πατριώτης: Difference between revisions

m
Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=patriotis
|Transliteration C=patriotis
|Beta Code=patriw/ths
|Beta Code=patriw/ths
|Definition=ου, Dor. -τας, ὁ, voc. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -ῶτα <span class="bibl">Nico 1</span> : (πάτριος) :—<b class="b2">fellow-countryman</b> : prop. of barbarians who had only a common <b class="b3">πατρίς, πολῖται</b> being used of Greeks who had a common <b class="b3">πόλις</b>, <span class="bibl">Poll. 3.54</span>, Hsch., Phot.: hence μήτε πατριώτας ἀλλήλων εἶναι τοὺς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>777c</span> ; <b class="b3">τοῖσι Λυκούργου π</b>., Lycurgus being satirized as an Egyptian, <span class="bibl">Pherecr. 11</span>, cf. <span class="bibl">Alex. 326</span> ; also <b class="b3">ἵπποι π</b>., = [[ἐγχώριοι]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>2.2.26</span> : metaph., of Mt. Cithaeron, π. Οἰδίπου <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span> 1091</span> (lyr.); <b class="b3">π. θεός</b>, of Dionysus, Plu.2.671c ; <b class="b3">π. ἐστί μοι</b>.—Ans. ἐλάνθανες ἄρα βάρβαρος ὤν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Sol.</span>5</span> ; cf. [[πατριῶτις]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> later, = [[πολίτης]], <span class="bibl">Iamb. <span class="title">VP</span>5.21</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[member of a]] πατριά <span class="bibl">11.1</span>, <span class="title">IG</span>4.757<span class="hiitalic">B</span>12 (Troezen), <span class="title">Michel</span> 995 <span class="title">B</span> 4 (Delph., v B. C.).</span>
|Definition=πατριώτου, Dor. [[πατριώτας]], ὁ, voc.<br><span class="bld">A</span> -ῶτα Nico 1: ([[πάτριος]]):—[[fellow-countryman]]: prop. of barbarians who had only a common [[πατρίς]], [[πολῖται]] being used of Greeks who had a common [[πόλις]], Poll. 3.54, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.: hence μήτε πατριώτας ἀλλήλων εἶναι τοὺς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''777c; <b class="b3">τοῖσι Λυκούργου π.</b>, Lycurgus being satirized as an Egyptian, Pherecr. 11, cf. Alex. 326; also <b class="b3">ἵπποι π.</b>, = [[ἐγχώριοι]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.2.26: metaph., of Mt. Cithaeron, π. Οἰδίπου [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]'' 1091 (lyr.); <b class="b3">π. θεός</b>, of [[Dionysus]], Plu.2.671c; <b class="b3">π. ἐστί μοι</b>.—Ans. ἐλάνθανες ἄρα βάρβαρος ὤν Luc.''Sol.''5; cf. [[πατριῶτις]].<br><span class="bld">II</span> later, = [[πολίτης]], Iamb. ''VP''5.21.<br><span class="bld">III</span> [[member]] of a πατριά 11.1, ''IG''4.757B12 (Troezen), ''Michel'' 995 ''B'' 4 (Delph., v B. C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0536.png Seite 536]] ὁ, der aus dem nämlichen Lande ist, Landsmann, auch der in demselben Lande wohnt; ursprünglich aber ward das Wort nur von Sclaven und von Thieren gebraucht, z. B. ἵπποι πατριῶται, Xen. Cyr. 2, 2, 26; vgl. Ath. XI, 487 c; D. C. 40, 9; u. übertr. von leblosen Dingen, wie Soph. O. R. 1091 den Berg Kithäron den [[πατριώτης]] des Oedipus nennt; nach Poll. 3, 54 ist es bei den Barbaren = Mitbürger, dem [[πολίτης]] der freien Griechen entsprechend, vgl. Luc. soloec. 5 u. B. A. 113, wo es aus Alexis angeführt wird, u. Pherecr. bei Schol. Ar. Av. 1296; so auch Plat. [[μήτε]] πατριώτας ἀλλήλοις εἶναι τοὺς μέλλοντας [[ῥᾷον]] δουλεύσειν, Legg. VI, 777 d, u. so bei Sp.; Plut. Symp. 4, 6, 1 nennt den Dionysus seinen [[πατριώτης]] [[θεός]]; u. bei Iambl. v. Pyth. 52 sind πατριῶται wirklich Mitbürger.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0536.png Seite 536]] ὁ, der aus dem nämlichen Lande ist, Landsmann, auch der in demselben Lande wohnt; ursprünglich aber ward das Wort nur von Sclaven und von Tieren gebraucht, z. B. ἵπποι πατριῶται, Xen. Cyr. 2, 2, 26; vgl. Ath. XI, 487 c; D. C. 40, 9; u. übertr. von leblosen Dingen, wie Soph. O. R. 1091 den Berg Kithäron den [[πατριώτης]] des Oedipus nennt; nach Poll. 3, 54 ist es bei den Barbaren = Mitbürger, dem [[πολίτης]] der freien Griechen entsprechend, vgl. Luc. soloec. 5 u. B. A. 113, wo es aus Alexis angeführt wird, u. Pherecr. bei Schol. Ar. Av. 1296; so auch Plat. [[μήτε]] πατριώτας ἀλλήλοις εἶναι τοὺς μέλλοντας [[ῥᾷον]] δουλεύσειν, Legg. VI, 777 d, u. so bei Sp.; Plut. Symp. 4, 6, 1 nennt den Dionysus seinen [[πατριώτης]] [[θεός]]; u. bei Iambl. v. Pyth. 52 sind πατριῶται wirklich Mitbürger.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πατριώτης''': -ου, ὁ, κλητικ. -ῶτα Νίκων ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ([[πάτριος]])· - ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν πατρίδα, [[συμπατριώτης]]· [[κυρίως]] τὸ [[πατριώτης]] ἐλέγετο ἐπὶ τῶν βαρβάρων οἵτινες εἶχον μόνον κοινὴν πατρίδα, ἐν ᾧ οἱ Ἕλληνες ἐκαλοῦντο καθ’ ἑαυτοὺς πολῖται ὡς ἔχοντες κοινὴν πόλιν ([[ἤτοι]] ἐλευθέραν πόλιν), [[Πολυδ]]. Γ΄, 54, Ἡσυχ., Φώτ· [[ἐντεῦθεν]]: [[μήτε]] πατριώτας [[ἀλλήλων]] [[εἶναι]] τούς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν ([[διότι]] παρὰ τοῖς βαρβάροις πάντα δοῦλα πλὴν [[ἑνός]]) Πλάτ. Νόμ. 777C τοῖσι Λυκούργου πατριώταις, «φαίνονται τὸν Λυκοῦργον Αἰγύπτιον [[εἶναι]] νομίζοντες ἢ τὸ γένος ἢ τοὺς τρόπους» (Σχόλ. Εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1294), Φερεκράτ. ἐν «Ἀγρίοις» 5, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν Ἀδηλ. 74: [[ἐντεῦθεν]] ὁ Ξενοφ. λέγει ἵπποι πατριῶται = ἐγχώριοι, Κύρ. 2. 2. 26· καὶ κατὰ μεταφορ. ὁ Σοφ. καλεῖ τὸν Κιθαιρῶνα πατριώτην τοῦ Οἰδίποδος, Ο. Τ. 1091· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, τὸν πατριώτην Θεόν,. μαινομέναις ἀνθέοντα τιμαῖσι Διόνυσον Πλούτ. 2. 671C· π. ἐστί μοι. - Ἀπόκρ. ἐλάνθανες ἄρα [[βάρβαρος]] ὢν Λουκ. Σολοικ.
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[qui est du même pays]], [[qui est du pays]], [[indigène]];<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[πολίτης]] chez les Barbares.<br />'''Étymologie:''' [[πατριά]].
}}
{{elnl
|elnltext=πατριώτης -ου, [πατριά] landgenoot; adj.. ἵπποι πατριῶται inheemse paarden Xen. Cyr. 2.2.26.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui est du même pays, qui est du pays, indigène;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[πολίτης]] chez les Barbares.<br />'''Étymologie:''' [[πατριά]].
|elrutext='''πατριώτης:''' ου adj. m местный, туземный (ἵπποι Xen.).<br />ου ὁ [[соотечественник]], [[земляк]] (πατριώτας [[ἀλλήλων]] εῖναι Plat.): Κιθαιρὼν π. Οἰδίπου Soph. родной Эдипу Киферон.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο ΝΜΑ, δωρ. τ. πατριώτας, θηλ. [[πατριῶτις]], Α, θηλ. πατριώτισσα Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[συντοπίτης]], ο καταγόμενος από την [[ίδια]] [[χώρα]] ή [[πόλη]] ή [[χωριό]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που αγαπά την [[πατρίδα]] του, ο [[φιλόπατρις]]<br /><b>3.</b> <b>η κλητ.</b> <i>πατριώτη</i><br />ως [[προσφώνηση]] άγνωστου [[συνήθως]] προσώπου («[[γεια]] σου, πατριώτη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολίτης]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] [[πατριός]]<br /><b>3.</b> ο [[εγχώριος]], αυτός που υπάρχει στην [[πατρίδα]] κάποιου («ἵπποι πατριῶται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (ειδικά για τους βαρβάρους που είχαν μόνο [[κοινή]] [[πατρίδα]], σε [[αντίθεση]] με τους Έλληνες που είχαν [[κοινή]] [[πόλη]] ελεύθερη και γι' αυτό ονομάζονταν <i>πολῑται</i>) [[συμπατριώτης]], αυτός που έχει [[κοινή]] [[πατρίδα]] με κάποιον<br /><b>5.</b> το θηλ. [[πατριῶτις]]<br /><b>ως επίθ.</b> α) αυτή που ανήκει στην [[πατρίδα]] ή στον [[τόπο]] καταγωγής (α. «[[πατριῶτις]] γῆ» — η [[πατρίδα]], <b>Ευρ.</b><br />β. «[[πατριῶτις]] [[στολή]]» — η [[ενδυμασία]] του τόπου καταγωγής, <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος στη [[Σπάρτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατριά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ηλικι</i>-<i>ώτης</i>). Η λ. με τη σημ. «αυτός που έχει [[κοινή]] [[πατρίδα]] με κάποιον, [[συμπατριώτης]]» χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] αναφορικά [[προς]] τους βαρβάρους, ενώ για τους κατοίκους της Ελλάδας, στην οποία ίσχυε το [[σύστημα]] [[πόλη]]-[[κράτος]], προτιμήθηκε ο όρος [[πολίτης]] / [[συμπολίτης]]. Με τη σημ. αυτή η λ. [[πατριώτης]] θα [[πρέπει]] να συνδεθεί με το επίθ. [[πάτριος]].
|mltxt=ο ΝΜΑ, δωρ. τ. πατριώτας, θηλ. [[πατριῶτις]], Α, θηλ. πατριώτισσα Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[συντοπίτης]], ο καταγόμενος από την [[ίδια]] [[χώρα]] ή [[πόλη]] ή [[χωριό]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> αυτός που αγαπά την [[πατρίδα]] του, ο [[φιλόπατρις]]<br /><b>3.</b> <b>η κλητ.</b> <i>πατριώτη</i><br />ως [[προσφώνηση]] άγνωστου [[συνήθως]] προσώπου («[[γεια]] σου, πατριώτη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολίτης]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] [[πατριός]]<br /><b>3.</b> ο [[εγχώριος]], αυτός που υπάρχει στην [[πατρίδα]] κάποιου («ἵπποι πατριῶται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (ειδικά για τους βαρβάρους που είχαν μόνο [[κοινή]] [[πατρίδα]], σε [[αντίθεση]] με τους Έλληνες που είχαν [[κοινή]] [[πόλη]] ελεύθερη και γι' αυτό ονομάζονταν <i>πολῖται</i>) [[συμπατριώτης]], αυτός που έχει [[κοινή]] [[πατρίδα]] με κάποιον<br /><b>5.</b> το θηλ. [[πατριῶτις]]<br /><b>ως επίθ.</b> α) αυτή που ανήκει στην [[πατρίδα]] ή στον [[τόπο]] καταγωγής (α. «[[πατριῶτις]] γῆ» — η [[πατρίδα]], <b>Ευρ.</b><br />β. «[[πατριῶτις]] [[στολή]]» — η [[ενδυμασία]] του τόπου καταγωγής, <b>Λουκιαν.</b>)<br />β) [[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος στη [[Σπάρτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατριά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i> ([[πρβλ]]. [[ηλικιώτης]]). Η λ. με τη σημ. «αυτός που έχει [[κοινή]] [[πατρίδα]] με κάποιον, [[συμπατριώτης]]» χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] αναφορικά [[προς]] τους βαρβάρους, ενώ για τους κατοίκους της Ελλάδας, στην οποία ίσχυε το [[σύστημα]] [[πόλη]]-[[κράτος]], προτιμήθηκε ο όρος [[πολίτης]] / [[συμπολίτης]]. Με τη σημ. αυτή η λ. [[πατριώτης]] θα [[πρέπει]] να συνδεθεί με το επίθ. [[πάτριος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πατριώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] [[χώρα]], [[συμπατριώτης]], λεγόταν για τους βαρβάρους που είχαν μόνο μια <i>[[πατρίδα]]</i>· το <i>πολῖται</i> χρησιμοποιήθηκε για τους Έλληνες που είχαν [[κοινή]] [[πόλις]] (ή ελεύθερο [[κράτος]]), σε Πλάτ.· <i>ἵπποι πατριῶται</i>, σε Ξεν.· μεταφ., το όρος Κιθαιρώνας καλείται [[πατριώτης]] του Οιδίποδα, σε Σοφ.
