ἀσταφίς: Difference between revisions

m
Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''"
(CSV import)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(30 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=astafis
|Transliteration C=astafis
|Beta Code=a)stafi/s
|Beta Code=a)stafi/s
|Definition=ίδος, ἡ, sg. as collect. noun, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[dried grapes]], [[raisins]], IG5(1).1.13 (Tegea, v B.C.), <span class="bibl">Hdt.2.40</span>, <span class="bibl">Alex.127.4</span>, etc.: pl., <b class="b3">ἡ Ῥόδος ἀσταφίδας [παρέχει</b>] <span class="bibl">Hermipp.63.16</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.4.9</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>595b10</span>; <b class="b3">ἀσταφίδος οἶνος</b> [[raisin]]-wine, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>845b</span>: ὀστᾰφίς, v.l. ap.Phot. as in <span class="bibl">Cratin.121</span> (pl.), <span class="bibl">Nicopho 21</span>; στᾰφίς, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>64</span>, <span class="bibl">Theoc.27.9</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[σταφὶς ἀγρία]], Ps.-Dsc.4.152, Gal.11.842, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>23.17</span>. (<b class="b3">ἀσταφίς</b> is prob. by assimilation from <b class="b3">ὀσταφίς</b>; cf. [[ἀστακός]].) </span>
|Definition=-ίδος, ἡ, sg. as collect. noun,<br><span class="bld">A</span> [[dried grapes]], [[raisins]], IG5(1).1.13 (Tegea, v B.C.), [[Herodotus|Hdt.]]2.40, Alex.127.4, etc.: pl., <b class="b3">ἡ Ῥόδος ἀσταφίδας [παρέχει]</b> Hermipp.63.16, cf. X.''An.''4.4.9, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''595b10; [[ἀσταφίδος οἶνος]] = [[raisin wine]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''845b: [[ὀσταφίς|ὀστᾰφίς]], [[varia lectio|v.l.]] ap.Phot. as in Cratin.121 (pl.), Nicopho 21; [[σταφίς|στᾰφίς]], Hp.''Acut.''64, Theoc.27.9, etc.<br><span class="bld">II</span> = [[σταφὶς ἀγρία]] ([[stavesacre]]), Ps.-Dsc.4.152, Gal.11.842, Plin.''HN''23.17. ([[ἀσταφίς]] is prob. by assimilation from [[ὀσταφίς]]; cf. [[ἀστακός]].)
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀστᾰφίς) -ίδος, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ὀσταφίς]] Cratin.131, Nicopho 12; [[σταφίς]] Hp.<i>Acut</i>.64, <i>Morb</i>.2.32, <i>Nat.Mul</i>.95, Theoc.27.10, Nic.<i>Th</i>.943, <i>PCair.Zen</i>.13.16 (III a.C.), <i>ID</i> 464.5 (II a.C.), [[LXX]] <i>Nu</i>.6.3, Dsc.4.152, <i>AP</i> 5.304, Moer.32, <i>PIFAO</i> 3.14.5 (III d.C.), Sch.D.T.336.8, Hsch.s.u. [[ἀσταφίς]], <i>PVatic.Aphrod</i>.13.7 (VI d.C.)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. sg. σταφίν <i>PIFAO</i> [[l.c.]]]<br /><b class="num">1</b> sg. colect. [[pasas]], <i>IG</i> 5(1).1.13 (Tegea V a.C.), Hdt.2.40, <i>Com.Adesp</i>.1342, Aen.Tact.29.6, Thphr.<i>HP</i> 9.12.1, <i>PCair.Zen</i>.l.c., <i>ID</i> [[l.c.]], <i>AP</i> [[l.c.]], [[LXX]] <i>Nu</i>.l.c., <i>PIFAO</i> [[l.c.]], Moer.l.c., Hsch., <i>PVatic.Aphrod</i>.l.c.<br /><b class="num">•</b>ἀσταφίδος οἶνος Pl.