> «[[σφήκα]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 23 March 2024
English (LSJ)
σφηκή, σφηκόν,
A = σφηκώδης 1, S.Fr.29.
II = σφήκωμα 1, Hsch.
German (Pape)
ὁ, soll Soph. frg. 27 statt σφηκοειδής gebraucht haben, Phot.
Russian (Dvoretsky)
σφηκός: οῦ adj. m Soph. = σφηκώδης.
Greek (Liddell-Scott)
σφηκός: ὁ, σφηκώδης Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 27, «σφηκοί· οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι. ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους» Ἡσύχ. ΙΙ. σφήκωμα ΙΙ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που μοιάζει με σφήκα
2. η κορυφή της περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο, αλλ. σφήκωμα
3. (κατά τον Ησύχ.) «σφηκοί
οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σφήξ, -ηκός «σφήκα»].