μοναχός: Difference between revisions

m
Text replacement - "D.S." to "D.S."
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monachos
|Transliteration C=monachos
|Beta Code=monaxo/s
|Beta Code=monaxo/s
|Definition=ή, όν, (μόνος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[unique]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1040a29</span>; <b class="b3">στερεὰ μ</b>. a [[single]] set of solids, ib.<span class="bibl">1076b29</span>; ὅσα μ. ἔχει συμφωνίαν <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.36U.</span>; τὰ σπλάγχνα ἔχειν μ. <span class="bibl">D.S.2.58</span>, cf. <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>181.10</span>; <b class="b3">μ. τέκνα</b> [[only]] children, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>190</span>; <b class="b3">τὰ μ</b>. [[individual cases]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>14</span>, al.; <b class="b3">τὸ μ</b>. [[uniqueness]], <span class="bibl">Plot.6.8.7</span>. Adv. -χῶς <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.30U.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[solitary]], [[deserted]], <b class="b3">μοναχῷ ἐνὶ</b> [[rure]] Κρεβέννου <span class="bibl">Aus.<span class="title">Ep.</span>8.23</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> of legal documents, [[executed in a single copy]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>13.16</span> (iii A. D.), etc. Adv. -χῶς <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>5810.20</span> (iv A. D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst., [[monk]], AP11.384 (Pall.), <span class="bibl">Procop.<span class="title">Pers.</span>1.7</span>.</span>
|Definition=μοναχή, μοναχόν, ([[μόνος]])<br><span class="bld">A</span> [[unique]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1040a29; <b class="b3">στερεὰ μοναχά</b> a [[single]] set of [[solid]]s, ib.1076b29; ὅσα μοναχὰ ἔχει συμφωνίαν Epicur.''Ep.''2p.36U.; τὰ σπλάγχνα ἔχειν μοναχά [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.58, cf. Apollod.''Poliorc.''181.10; <b class="b3">μοναχὰ τέκνα</b> [[only]] [[children]], Ptol.''Tetr.''190; [[τὰ μοναχά]] = [[individual cases]], Phld.''Sign.''14, al.; [[τὸ μοναχόν]] = [[uniqueness]], Plot.6.8.7. Adv. [[μοναχῶς]] Epicur.''Ep.''1p.30U.<br><span class="bld">b</span> of a garment, [[single]], [[made with a single cloth]], or perh. [[unlined]], PHamb.10.26 (ii a.d.), POxy.1273.13 (iii a.d.); μ., ἡ, Peripl.M.Rubr.6.<br><span class="bld">2</span> [[solitary]], [[deserted]], μοναχῷ ἐνὶ rure Κρεβέννου Aus.''Ep.''8.23.<br><span class="bld">3</span> of legal documents, [[executed in a single copy]], ''BGU''13.16 (iii A. D.), etc. Adv. [[μοναχῶς]] = [[in a single way]], [[in just one sense]], [[uniformly]], [[in isolation]], [[in just one way]], [[unitarily]], [[in the singular]] ''Sammelb.''5810.20 (iv A. D.).<br><span class="bld">II</span> Subst., [[monk]], AP11.384 (Pall.), Procop.''Pers.''1.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] [[einzeln]]; Arist. metaphys. 6 p. 160, 15; D. Sic. 2, 58; bes. allein lebend, Sp., daher ὁ [[μοναχός]] = der [[Mönch]], K. S. – Adv., Arist. oft und Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] [[einzeln]]; Arist. metaphys. 6 p. 160, 15; D. Sic. 2, 58; bes. allein lebend, Sp., daher ὁ [[μοναχός]] = der [[Mönch]], K. S. – Adv., Arist. oft und Plut.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[seul]], [[unique]], [[simple]].<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονᾰχός:'''<br /><b class="num">I</b>[[одиночный]], [[единичный]], [[единственный]] ([[οἷον]] [[ἥλιος]] ἢ [[σελήνη]] Arst.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[отшельник]], [[монах]], [[инок]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μονᾰχός''': -ή, -όν, ([[μόνος]]) ὡς καὶ νῦν, [[μόνος]], [[μοναχός]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 9., 12. 2, Διόδ. 2. 58· ― παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφεῦσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τοῖς ἐπιρρημ. τύποις μοναχῇ, -χοῦ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[μοναχός]], ὁ μονάζων, [[καλόγηρος]], Ἀνθ. Π. 11. 384, Ἀθαν. Ι, 532Α, ΙΙ, 865Β, C, Βασίλ. IV, 348Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1350Α, κλ.