<i>Lg</i>.845b, οἶνος ἐκ τῆς ἀσταφίδος Plb.6.11a.4, οἶνος ἀπὸ ἀσταφίδος <i>PRyl</i>.583.74 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>usadas como medicina en infusión, Hp.<i>Acut</i>.64, <i>Nat.Mul</i>.102, Dieuch.18.9<br /><b class="num">•</b>empleada la pulpa de la pasa en uso tópico ἀ. μελαίνη Hp.<i>Nat.Mul</i>.51, <i>Mul</i>.1.42, σταφίς λευκή Hp.<i>Morb</i>.2.32<br /><b class="num">•</b>como componente de fórmulas farmacológicas ἀ. λευκή Hp.<i>Morb</i>.3.17<br /><b class="num">•</b>en plu. ὁ δὲ Ζεὺς ὀσταφίσιν ὕσει τάχα Cratin.l.c., ἡ Ῥόδος παρέχει ἀσταφίδας Hermipp.63.16, cf. X.<i>An</i>.4.4.9, Arist.<i>HA</i> 595<sup>b</sup>10.<br /><b class="num">2</b> [[ἀσταφὶς ἀγρία]] = [[albarraz]], [[Delphinium staphisagria]] L., Hp.<i>Nat.Mul</i>.95, Dsc.4.152, Ps.Dsc.4.152, Gal.11.842, <i>PYale</i> 77.26 (II d.C.), <i>astaphis agria siue staphis</i> Plin.<i>HN</i> 23.17, Cels.3.21.7, tb. σταφὶς ἀγρότερα Nic.<i>Th</i>.943.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. Quizá rel. σταφυλή y vocal protética.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0374.png Seite 374]] ίδος, ἡ, = [[σταφίς]], mit euphon. α, Comic. u. a. D., z. B. Onest. 1 (V, 20), wie in Prosa, Plat. Lgg. VIII, 845 b; Xen. An. 4, 4, 9 u. Folgd.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0374.png Seite 374]] ίδος, ἡ, = [[σταφίς]], mit euphon. α, Comic. u. a. D., z. B. Onest. 1 (V, 20), wie in Prosa, Plat. Lgg. VIII, 845 b; Xen. An. 4, 4, 9 u. Folgd.
}}
{{ls
|lstext='''ἀστᾰφίς''': -ίδος, ἡ, ὡς περιληπτικὸν [[ὄνομα]], ἀπεξηραμμέναι σταφυλαί, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2, κτλ.· οὕτω καὶ κατὰ πληθ., ἡ Ρόδος ἀσταφίδας φέρει Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 16· [[χρήσιμος]] πρὸς πάχυνσιν κτηνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, 1· ἀσταφίδος [[οἶνος]], ὁ ἐκ σταφίδος παρεσκευασμένος, «σταφιδίτης», Πλάτ. Νόμ. 845Β· γράφεται [[προσέτι]] καὶ [[ὀσταφίς]], Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 7· [[ὡσαύτως]] καὶ σταφὶς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, θεόκρ. 27. 9, κτλ. (σταφὶς φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ ῥιζικὸς [[τύπος]]· τὸ δὲ α ἢ ο προθεματικὰ φωνήεντα πρὸς εὐφωνίαν, πρβλ. [[ἀστακός]], ἄσταχυς· ἡ σταφηλὴ φαίνετα οὖσα τῆς αὐτῆς ῥίζης).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σταφίς]].<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[σταφίς]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[σταφίς]].<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[σταφίς]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=(ἀστᾰφίς) -ίδος, <br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ὀσταφίς Cratin.131, Nicopho 12; σταφίς Hp.<i>Acut</i>.64, <i>Morb</i>.2.32, <i>Nat.Mul</i>.95, Theoc.27.10, Nic.<i>Th</i>.943, <i>PCair.Zen</i>.13.16 (III a.C.), <i>ID</i> 464.5 (II a.C.), LXX <i>Nu</i>.6.3, Dsc.4.152, <i>AP</i> 5.304, Moer.32, <i>PIFAO</i> 3.14.5 (III d.C.), Sch.D.T.336.8, Hsch.s.u. [[ἀσταφίς]], <i>PVatic.Aphrod</i>.13.7 (VI d.C.)<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. sg. σταφίν <i>PIFAO</i> l.c.]