νομικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''"
(5)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(34 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nomikos
|Transliteration C=nomikos
|Beta Code=nomiko/s
|Beta Code=nomiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">relating to laws</b>, <b class="b3">αἴτια</b>, title of work by Democritus; <b class="b2">resting on law</b>, ἤθη <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>625a</span>; <b class="b2">conventional</b>, <b class="b3">ν. δίκαιον</b>, opp. <b class="b3">φυσικόν</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1134b20</span>; <b class="b3">ν. φιλία</b>, opp. <b class="b3">ἠθική</b>, ib. <span class="bibl">1162b23</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> <b class="b2">after the manner of law</b>, i.e. <b class="b2">in a broad, general way</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span>1341b31</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">forensic</b>, μάχαι <span class="bibl"><span class="title">Ep.Tit.</span>3.9</span>; <b class="b3">ἀγῶνες</b>, opp. <b class="b3">λογικοί, ἠθικοί</b>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VS</span>1.22.1</span>; <b class="b2">relating to points</b> <b class="b2">of law</b> (opp. matters of fact), <b class="b3">στάσις, ζήτημα</b>, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Stat.</span>2</span>,<span class="bibl">3</span>; <b class="b3">ν. ὀνόματα</b> law-terms, <span class="bibl">Id.<span class="title">Meth.</span>2</span>; τὰ ν. <b class="b2">law matters</b>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.37 S., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>26</span>. Adv. -κῶς <b class="b2">by legal process</b>, Id.2.533b. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">learned in the law</b>, <span class="bibl">Alex.39</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Min.</span>317e</span> (Sup.); <b class="b2">doctor of the Jewish law</b>, Ev.Matt.22.35,al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">lawyer, notary</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cic.</span>26</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">Libr.Ord.</span>5</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>326ii22</span> (ii A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">legal adviser, assessor</b> of a magistrate, Mitteis <span class="title">Chr.</span>372 iii 18 (ii A.D.), etc.; ν. ἄριστος <span class="title">CIG</span>2787 (Aphrodisias), cf. <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>361 iii 2</span> (ii A.D.), etc.</span>
|Definition=νομική, νομικόν,<br><span class="bld">A</span> [[relating to laws]], [[αἴτιον|αἴτια]], title of work by [[Democritus]]; [[rest]]ing on [[law]], ἤθη [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''625a; [[conventional]], νομικὸν [[δίκαιον]], opp. [[φυσικὸν]] [[δίκαιον]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1134b20; νομικὴ [[φιλία]], opp. [[ἠθική]], ib. 1162b23. Adv. [[νομικῶς]] = [[after the manner of law]], i.e. [[in a broad way]], [[in a general way]], Id.''Pol.''1341b31.<br><span class="bld">2</span> [[forensic]], [[μάχη|μάχαι]] ''Ep.Tit.''3.9; [[ἀγών|ἀγῶνες]], opp. [[λογικός|λογικοί]], [[ἠθικός|ἠθικοί]], Philostr.''VS''1.22.1; [[relating to points]] [[of law]] (opp. matters of fact), [[στάσις]], [[ζήτημα]], Hermog.''Stat.''2,3; [[νομικὰ ὀνόματα]] = [[law]] [[term]]s, [[legal]] [[terminology]] Id.''Meth.''2; τὰ ν. [[law matters]], Phld.''Rh.''1.37 S., Plu.''Cic.''26. Adv. [[νομικῶς]] = [[by legal process]], Id.2.533b.<br><span class="bld">II</span> [[learned in the law]], Alex.39, Pl.''Min.''317e (Sup.); [[doctor of the Jewish law]], Ev.Matt.22.35,al.<br><span class="bld">2</span> [[lawyer]], [[notary]], Plu.''Cic.''26, Gal.''Libr.Ord.''5, ''BGU''326ii22 (ii A.D.).<br><span class="bld">3</span> [[legal adviser]], [[assessor]] of a [[magistrate]], Mitteis ''Chr.''372 iii 18 (ii A.D.), etc.; ν. [[ἄριστος]] ''CIG''2787 (Aphrodisias), cf. ''BGU''361 iii 2 (ii A.D.), etc.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui a l'expérience de la loi]], [[qui connaît la loi]], [[habile jurisconsulte]].<br />'''Étymologie:''' [[νόμος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>die [[Gesetze]] [[betreffend]], [[gesetzlich]]</i>; ἐν τοιούτοις ἤθεσι τέθραφθε νομικοῖς, Plat. <i>Legg</i>. I.625a; δίκαιον, dem φυσικόν entggstzt, Arist. <i>eth</i>. 5.7; [[öfter]] bei Sp., wie [[NT]]; [[besonders]] = <i>in den Gesetzen [[erfahren]], [[rechtskundig]]</i>, Alexis in Phot. <i>lex</i>., der [[ἐπιστήμων]] τῶν νόμων [[erklärt]], und Sp., wie Plut. <i>Sull</i>. 36; τὸν νομικὸν κάλει, Agath. 69 (XI.382). Bei Plat. <i>[[Minos]]</i> 317e spielt es in die Bdtg »[[verteilend]]« [[hinüber]]; ἡ νομική, <i>die [[Rechtswissenschaft]], Rechtskunde</i>, Sp.<br>• Adv. [[νομικῶς]], <i>[[gesetzlich]]</i>, Arist. <i>eth</i>. 8.7; Plut.