|lstext='''μονᾰχός''': -ή, -όν, ([[μόνος]]) ὡς καὶ νῦν, [[μόνος]], [[μοναχός]], Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 9., 12. 2, Διόδ. 2. 58· ― παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφεῦσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τοῖς ἐπιρρημ. τύποις μοναχῇ, -χοῦ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[μοναχός]], ὁ μονάζων, [[καλόγηρος]], Ἀνθ. Π. 11. 384, Ἀθαν. Ι, 532Α, ΙΙ, 865Β, C, Βασίλ. IV, 348Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1350Α, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />seul, unique, simple.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό και μονάχος, -η, -ο (ΑΜ [[μοναχός]], -ή, -όν, Μ και μονάχος, -η, -ον και [[μοναχός]] και αμοναχός, -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[μοναχός]], η [[μοναχή]]<br />αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη [[λατρεία]] του Θεού σε [[μονή]], [[μοναστής]], [[καλόγηρος]] («πήγε στο Άγιο Όρος με σκοπό να γίνει [[μοναχός]]»)<br />2.[[έρημος]], εγκαταλελειμμένος<br /><b>3.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[μαζί]] με άλλους, [[μόνος]], μεμονωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αμιγής]], [[γνήσιος]], [[καθαρός]] («αυτό το [[ούζο]] [[είναι]] [[σπίρτο]] μονάχο»)<br /><b>2.</b> [[ερημικός]], [[απόμερος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] πτερυγιόποδων θηλαστικών της οικογένειας phocidae<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σίδερο]] μονάχο» — υγιέστατος [[άνθρωπος]]<br />β) «[[σπίρτο]] μονάχο» — πολύ [[ευφυής]] [[άνθρωπος]], [[άνθρωπος]] με [[οξεία]] [[αντίληψη]]<br />γ) «[[σκυλί]] μονάχο» — [[άνθρωπος]] με [[μεγάλη]] [[αντοχή]] ή [[άνθρωπος]] που [[είναι]] πολύ [[σκληρός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αβοήθητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] με τη θέλησή του, με δική του [[πρωτοβουλία]], αυτός που δρα αυτοβούλως («[[μοναχός]] του το αποφάσισε και [[τώρα]] το μετάνιωσε»)<br /><b>3.</b> [[μοναδικός]], [[ένας]] μόνον αποκλειστικά [[ένας]]<br /><b>4.</b> (για [[φαγητό]]) [[σκέτος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μιλώ]] [[μοναχός]]» — [[παραμιλώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ασυνόδευτος]]<br /><b>2.</b> [[ταλαίπωρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που προξενεί [[μοναξιά]]<br /><b>4.</b> [[μοναχικός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «δικαιοῡμαι [[μοναχός]]» — [[αυτοδιοικούμαι]], έχω [[αυτονομία]]<br />β) «[[χωρίζω]] ή χωρίζομαι [[μοναχός]] μου» — αποχωρίζομαι, [[ξεκόβω]] από μια [[ομάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νομικά έγγραφα) αυτός που γίνεται ή εκτελείται σε ένα μόνο [[αντίγραφο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μοναχόν</i><br />η [[μοναδικότητα]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[μοναχά]]<br />οι ατομικές περιπτώσεις<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[είδος]] ινδικού υφάσματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μονάχα]] και [[μοναχά]] και [[μονάχας]] και [[μοναχάς]] (Μ [[μονάχα]] και [[μονάχανε]] και [[μόναχας]] και [[μονάχας]] και [[μοναχάς]])<br />(για να δηλωθεί [[μοναδικότητα]] ή [[αποκλειστικότητα]] προσώπου ή γεγονότος) μόνον, [[κατά]] έναν μόνον τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ως [[μόριο]] αντιθετικό) υπό τον όρο ότι..., αρκεί μόνο να..., [[αλλά]], [[προπάντων]], [[αλλά]] όμως («πρόσεχε [[μονάχα]] μη σέ δουν»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αποκλειστικά και μόνο για..., μόνο και μόνο για...<br /><b>2.</b> [[απλώς]] και μόνο, [[απλώς]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λιγάκι]], για λίγο<br /><b>2.</b> [[αμέσως]]<br /><b>3.</b> [[μόλις]]<br /><b>αρχ.</b><br />με ομοιόμορφο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[μοναχός]] (και <i>μονάχος</i>, με αναβιβασμό του τόνου) σχηματίστηκε από το θ. <i>μοναχ</i>- τών επιρρημάτων <i>μοναχῇ</i>, [[μοναχοῦ]], [[μοναχῶς]]. Το αρσ. και θηλ. ως ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκαν στους χριστιανικούς χρόνους για να δηλώσουν τον άνθρωπο που μονάζει, τον καλόγηρο. Με αυτήν τη σημ. τον τ. δανείστηκε η λατ. (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>monachus</i>) από όπου η λ. πέρασε και στις άλλες γλώσσες (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>moine</i>, γερμ. <i>Μ</i><i>onch</i>, ιρλδ. <i>manacti</i>].