<br /><b class="num">1</b> sg. colect. [[pasas]], <i>IG</i> 5(1).1.13 (Tegea V a.C.), Hdt.2.40, <i>Com.Adesp</i>.1342, Aen.Tact.29.6, Thphr.<i>HP</i> 9.12.1, <i>PCair.Zen</i>.l.c., <i>ID</i> l.c., <i>AP</i> l.c., LXX <i>Nu</i>.l.c., <i>PIFAO</i> l.c., Moer.l.c., Hsch., <i>PVatic.Aphrod</i>.l.c.<br /><b class="num">•</b>ἀσταφίδος οἶνος Pl.<i>Lg</i>.845b, οἶνος ἐκ τῆς ἀσταφίδος Plb.6.11a.4, οἶνος ἀπὸ ἀσταφίδος <i>PRyl</i>.583.74 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>usadas como medicina en infusión, Hp.<i>Acut</i>.64, <i>Nat.Mul</i>.102, Dieuch.18.9<br /><b class="num">•</b>empleada la pulpa de la pasa en uso tópico ἀ. μελαίνη Hp.<i>Nat.Mul</i>.51, <i>Mul</i>.1.42, σταφίς λευκή Hp.<i>Morb</i>.2.32<br /><b class="num">•</b>como componente de fórmulas farmacológicas ἀ. λευκή Hp.<i>Morb</i>.3.17<br /><b class="num">•</b>en plu. ὁ δὲ Ζεὺς ὀσταφίσιν ὕσει τάχα Cratin.l.c., ἡ Ῥόδος παρέχει ἀσταφίδας Hermipp.63.16, cf. X.<i>An</i>.4.4.9, Arist.<i>HA</i> 595<sup>b</sup>10.<br /><b class="num">2</b> ἀ. [[ἀγρία]] [[albarraz]], [[Delphinium staphisagria L.]], Hp.<i>Nat.Mul</i>.95, Dsc.4.152, Ps.Dsc.4.152, Gal.11.842, <i>PYale</i> 77.26 (II d.C.), <i>astaphis agria siue staphis</i> Plin.<i>HN</i> 23.17, Cels.3.21.7, tb. σταφὶς ἀγρότερα Nic.<i>Th</i>.943.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. Quizá rel. σταφυλή y vocal protética.
|elrutext='''ἀστᾰφίς:''' ίδος ἡ [[изюм]] Her., Xen., Plat.
}}
{{ls
|lstext='''ἀστᾰφίς''': -ίδος, ἡ, ὡς περιληπτικὸν [[ὄνομα]], ἀπεξηραμμέναι σταφυλαί, Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 2, κτλ.· οὕτω καὶ κατὰ πληθ., ἡ Ρόδος ἀσταφίδας φέρει Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 16· [[χρήσιμος]] πρὸς πάχυνσιν κτηνῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 7, ἀσταφίδος [[οἶνος]], ἐκ σταφίδος παρεσκευασμένος, «σταφιδίτης», Πλάτ. Νόμ. 845Β· γράφεται [[προσέτι]] καὶ [[ὀσταφίς]], Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 7· [[ὡσαύτως]] καὶ σταφὶς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, θεόκρ. 27. 9, κτλ. (σταφὶς φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ὁ ῥιζικὸς [[τύπος]]· τὸ δὲ α ἢ ο προθεματικὰ φωνήεντα πρὸς εὐφωνίαν, πρβλ. [[ἀστακός]], ἄσταχυς· ἡ σταφηλὴ φαίνετα οὖσα τῆς αὐτῆς ῥίζης).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσταφίς]] και [[ὀσταφίς]] και [[σταφίς]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[σταφίδα]]<br /><b>2.</b> το [[κρασί]] που παρασκευάζεται από [[σταφίδα]], ο [[σταφιδίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. [[οσταφίς]] ([[σπάνιος]]) και [[σταφίς]] (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. [[ασταφίς]] (Ιων.-Αττ.) [[είναι]] πιθ. ο αρχαιότερος. Το [[θέμα]] των τ. θυμίζει αυτό της λ. [[σταφυλή]] «[[τσαμπί]]», ενώ η κατάλ. συνδέεται με άλλους όρους, οι οποίοι αναφέρονται σε μέρη [[φυτών]] ή φυτικά προϊόντα, <b>[[πρβλ]].</b> [[κεδρίς]], [[κεφαλίς]]. Το <i>α</i>- του τ. [[ασταφίς]] ή [[είναι]] προθεματικό ή [[προϊόν]] φωνηεντικής μετάπτωσης, ο δε τ. [[σταφίς]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ασταφίς]], με σίγηση του <i>α</i>-].
