3,277,218
edits
(5) |
|||
(34 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nomikos | |Transliteration C=nomikos | ||
|Beta Code=nomiko/s | |Beta Code=nomiko/s | ||
|Definition= | |Definition=νομική, νομικόν,<br><span class="bld">A</span> [[relating to laws]], [[αἴτιον|αἴτια]], title of work by [[Democritus]]; [[rest]]ing on [[law]], ἤθη [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''625a; [[conventional]], νομικὸν [[δίκαιον]], opp. [[φυσικὸν]] [[δίκαιον]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1134b20; νομικὴ [[φιλία]], opp. [[ἠθική]], ib. 1162b23. Adv. [[νομικῶς]] = [[after the manner of law]], i.e. [[in a broad way]], [[in a general way]], Id.''Pol.''1341b31.<br><span class="bld">2</span> [[forensic]], [[μάχη|μάχαι]] ''Ep.Tit.''3.9; [[ἀγών|ἀγῶνες]], opp. [[λογικός|λογικοί]], [[ἠθικός|ἠθικοί]], Philostr.''VS''1.22.1; [[relating to points]] [[of law]] (opp. matters of fact), [[στάσις]], [[ζήτημα]], Hermog.''Stat.''2,3; [[νομικὰ ὀνόματα]] = [[law]] [[term]]s, [[legal]] [[terminology]] Id.''Meth.''2; τὰ ν. [[law matters]], Phld.''Rh.''1.37 S., Plu.''Cic.''26. Adv. [[νομικῶς]] = [[by legal process]], Id.2.533b.<br><span class="bld">II</span> [[learned in the law]], Alex.39, Pl.''Min.''317e (Sup.); [[doctor of the Jewish law]], Ev.Matt.22.35,al.<br><span class="bld">2</span> [[lawyer]], [[notary]], Plu.''Cic.''26, Gal.''Libr.Ord.''5, ''BGU''326ii22 (ii A.D.).<br><span class="bld">3</span> [[legal adviser]], [[assessor]] of a [[magistrate]], Mitteis ''Chr.''372 iii 18 (ii A.D.), etc.; ν. [[ἄριστος]] ''CIG''2787 (Aphrodisias), cf. ''BGU''361 iii 2 (ii A.D.), etc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qui a l'expérience de la loi]], [[qui connaît la loi]], [[habile jurisconsulte]].<br />'''Étymologie:''' [[νόμος]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>die [[Gesetze]] [[betreffend]], [[gesetzlich]]</i>; ἐν τοιούτοις ἤθεσι τέθραφθε νομικοῖς, Plat. <i>Legg</i>. I.625a; δίκαιον, dem φυσικόν entggstzt, Arist. <i>eth</i>. 5.7; [[öfter]] bei Sp., wie [[NT]]; [[besonders]] = <i>in den Gesetzen [[erfahren]], [[rechtskundig]]</i>, Alexis in Phot. <i>lex</i>., der [[ἐπιστήμων]] τῶν νόμων [[erklärt]], und Sp., wie Plut. <i>Sull</i>. 36; τὸν νομικὸν κάλει, Agath. 69 (XI.382). Bei Plat. <i>[[Minos]]</i> 317e spielt es in die Bdtg »[[verteilend]]« [[hinüber]]; ἡ νομική, <i>die [[Rechtswissenschaft]], Rechtskunde</i>, Sp.<br>• Adv. [[νομικῶς]], <i>[[gesetzlich]]</i>, Arist. <i>eth</i>. 8.7; Plut. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νομικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[основанный на законах]], [[юридический]], [[правовой]] Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[сведущий в законах]] Plat. etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νομικός''': -ή, -όν, ([[νόμος]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς νόμους, Πλάτ. Νόμ. 625Α· ὁ ἐπὶ νόμου στηριζόμενος, κατὰ νόμον, ν. δίκαιον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φυσικόν, Ἀριστ. Ἠθ. 5. 7, 1· ν. [[φιλία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἠθική, [[αὐτόθι]] 8. 13, 5. - Ἐπιρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 8. 7, 2. 2) ὁ ἀναφερόμενος εἰς τὸν νόμον, μάχαι Ἐπ. Τίτ. γ΄, 9· τὰ νομικά, ὑποθέσεις τοῦ νόμου, Πλουτ. Κικ. 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον νομικόν, ὁ αὐτ. 2. 533Β. ΙΙ. ὁ [[ἐπιστήμων]] τῶν νόμων, Ἄλεξις ἐν Γαλατείᾳ 4, Πλάτ. [[Μίνως]] 317Ε· [[νομικός]], δικηγόρος, ν. ἄριστος Συλλ. Ἐπιγρ. 