|mltxt=-ή, -ό και μονάχος, -η, -ο (ΑΜ [[μοναχός]], -ή, -όν, Μ και μονάχος, -η, -ον και [[μοναχός]] και αμοναχός, -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[μοναχός]], η [[μοναχή]]<br />αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη [[λατρεία]] του Θεού σε [[μονή]], [[μοναστής]], [[καλόγηρος]] («πήγε στο Άγιο Όρος με σκοπό να γίνει [[μοναχός]]»)<br />2. [[έρημος]], εγκαταλελειμμένος<br /><b>3.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[μαζί]] με άλλους, [[μόνος]], μεμονωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αμιγής]], [[γνήσιος]], [[καθαρός]] («αυτό το [[ούζο]] [[είναι]] [[σπίρτο]] μονάχο»)<br /><b>2.</b> [[ερημικός]], [[απόμερος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] πτερυγιόποδων θηλαστικών της οικογένειας phocidae<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σίδερο]] μονάχο» — υγιέστατος [[άνθρωπος]]<br />β) «[[σπίρτο]] μονάχο» — πολύ [[ευφυής]] [[άνθρωπος]], [[άνθρωπος]] με [[οξεία]] [[αντίληψη]]<br />γ) «[[σκυλί]] μονάχο» — [[άνθρωπος]] με [[μεγάλη]] [[αντοχή]] ή [[άνθρωπος]] που [[είναι]] πολύ [[σκληρός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αβοήθητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] με τη θέλησή του, με δική του [[πρωτοβουλία]], αυτός που δρα αυτοβούλως («[[μοναχός]] του το αποφάσισε και [[τώρα]] το μετάνιωσε»)<br /><b>3.</b> [[μοναδικός]], [[ένας]] μόνον αποκλειστικά [[ένας]]<br /><b>4.</b> (για [[φαγητό]]) [[σκέτος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μιλώ]] [[μοναχός]]» — [[παραμιλώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ασυνόδευτος]]<br /><b>2.</b> [[ταλαίπωρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που προξενεί [[μοναξιά]]<br /><b>4.</b> [[μοναχικός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «δικαιοῦμαι [[μοναχός]]» — [[αυτοδιοικούμαι]], έχω [[αυτονομία]]<br />β) «[[χωρίζω]] ή χωρίζομαι [[μοναχός]] μου» — αποχωρίζομαι, [[ξεκόβω]] από μια [[ομάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νομικά έγγραφα) αυτός που γίνεται ή εκτελείται σε ένα μόνο [[αντίγραφο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μοναχόν</i><br />η [[μοναδικότητα]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[μοναχά]]<br />οι ατομικές περιπτώσεις<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[είδος]] ινδικού υφάσματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μονάχα]] και [[μοναχά]] και [[μονάχας]] και [[μοναχάς]] (Μ [[μονάχα]] και [[μονάχανε]] και [[μόναχας]] και [[μονάχας]] και [[μοναχάς]])<br />(για να δηλωθεί [[μοναδικότητα]] ή [[αποκλειστικότητα]] προσώπου ή γεγονότος) μόνον, [[κατά]] έναν μόνον τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ως [[μόριο]] αντιθετικό) υπό τον όρο ότι..., αρκεί μόνο να..., [[αλλά]], [[προπάντων]], [[αλλά]] όμως («πρόσεχε [[μονάχα]] μη σέ δουν»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αποκλειστικά και μόνο για..., μόνο και μόνο για...<br /><b>2.</b> [[απλώς]] και μόνο, [[απλώς]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λιγάκι]], για λίγο<br /><b>2.</b> [[αμέσως]]<br /><b>3.</b> [[μόλις]]<br /><b>αρχ.</b><br />με ομοιόμορφο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[μοναχός]] (και <i>μονάχος</i>, με αναβιβασμό του τόνου) σχηματίστηκε από το θ. <i>μοναχ</i>- τών επιρρημάτων <i>μοναχῇ</i>, [[μοναχοῦ]], [[μοναχῶς]]. Το αρσ. και θηλ. ως ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκαν στους χριστιανικούς χρόνους για να δηλώσουν τον άνθρωπο που μονάζει, τον καλόγηρο. Με αυτήν τη σημ. τον τ. δανείστηκε η λατ. ([[πρβλ]]. λατ. <i>monachus</i>) από όπου η λ. πέρασε και στις άλλες γλώσσες ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>moine</i>, γερμ. <i>Μ</i><i>onch</i>, ιρλδ. <i>manacti</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονᾰχός:''' -ή, -όν ([[μόνος]]), [[μόνος]], [[μοναχικός]], ως ουσ., [[μοναχός]], [[καλόγερος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μονᾰχός:''' -ή, -όν ([[μόνος]]), [[μόνος]], [[μοναχικός]], ως ουσ., [[μοναχός]], [[καλόγερος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονᾰχός:''' <b class="num">II</b> ὁ отшельник, монах, инок Anth.<br />одиночный, единичный, единственный ([[οἷον]] [[ἥλιος]] ἢ [[σελήνη]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονᾰχός, ή, όν [[μόνος]]<br />[[single]], [[solitary]]: as Subst. a monk, Anth.
|mdlsjtxt=μονᾰχός, ή, όν [[μόνος]]<br />[[single]], [[solitary]]: as [[substantive]] a monk, Anth.
}}
}}