}}
{{elru
|elrutext='''νομικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[основанный на законах]], [[юридический]], [[правовой]] Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[сведущий в законах]] Plat. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νομικός''': -ή, -όν, ([[νόμος]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς νόμους, Πλάτ. Νόμ. 625Α· ὁ ἐπὶ νόμου στηριζόμενος, κατὰ νόμον, ν. δίκαιον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φυσικόν, Ἀριστ. Ἠθ. 5. 7, 1· ν. [[φιλία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἠθική, [[αὐτόθι]] 8. 13, 5. - Ἐπιρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 8. 7, 2. 2) ὁ ἀναφερόμενος εἰς τὸν νόμον, μάχαι Ἐπ. Τίτ. γ΄, 9· τὰ νομικά, ὑποθέσεις τοῦ νόμου, Πλουτ. Κικ. 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον νομικόν, ὁ αὐτ. 2. 533Β. ΙΙ. ὁ [[ἐπιστήμων]] τῶν νόμων, Ἄλεξις ἐν Γαλατείᾳ 4, Πλάτ. [[Μίνως]] 317Ε· [[νομικός]], δικηγόρος, ν. ἄριστος Συλλ. Ἐπιγρ. 2787-8, κ. ἀλλ., πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 35, κ. ἀλλ.
|lstext='''νομικός''': -ή, -όν, ([[νόμος]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς νόμους, Πλάτ. Νόμ. 625Α· ὁ ἐπὶ νόμου στηριζόμενος, κατὰ νόμον, ν. δίκαιον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φυσικόν, Ἀριστ. Ἠθ. 5. 7, 1· ν. [[φιλία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἠθική, [[αὐτόθι]] 8. 13, 5. - Ἐπιρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 8. 7, 2. 2) ὁ ἀναφερόμενος εἰς τὸν νόμον, μάχαι Ἐπ. Τίτ. γ΄, 9· τὰ νομικά, ὑποθέσεις τοῦ νόμου, Πλουτ. Κικ. 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον νομικόν, ὁ αὐτ. 2. 533Β. ΙΙ. ὁ [[ἐπιστήμων]] τῶν νόμων, Ἄλεξις ἐν Γαλατείᾳ 4, Πλάτ. [[Μίνως]] 317Ε· [[νομικός]], δικηγόρος, ν. ἄριστος Συλλ. Ἐπιγρ. 2787-8, κ. ἀλλ., πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 35, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a l’expérience de la loi, qui connaît la loi, habile jurisconsulte.<br />'''Étymologie:''' [[νόμος]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=νομικη, νομικόν ([[νόμος]]), pertaining to (the) [[law]] ([[Plato]], [[Aristotle]], others): μάχαι, ὁ [[νομικός]], [[one]] [[learned]] in the [[law]], in the N. T. an [[interpreter]] and [[teacher]] of the Mosaic [[law]] (A. V. a [[lawyer]]; cf. [[γραμματεύς]], 2): Luke 14:3.