2787-8, κ. ἀλλ., πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 35, κ. ἀλλ. | |lstext='''νομικός''': -ή, -όν, ([[νόμος]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς νόμους, Πλάτ. Νόμ. 625Α· ὁ ἐπὶ νόμου στηριζόμενος, κατὰ νόμον, ν. δίκαιον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φυσικόν, Ἀριστ. Ἠθ. 5. 7, 1· ν. [[φιλία]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἠθική, [[αὐτόθι]] 8. 13, 5. - Ἐπιρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 8. 7, 2. 2) ὁ ἀναφερόμενος εἰς τὸν νόμον, μάχαι Ἐπ. Τίτ. γ΄, 9· τὰ νομικά, ὑποθέσεις τοῦ νόμου, Πλουτ. Κικ. 26. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον νομικόν, ὁ αὐτ. 2. 533Β. ΙΙ. ὁ [[ἐπιστήμων]] τῶν νόμων, Ἄλεξις ἐν Γαλατείᾳ 4, Πλάτ. [[Μίνως]] 317Ε· [[νομικός]], δικηγόρος, ν. ἄριστος Συλλ. Ἐπιγρ. 2787-8, κ. ἀλλ., πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 35, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 20: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=νομικη, νομικόν ([[νόμος]]), pertaining to (the) [[law]] ([[Plato]], [[Aristotle]], others): μάχαι, ὁ [[νομικός]], [[one]] [[learned]] in the [[law]], in the N. T. an [[interpreter]] and [[teacher]] of the Mosaic [[law]] (A. V. a [[lawyer]]; cf. [[γραμματεύς]], 2): Luke 14:3. | |txtha=νομικη, νομικόν ([[νόμος]]), pertaining to (the) [[law]] ([[Plato]], [[Aristotle]], others): μάχαι, ὁ [[νομικός]], [[one]] [[learned]] in the [[law]], in the [[NT|N.T.]] an [[interpreter]] and [[teacher]] of the Mosaic [[law]] (A. V. a [[lawyer]]; cf. [[γραμματεύς]], 2): Luke 14:3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ός, μόνο ως ουσ. (Α [[νομικός]], -ή, -όν) [[νόμος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «[[νομικός]] [[σύμβουλος]]» β. «ἤθεσι τέθραφθε | |mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ός, μόνο ως ουσ. (Α [[νομικός]], -ή, -όν) [[νόμος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόμο ή σε ζητήματα σχετικά με τους νόμους (α. «[[νομικός]] [[σύμβουλος]]» β. «ἤθεσι τέθραφθε νομικοῖς σύ τε καὶ ὅδε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που οφείλει την ύπαρξή του στους νόμους, που υπάρχει σύμφωνα με τους νόμους, ο [[συμβατικός]], («νομικὸν δίκαιον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[νομικός]]<br />[[επιστήμονας]] που ασχολείται με την [[ερμηνεία]] και την [[εφαρμογή]] τών νόμων, [[νομομαθής]], [[δικηγόρος]] ή [[δικαστικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα νομικά</i><br />α) τα θέματα που σχετίζονται με τους νόμους και την [[ερμηνεία]] τους<br />β) η νομική [[επιστήμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) η [[νομικός]]<br />[[γυναίκα]] [[νομομαθής]], [[δικηγόρος]] ή [[δικαστικός]]<br />β) <i>η νομική</i><br />η [[επιστήμη]] που ερευνά τη [[γένεση]] και [[εξέλιξη]] του δικαίου και ερμηνεύει και συστηματοποιεί τους κανόνες του<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Νομική</i><br />η [[σχολή]] του πανεπιστημίου στην οποία διδάσκεται η νομική [[επιστήμη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «νομικό [[πρόσωπο]]»<br />i) [[υποκείμενο]] δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, το οποίο δεν έχει [[φυσική]] [[υπόσταση]], [[αλλά]] αναγνωρίζεται από το [[δίκαιο]]<br />ii) <b>στον πληθ.