μοναχός
Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich
English (LSJ)
μοναχή, μοναχόν, (μόνος)
A unique, Arist.Metaph.1040a29; στερεὰ μοναχά a single set of solids, ib.1076b29; ὅσα μοναχὰ ἔχει συμφωνίαν Epicur.Ep.2p.36U.; τὰ σπλάγχνα ἔχειν μοναχά D.S.2.58, cf. Apollod.Poliorc.181.10; μοναχὰ τέκνα only children, Ptol.Tetr.190; τὰ μοναχά = individual cases, Phld.Sign.14, al.; τὸ μοναχόν = uniqueness, Plot.6.8.7. Adv. μοναχῶς Epicur.Ep.1p.30U.
b of a garment, single, made with a single cloth, or perh. unlined, PHamb.10.26 (ii a.d.), POxy.1273.13 (iii a.d.); μ., ἡ, Peripl.M.Rubr.6.
2 solitary, deserted, μοναχῷ ἐνὶ rure Κρεβέννου Aus.Ep.8.23.
3 of legal documents, executed in a single copy, BGU13.16 (iii A. D.), etc. Adv. μοναχῶς = in a single way, in just one sense, uniformly, in isolation, in just one way, unitarily, in the singular Sammelb.5810.20 (iv A. D.).
II Subst., monk, AP11.384 (Pall.), Procop.Pers.1.7.
German (Pape)
[Seite 202] einzeln; Arist. metaphys. 6 p. 160, 15; D. Sic. 2, 58; bes. allein lebend, Sp., daher ὁ μοναχός = der Mönch, K. S. – Adv., Arist. oft und Plut.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
seul, unique, simple.
Étymologie: μόνος.
Russian (Dvoretsky)
μονᾰχός:
Iодиночный, единичный, единственный (οἷον ἥλιος ἢ σελήνη Arst.).
II ὁ отшельник, монах, инок Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μονᾰχός: -ή, -όν, (μόνος) ὡς καὶ νῦν, μόνος, μοναχός, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 9., 12. 2, Διόδ. 2. 58· ― παρ’ ἀρχαιοτέροις συγγραφεῦσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τοῖς ἐπιρρημ. τύποις μοναχῇ, -χοῦ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μοναχός, ὁ μονάζων, καλόγηρος, Ἀνθ. Π. 11. 384, Ἀθαν. Ι, 532Α, ΙΙ, 865Β, C, Βασίλ. IV, 348Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1350Α, κλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό και μονάχος, -η, -ο (ΑΜ μοναχός, -ή, -όν, Μ και μονάχος, -η, -ον και μοναχός και αμοναχός, -ή, -όν)
1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή
αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία του Θεού σε μονή, μοναστής, καλόγηρος («πήγε στο Άγιο Όρος με σκοπό να γίνει μοναχός»)
2. έρημος, εγκαταλελειμμένος
3. αυτός που δεν είναι μαζί με άλλους, μόνος, μεμονωμένος
νεοελλ.
1. αμιγής, γνήσιος, καθαρός («αυτό το ούζο είναι σπίρτο μονάχο»)
2. ερημικός, απόμερος
3. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος πτερυγιόποδων θηλαστικών της οικογένειας phocidae
4. φρ. α) «σίδερο μονάχο» — υγιέστατος άνθρωπος
β) «σπίρτο μονάχο» — πολύ ευφυής άνθρωπος, άνθρωπος με οξεία αντίληψη
γ) «σκυλί μονάχο» — άνθρωπος με μεγάλη αντοχή ή άνθρωπος που είναι πολύ σκληρός
νεοελλ.-μσν.
1. αβοήθητος
2. αυτός που κάνει κάτι με τη θέλησή του, με δική του πρωτοβουλία, αυτός που δρα αυτοβούλως («μοναχός του το αποφάσισε και τώρα το μετάνιωσε»)
3. μοναδικός, ένας μόνον αποκλειστικά ένας
4. (για φαγητό) σκέτος
5. φρ. «μιλώ μοναχός» — παραμιλώ
μσν.
1. ασυνόδευτος
2. ταλαίπωρος
3. αυτός που προξενεί μοναξιά
4. μοναχικός
5. φρ. α) «δικαιοῦμαι μοναχός» — αυτοδιοικούμαι, έχω αυτονομία
β) «χωρίζω ή χωρίζομαι μοναχός μου» — αποχωρίζομαι, ξεκόβω από μια ομάδα
αρχ.
1. (για νομικά έγγραφα) αυτός που γίνεται ή εκτελείται σε ένα μόνο αντίγραφο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μοναχόν
η μοναδικότητα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοναχά
οι ατομικές περιπτώσεις
4. το θηλ. ως ουσ. είδος ινδικού υφάσματος.
επίρρ...
μονάχα και μοναχά και μονάχας και μοναχάς (Μ μονάχα και μονάχανε και μόναχας και μονάχας και μοναχάς)
(για να δηλωθεί μοναδικότητα ή αποκλειστικότητα προσώπου ή γεγονότος) μόνον, κατά έναν μόνον τρόπο
νεοελλ.
(ως μόριο αντιθετικό) υπό τον όρο ότι..., αρκεί μόνο να..., αλλά, προπάντων, αλλά όμως («πρόσεχε μονάχα μη σέ δουν»)
νεοελλ.-μσν.
1. αποκλειστικά και μόνο για..., μόνο και μόνο για...
2. απλώς και μόνο, απλώς
μσν.
1. λιγάκι, για λίγο
2. αμέσως
3. μόλις
αρχ.
με ομοιόμορφο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μοναχός (και μονάχος, με αναβιβασμό του τόνου) σχηματίστηκε από το θ. μοναχ- τών επιρρημάτων μοναχῇ, μοναχοῦ, μοναχῶς. Το αρσ. και θηλ. ως ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκαν στους χριστιανικούς χρόνους για να δηλώσουν τον άνθρωπο που μονάζει, τον καλόγηρο. Με αυτήν τη σημ. τον τ. δανείστηκε η λατ. (πρβλ. λατ. monachus) από όπου η λ. πέρασε και στις άλλες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. moine, γερμ. Μonch, ιρλδ. manacti].
Greek Monotonic
μονᾰχός: -ή, -όν (μόνος), μόνος, μοναχικός, ως ουσ., μοναχός, καλόγερος, σε Ανθ.
Middle Liddell
μονᾰχός, ή, όν μόνος
single, solitary: as substantive a monk, Anth.