|mltxt=[[ἀσταφίς]] και [[ὀσταφίς]] και [[σταφίς]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[σταφίδα]]<br /><b>2.</b> το [[κρασί]] που παρασκευάζεται από [[σταφίδα]], ο [[σταφιδίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. [[οσταφίς]] ([[σπάνιος]]) και [[σταφίς]] (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. [[ασταφίς]] (Ιων.-Αττ.) [[είναι]] πιθ. ο αρχαιότερος. Το [[θέμα]] των τ. θυμίζει αυτό της λ. [[σταφυλή]] «[[τσαμπί]]», ενώ η κατάλ. συνδέεται με άλλους όρους, οι οποίοι αναφέρονται σε μέρη [[φυτών]] ή φυτικά προϊόντα, [[πρβλ]]. [[κεδρίς]], [[κεφαλίς]]. Το <i>α</i>- του τ. [[ασταφίς]] ή [[είναι]] προθεματικό ή [[προϊόν]] φωνηεντικής μετάπτωσης, ο δε τ. [[σταφίς]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ασταφίς]], με σίγηση του <i>α</i>-].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀστᾰφίς:''' -[[ίδος]], ἡ (<i>α ευφωνικό</i>, [[σταφίς]]), ως περιληπτικό ουσιαστικό, αποξηραμένα σταφύλα, σταφίδες, Λατ. [[uva]] passa, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀστᾰφίς:''' -ίδος, ἡ (<i>α ευφωνικό</i>, [[σταφίς]]), ως περιληπτικό ουσιαστικό, αποξηραμένα σταφύλα, σταφίδες, Λατ. [[uva]] passa, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστᾰφίς:''' ίδος ἡ изюм Her., Xen., Plat.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=-ίδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[dried grapes]], [[raisins]] (Hdt.); <b class="b3">σταφὶς ἀγρία</b> [[stavesacre]], [[Delphinium Staphisagria]] (Hp.), s. André, Lex. s.v. [[pedicularia herba]].<br />Other forms: Also <b class="b3">ὀσταφίς</b> (Cratin.), <b class="b3">σταφίς</b> (Hp.)<br />Derivatives: <b class="b3">σταφίδιος</b> and <b class="b3">σταφιδίτης</b> (<b class="b3">οἶνος</b>; Hp. resp. Orib.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Formation like <b class="b3">κεδρίς</b>, <b class="b3">κεφαλίς</b> and other parts or products of plants. The stem recalls <b class="b3">σταφυλή</b> [[grapes]]. A typical substr. word, with prothesis and variation <b class="b3">α</b>\/<b class="b3">ο</b> (though the form without initial vowel may be a late loss).