</b> [[ένωση]] προσώπων για [[επιδίωξη]] κοινού σκοπού, με κατάλληλη [[οργάνωση]] και [[τήρηση]] τών από τον νόμο προβλεπόμενων διαδικασιών, η οποία αποκτά [[έτσι]] αυτοτελή [[ικανότητα]] δικαίου, [[δηλαδή]] ανεξαρτητοποιείται πλήρως από τα [[φυσικά]] πρόσωπα που τήν συναποτελούν και γίνεται η [[ίδια]] ιδιαίτερο [[υποκείμενο]] δικαιωμάτων και υποχρεώσεων<br />iii) [[σύνολο]] περιουσίας που διατίθεται για την [[εξυπηρέτηση]] ορισμένου σκοπού η οποία αποκτά [[προσωπικότητα]] [[κατά]] τη [[διαδικασία]] που διαγράφεται σύμφωνα με τον νόμο<br />β) «νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου» και με σύντμ. «ΝΠΔΔ» — νομικά πρόσωπα που ασκούν κρατική [[εξουσία]] και διέπονται από τους κανόνες του διοικητικού δικαίου<br />γ) «νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου» και με σύντμ. «ΝΠΙΔ» — νομικά πρόσωπα που δημιουργούνται με ελεύθερη [[βούληση]] ιδιωτών και [[είναι]] τα σωματεία ή οι σύλλογοι, οι επιτροπές εράνων, τα ιδρύματα, οι εμπορικές εταιρείες, οι συνεταιρισμοί και οι διάφορες εταιρείες εμπορικοὺ δικαίου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[εκκλησιαστικός]] [[αξιωματούχος]] μονών, επισκοπών κ.λπ.<br />β) [[συμβολαιογράφος]]<br /><b>2.</b> [[νόμιμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ νομικοί</i><br />αξιωματούχοι της Εκκλησίας οι οποίοι συνέγραφαν και υπέγραφαν τα [[κείμενα]] δικαιοπραξιών, δωρεών, ανταλλαγών, συμβιβασμών, διαθηκών κ.ά. πράξεων και τελούσαν υπό την [[εποπτεία]] του πρωτονοταρίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιουδαϊκό Νόμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δικανικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) [[εξηγητής]] τών νόμων<br />β) [[νομικός]] [[σύμβουλος]] άρχοντος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νομικώς</i> και -<i>ά</i> (ΑΜ νομικῶς Μ και νομικά)<br />[[κατά]] τους νόμους, σύμφωνα με τον τρόπο που επιβάλλουν οι νόμοι, δικαστικώς<br /><b>νεοελλ.</b><br />από νομική [[άποψη]], από την [[άποψη]] του γραπτού νόμου. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νομικός:''' -ή, -όν ([[νόμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που βασίζεται στο νόμο, [[συμβατικός]], σε Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σχετικός]] με τον νόμο, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> μορφωμένος σε θέματα νόμων, [[νομικός]], [[δικηγόρος]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''νομικός:''' -ή, -όν ([[νόμος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που βασίζεται στο νόμο, [[συμβατικός]], σε Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σχετικός]] με τον νόμο, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> μορφωμένος σε θέματα νόμων, [[νομικός]], [[δικηγόρος]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νόμος]]<br /><b class="num">I.</b> resting on law, [[conventional]], Arist.:—adv. -κῶς, Arist.<br /><b class="num">2.</b> relating to the law, NTest. Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[learned]] in the law, a [[lawyer]], NTest. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':nomikÒj 挪米可士<br />'''詞類次數''':形容詞(9)<br />'''原文字根''':律法(著)<br />'''字義溯源''':循法的,律法師,律法專家,律師,與律法有關的;源自([[νόμος]])=律法,分出);而 ([[νόμος]])出自([[νέκρωσις]])Y*=分配)。在新約時期那些律法師作了三件事:<br />1)他們考查律法的一般性,列出實行之路<br />2)他們對年青的猶太人教導律法<br />3)他們對律法的問題作解答。比較: ([[γραμματεύς]])=書記<br />'''出現次數''':總共(9);太(1);路(6);多(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 律法師(7) 太22:35; 路7:30; 路10:25; 路11:45; 路11:46; 路11:52; 路14:3;<br />2) 律師(1) 多3:13;<br />3) 與律法有關的(1) 多3:9 | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[concerning law]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[νόμος]] τοῦ [[νέμω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |