σφηκός
From LSJ
English (LSJ)
σφηκή, σφηκόν,
A = σφηκώδης 1, S.Fr.29.
II = σφήκωμα 1, Hsch.
German (Pape)
ὁ, soll Soph. frg. 27 statt σφηκοειδής gebraucht haben, Phot.
Russian (Dvoretsky)
σφηκός: οῦ adj. m Soph. = σφηκώδης.
Greek (Liddell-Scott)
σφηκός: ὁ, σφηκώδης Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 27, «σφηκοί· οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι. ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους» Ἡσύχ. ΙΙ. σφήκωμα ΙΙ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που μοιάζει με σφήκα
2. η κορυφή της περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο, αλλ. σφήκωμα
3. (κατά τον Ησύχ.) «σφηκοί
οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σφήξ, -ηκός «σφήκα»].