|etymtx=-ίδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[dried grapes]], [[raisins]] (Hdt.); <b class="b3">σταφὶς ἀγρία</b> [[stavesacre]], [[Delphinium Staphisagria]] (Hp.), s. André, Lex. [[sub verbo|s.v.]] [[pedicularia herba]].<br />Other forms: Also [[ὀσταφίς]] (Cratin.), [[σταφίς]] (Hp.)<br />Derivatives: [[σταφίδιος]] and [[σταφιδίτης]] ([[οἶνος]]; Hp. resp. Orib.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Formation like [[κεδρίς]], [[κεφαλίς]] and other parts or products of plants. The stem recalls [[σταφυλή]] [[grapes]]. A typical substr. word, with prothesis and variation [[α]]/[[ο]] (though the form without initial vowel may be a late loss).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἀσταφίς''': -ίδος<br />{astaphís}<br />'''Forms''': daneben [[ὀσταφίς]] (Kratin., Nikopho) und [[σταφίς]] (Hp., Theok., LXX usw.).<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[getrocknete Weintraube]], [[Rosine]] (Tegea, ion. att.),<br />'''Derivative''': Ableitungen: [[ἀσταφιδῖτις]] (ῥῶξ; ''AP'', vgl. Redard Les noms grec en -της 111, Schulze KZ 62, 258); [[σταφίδιος]] und [[σταφιδίτης]] ([[οἶνος]]; Hp. bzw. Orib., vgl. Redard 99); auch [[σταφιδευταῖος]] (Hp.; wie von *σταφιδευτής, *σταφιδεύω). Denominatives Verb [[σταφιδόω]] [[Weintrauben trocknen]], [[Rosinen bereiten]] (Dsk., ''Gp''.).<br />'''Etymology''' : Bildung wie [[κεδρίς]], [[κεφαλίς]] und andere Pflanzenteile bzw. -produkte; der Stamm erinnert an [[σταφυλή]] [[Weintraube]] (s. d.); sonst unklar. Zur Frage des Anlauts (prothetischer Vokal oder Vokalwegfall?) Winter Prothet. Vokal 19 und 21 m. Lit.<br />'''Page''' 1,169-170
|ftr='''ἀσταφίς''': -ίδος<br />{astaphís}<br />'''Forms''': daneben [[ὀσταφίς]] (Kratin., Nikopho) und [[σταφίς]] (Hp., Theok., [[LXX]] usw.).<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[getrocknete Weintraube]], [[Rosine]] (Tegea, ion. att.),<br />'''Derivative''': Ableitungen: [[ἀσταφιδῖτις]] (ῥῶξ; ''AP'', vgl. Redard Les noms grec en -της 111, Schulze KZ 62, 258); [[σταφίδιος]] und [[σταφιδίτης]] ([[οἶνος]]; Hp. bzw. Orib., vgl. Redard 99); auch [[σταφιδευταῖος]] (Hp.; wie von *σταφιδευτής, *σταφιδεύω). Denominatives Verb [[σταφιδόω]] [[Weintrauben trocknen]], [[Rosinen bereiten]] (Dsk., ''Gp''.).<br />'''Etymology''': Bildung wie [[κεδρίς]], [[κεφαλίς]] und andere Pflanzenteile bzw. -produkte; der Stamm erinnert an [[σταφυλή]] [[Weintraube]] (s. d.); sonst unklar. Zur Frage des Anlauts (prothetischer Vokal oder Vokalwegfall?) Winter Prothet. Vokal 19 und 21 m. Lit.<br />'''Page''' 1,169-170
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{trml
|woodrun=[[dried grapes]]
|trtx====[[raisin]]===