|txtha=νομικη, νομικόν ([[νόμος]]), pertaining to (the) [[law]] ([[Plato]], [[Aristotle]], others): μάχαι, ὁ [[νομικός]], [[one]] [[learned]] in the [[law]], in the [[NT|N.T.]] an [[interpreter]] and [[teacher]] of the Mosaic [[law]] (A. V. a [[lawyer]]; cf. [[γραμματεύς]], 2): Luke 14:3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ός, μόνο ως ουσ. (Α [[νομικός]], -ή, -όν) [[νόμος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «[[νομικός]] [[σύμβουλος]]» β. «ἤθεσι τέθραφθε νομικοῑς σύ τε καὶ ὅδε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που οφείλει την ύπαρξή του στους νόμους, που υπάρχει σύμφωνα με τους νόμους, ο [[συμβατικός]], («νομικὸν δίκαιον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[νομικός]]<br />[[επιστήμονας]] που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] και την [[εφαρμογή]] τών νόμων, [[νομομαθής]], [[δικηγόρος]] ή [[δικαστικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα νομικά</i><br />α) τα θέματα που σχετίζονται με τους νόμους και την [[ερμηνεία]] τους<br />β) η νομική [[επιστήμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) <i>η [[νομικός]]<br />[[γυναίκα]] [[νομομαθής]], [[δικηγόρος]] ή [[δικαστικός]]<br />β) <i>η νομική</i><br />η [[επιστήμη]] που ερευνά τη [[γένεση]] και [[εξέλιξη]] του δικαίου και ερμηνεύει και συστηματοποιεί τους κανόνες του<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Νομική</i><br />η [[σχολή]] του πανεπιστημίου στην οποία διδάσκεται η νομική [[επιστήμη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «νομικό [[πρόσωπο]]»<br />i) [[υποκείμενο]] δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, το οποίο δεν έχει [[φυσική]] [[υπόσταση]], [[αλλά]] αναγνωρίζεται από το [[δίκαιο]]<br />ii) <b>στον πληθ.</b> [[ένωση]] προσώπων για [[επιδίωξη]] κοινού σκοπού, με κατάλληλη [[οργάνωση]] και [[τήρηση]] τών από τον νόμο προβλεπόμενων διαδικασιών, η οποία αποκτά [[έτσι]] αυτοτελή [[ικανότητα]] δικαίου, [[δηλαδή]] ανεξαρτητοποιείται πλήρως από τα [[φυσικά]] πρόσωπα που τήν συναποτελούν και γίνεται η [[ίδια]] ιδιαίτερο [[υποκείμενο]] δικαιωμάτων και υποχρεώσεων<br />iii) [[σύνολο]] περιουσίας που διατίθεται για την [[εξυπηρέτηση]] ορισμένου σκοπού η οποία αποκτά [[προσωπικότητα]] [[κατά]] τη [[διαδικασία]] που διαγράφεται σύμφωνα με τον νόμο<br />β) «νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου» και με σύντμ. «ΝΠΔΔ» — νομικά πρόσωπα που ασκούν κρατική [[εξουσία]] και διέπονται από τους κανόνες του διοικητικού δικαίου<br />γ) «νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου» και με σύντμ. «ΝΠΙΔ» — νομικά πρόσωπα που δημιουργούνται με ελεύθερη [[βούληση]] ιδιωτών και [[είναι]] τα σωματεία ή οι σύλλογοι, οι επιτροπές εράνων, τα ιδρύματα, οι εμπορικές εταιρείες, οι συνεταιρισμοί και οι διάφορες εταιρείες εμπορικοὺ δικαίου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[εκκλησιαστικός]] [[αξιωματούχος]] μονών, επισκοπών κ.λπ.<br />β) [[συμβολαιογράφος]]<br /><b>2.</b> [[νόμιμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ νομικοί</i><br />αξιωματούχοι της Εκκλησίας οι οποίοι συνέγραφαν και υπέγραφαν τα [[κείμενα]] δικαιοπραξιών, δωρεών, ανταλλαγών, συμβιβασμών, διαθηκών κ.ά. πράξεων και τελούσαν υπό την [[εποπτεία]] του πρωτονοταρίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιουδαϊκό Νόμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δικανικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[εξηγητής]] τών νόμων<br />β) [[νομικός]] [[σύμβουλος]] άρχοντος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νομικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ νομικῶς Μ και νομικά)<br />[[κατά]] τους νόμους, σύμφωνα με τον τρόπο που επιβάλλουν οι νόμοι, δικαστικώς<br /><b>νεοελλ.</b><br />από νομική [[άποψη]], από την [[άποψη]] του γραπτού νόμου.