|lsmtext='''πατριώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που προέρχεται από την [[ίδια]] [[χώρα]], [[συμπατριώτης]], λεγόταν για τους βαρβάρους που είχαν μόνο μια <i>[[πατρίδα]]</i>· το <i>πολῖται</i> χρησιμοποιήθηκε για τους Έλληνες που είχαν [[κοινή]] [[πόλις]] (ή ελεύθερο [[κράτος]]), σε Πλάτ.· <i>ἵπποι πατριῶται</i>, σε Ξεν.· μεταφ., το όρος Κιθαιρώνας καλείται [[πατριώτης]] του Οιδίποδα, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πατριώτης:''' ου adj. m местный, туземный (ἵπποι Xen.).<br />ου ὁ соотечественник, земляк (πατριώτας [[ἀλλήλων]] εῖναι Plat.): Κιθαιρὼν π. Οἰδίπου Soph. родной Эдипу Киферон.
|lstext='''πατριώτης''': -ου, ὁ, κλητικ. -ῶτα Νίκων ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ([[πάτριος]])· - ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν πατρίδα, [[συμπατριώτης]]· [[κυρίως]] τὸ [[πατριώτης]] ἐλέγετο ἐπὶ τῶν βαρβάρων οἵτινες εἶχον μόνον κοινὴν πατρίδα, ἐν ᾧ οἱ Ἕλληνες ἐκαλοῦντο καθ’ ἑαυτοὺς πολῖται ὡς ἔχοντες κοινὴν πόλιν ([[ἤτοι]] ἐλευθέραν πόλιν), Πολυδ. Γ΄, 54, Ἡσυχ., Φώτ· [[ἐντεῦθεν]]: [[μήτε]] πατριώτας [[ἀλλήλων]] [[εἶναι]] τούς μέλλοντας ῥᾷον δουλεύσειν ([[διότι]] παρὰ τοῖς βαρβάροις πάντα δοῦλα πλὴν [[ἑνός]]) Πλάτ. Νόμ. 777C τοῖσι Λυκούργου πατριώταις, «φαίνονται τὸν Λυκοῦργον Αἰγύπτιον [[εἶναι]] νομίζοντες ἢ τὸ γένος ἢ τοὺς τρόπους» (Σχόλ. Εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1294), Φερεκράτ. ἐν «Ἀγρίοις» 5, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν Ἀδηλ. 74: [[ἐντεῦθεν]] ὁ Ξενοφ. λέγει ἵπποι πατριῶται = ἐγχώριοι, Κύρ. 2. 2. 26· καὶ κατὰ μεταφορ. ὁ Σοφ. καλεῖ τὸν Κιθαιρῶνα πατριώτην τοῦ Οἰδίποδος, Ο. Τ. 1091· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, τὸν πατριώτην Θεόν,. μαινομέναις ἀνθέοντα τιμαῖσι Διόνυσον Πλούτ. 2. 671C· π. ἐστί μοι. - Ἀπόκρ. ἐλάνθανες ἄρα [[βάρβαρος]] ὢν Λουκ. Σολοικ.
}}
{{elnl
|elnltext=πατριώτης -ου, ὁ [πατριά] landgenoot; adj.. ἵπποι πατριῶται inheemse paarden Xen. Cyr. 2.2.26.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πατριώτης]], ου, ὁ, [[πάτριος]]<br />one of the [[same]] [[country]], a [[fellow]]-[[countryman]], applied to barbarians who had only a [[common]] [[πατρίς]], πολῖται [[being]] used of Greeks who had a [[common]] [[πόλις]] (or [[free]] [[state]]), Plat.; ἵπποι πατρ. Xen.; by a metaph., Mount [[Cithaeron]] is the [[πατριώτης]] of [[Oedipus]], Soph.
|mdlsjtxt=[[πατριώτης]], ου, ὁ, [[πάτριος]]<br />one of the [[same]] [[country]], a [[fellow]]-[[countryman]], applied to barbarians who had only a [[common]] [[πατρίς]], πολῖται [[being]] used of Greeks who had a [[common]] [[πόλις]] (or [[free]] [[state]]), Plat.; ἵπποι πατρ. Xen.; by a metaph., Mount [[Cithaeron]] is the [[πατριώτης]] of [[Oedipus]], Soph.
}}
}}