Arabic: زَبِيب‎, زَبِيبَة‎; Egyptian Arabic: زبيب‎, زبيبة‎; Moroccan Arabic: زبيب‎, زبيبة‎; Armenian: չամիչ; Assamese: কিচমিচ; Assyrian Neo-Aramaic: ܐܲܒܝܼܫܵܐ‎; Asturian: pasa; Belarusian: разынка; Bengali: কিশমিশ; Brunei Malay: kismis; Bulgarian: стафида; Catalan: pansa; Chinese Cantonese: 葡萄乾/葡萄干, 提子乾/提子干; Mandarin: 葡萄乾/葡萄干; Min Nan: 葡萄乾/葡萄干; Crimean Tatar: kuru yüzüm; Czech: rozinka, hrozinka; Danish: rosin; Dutch: [[rozijn]]; Esperanto: sekvinbero; Estonian: rosin; Ewe: weintsetse ƒuƒu; Finnish: rusina; French: [[raisin sec]]; Galician: uva pasa, pasa; Georgian: ქიშმიში, ჩამიჩი; German: [[Rosine]]; Greek: [[σταφίδα]]; Ancient Greek: [[ἀσταφίς]], [[ὀσταφίς]], [[σταφίς]]; Gujarati: કિસમિસ; Hebrew: צימוק \ צִמּוּק‎; Hungarian: mazsola, aszalt szőlő; Icelandic: rúsína; Indonesian: kismis; Irish: rísín; Italian: [[uvetta]], [[uva passa]], [[uva secca]]; Japanese: レーズン, 干し葡萄; Kazakh: мейіз; Korean: 건포도(乾葡萄); Kurdish Central Kurdish: مێوژ‎; Northern Kurdish: mêwîj; Latin: [[passa]]; Latvian: rozīne; Lombard: uva passa, uga passa; Macedonian: суво грозје; Malay: kismis; Jawi: اڠݢور کريڠ‎, کيسميس‎, زبيب‎; Rumi: anggur kering, kismis, zabib; Malayalam: ഉണക്കമുന്തിരി; Maltese: żbib; Maori: karepe maroke, reihana; Mongolian Cyrillic: үзэм, үзмийн хадаамал; Mongolian: ᠦᠵᠦᠮ, ᠦᠵᠦᠮ ᠦᠨ; ᠬᠠᠳᠠᠭᠠᠮᠠᠯ; Norwegian Bokmål: rosin; Nynorsk: rosin; Persian: کشمش‎, مویز‎; Polish: rodzynka, rodzynek; Portuguese: [[uva passa]], [[uva-passa]], [[passa]]; Romanian: stafidă; Russian: [[изюм]], [[изюмина]]; Serbo-Croatian Cyrillic: суво грожђе; Roman: suvo grožđe, grožđice; Sicilian: pàssula; Slovak: hrozienko; Slovene: rozina; Sorbian Lower Sorbian: rozyna; Spanish: [[pasa]]; Swedish: russin; Tagalog: pasas; Taos: ùboʼóna; Thai: เกด; Tigrinya: ዘቢብ; Turkish: kuru üzüm; Turkmen: kişmiş; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎖; Ukrainian: родзинки; Vietnamese: nho khô; Welsh: rhesinen, rhesins; West Frisian: rezyn; Yiddish: ראָזשינקע‎; Yup'ik: isuumayagaq
===[[stavesacre]]===
Arabic: عَائِق جَبَلِيّ‎, زَبِيب الْجَبَل‎, زَبِيب بَرِّيّ‎, حَبّ الرَأْس‎; Catalan: estafisàgria; Chinese: 灭虱草; Farsi: زبان‌درقفا; Finnish: karvasritarinkannus; French: [[dauphinelle staphisaigre]], [[herbe aux goutteux]], [[herbe aux poux]], [[pied-d'alouette staphisaigre]], [[raisin sauvage]], [[staphisaigre]]; German: [[Giftiger Rittersporn]], [[Kräusesamen]], [[Läusepfeffer]], [[Läusesamen]], [[Läusezahn]], [[Lauswurz]], [[Mittelmeer-Rittersporn]], [[Stephanskorn]], [[Stephanskraut]]; Greek: [[αγριοσταφίδα]], [[δελφίνιο]], [[παπαζότο]], [[σταφισαγρία]], [[ψειροβότανο]]; Ancient Greek: [[ἀγριοσταφίς]], [[ἀπάνθρωπον]], [[ἀρνοπολέμιον]], [[ἀρσενωπή]], [[ἀσταφὶς ἀγρία]], [[σταφὶς ἀγρία]], [[φθείριον]], [[φθειροκτόνον]]; Hornjoserbsce: hniduš; Ido: stafisagro; Hungarian: csípős sarkantyúfű; Italian: [[stafisagria]]; Latin: [[Staphisagria macrosperma]], [[Delphinium staphisagria]]; Portuguese: [[estafiságria]], [[erva-piolha]], [[delfim]]; Russian: [[живокость аптечная]]; Spanish: [[abarraz]], [[albarraz]], [[estafisagria]], [[matapiojos]]; Swedish: giftriddarsporre; Turkish: bit otu
}}
}}