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ός, μόνο ως ουσ. (Α [[νομικός]], -ή, -όν) [[νόμος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «[[νομικός]] [[σύμβουλος]]» β. «ἤθεσι τέθραφθε νομικοῖς σύ τε καὶ ὅδε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που οφείλει την ύπαρξή του στους νόμους, που υπάρχει σύμφωνα με τους νόμους, ο [[συμβατικός]], («νομικὸν δίκαιον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[νομικός]]<br />[[επιστήμονας]] που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] και την [[εφαρμογή]] τών νόμων, [[νομομαθής]], [[δικηγόρος]] ή [[δικαστικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα νομικά</i><br />α) τα θέματα που σχετίζονται με τους νόμους και την [[ερμηνεία]] τους<br />β) η νομική [[επιστήμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[νομικός]]<br />[[γυναίκα]] [[νομομαθής]], [[δικηγόρος]] ή [[δικαστικός]]<br />β) <i>η νομική</i><br />η [[επιστήμη]] που ερευνά τη [[γένεση]] και [[εξέλιξη]] του δικαίου και ερμηνεύει και συστηματοποιεί τους κανόνες του<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Νομική</i><br />η [[σχολή]] του πανεπιστημίου στην οποία διδάσκεται η νομική [[επιστήμη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «νομικό [[πρόσωπο]]»<br />i) [[υποκείμενο]] δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, το οποίο δεν έχει [[φυσική]] [[υπόσταση]], [[αλλά]] αναγνωρίζεται από το [[δίκαιο]]<br />ii) <b>στον πληθ.</b> [[ένωση]] προσώπων για [[επιδίωξη]] κοινού σκοπού, με κατάλληλη [[οργάνωση]] και [[τήρηση]] τών από τον νόμο προβλεπόμενων διαδικασιών, η οποία αποκτά [[έτσι]] αυτοτελή [[ικανότητα]] δικαίου, [[δηλαδή]] ανεξαρτητοποιείται πλήρως από τα [[φυσικά]] πρόσωπα που τήν συναποτελούν και γίνεται η [[ίδια]] ιδιαίτερο [[υποκείμενο]] δικαιωμάτων και υποχρεώσεων<br />iii) [[σύνολο]] περιουσίας που διατίθεται για την [[εξυπηρέτηση]] ορισμένου σκοπού η οποία αποκτά [[προσωπικότητα]] [[κατά]] τη [[διαδικασία]] που διαγράφεται σύμφωνα με τον νόμο<br />β) «νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου» και με σύντμ. «ΝΠΔΔ» — νομικά πρόσωπα που ασκούν κρατική [[εξουσία]] και διέπονται από τους κανόνες του διοικητικού δικαίου<br />γ) «νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου» και με σύντμ. «ΝΠΙΔ» — νομικά πρόσωπα που δημιουργούνται με ελεύθερη [[βούληση]] ιδιωτών και [[είναι]] τα σωματεία ή οι σύλλογοι, οι επιτροπές εράνων, τα ιδρύματα, οι εμπορικές εταιρείες, οι συνεταιρισμοί και οι διάφορες εταιρείες εμπορικοὺ δικαίου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[εκκλησιαστικός]] [[αξιωματούχος]] μονών, επισκοπών κ.λπ.<br />β) [[συμβολαιογράφος]]<br /><b>2.</b> [[νόμιμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ νομικοί</i><br />αξιωματούχοι της Εκκλησίας οι οποίοι συνέγραφαν και υπέγραφαν τα [[κείμενα]] δικαιοπραξιών, δωρεών, ανταλλαγών, συμβιβασμών, διαθηκών κ.ά. πράξεων και τελούσαν υπό την [[εποπτεία]] του πρωτονοταρίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιουδαϊκό Νόμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δικανικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[εξηγητής]] τών νόμων<br />β) [[νομικός]] [[σύμβουλος]] άρχοντος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νομικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ νομικῶς Μ και νομικά)<br />[[κατά]] τους νόμους, σύμφωνα με τον τρόπο που επιβάλλουν οι νόμοι, δικαστικώς<br /><b>νεοελλ.</b><br />από νομική [[άποψη]], από την [[άποψη]] του γραπτού νόμου.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νομικός:''' -ή, -όν ([[νόμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που βασίζεται στο νόμο, [[συμβατικός]], σε Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σχετικός]] με τον νόμο, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> μορφωμένος σε θέματα νόμων, [[νομικός]], [[δικηγόρος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''νομικός:''' -ή, -όν ([[νόμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που βασίζεται στο νόμο, [[συμβατικός]], σε Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σχετικός]] με τον νόμο, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> μορφωμένος σε θέματα νόμων, [[νομικός]], [[δικηγόρος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νόμος]]<br /><b class="num">I.</b> resting on law, [[conventional]], Arist.:—adv. -κῶς, Arist.<br /><b class="num">2.</b> relating to the law, NTest. Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[learned]] in the law, a [[lawyer]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':nomikÒj 挪米可士<br />'''詞類次數''':形容詞(9)<br />'''原文字根''':律法(著)<br />'''字義溯源''':循法的,律法師,律法專家,律師,與律法有關的;源自([[νόμος]])=律法,分出);而 ([[νόμος]])出自([[νέκρωσις]])Y*=分配)。在新約時期那些律法師作了三件事:<br />1)他們考查律法的一般性,列出實行之路<br />2)他們對年青的猶太人教導律法<br />3)他們對律法的問題作解答。比較: ([[γραμματεύς]])=書記<br />'''出現次數''':總共(9);太(1);路(6);多(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 律法師(7) 太22:35; 路7:30; 路10:25; 路11:45; 路11:46; 路11:52; 路14:3;<br />2) 律師(1) 多3:13;<br />3) 與律法有關的(1) 多3:9
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[concerning law]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[νόμος]] τοῦ [[νέμω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}