3,274,789
edits
(6_9) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(27 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peristasis | |Transliteration C=peristasis | ||
|Beta Code=peri/stasis | |Beta Code=peri/stasis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[standing round]], [[τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις]]; = [[what means this uproar and thronging about the house]]?, [[what means the crowds standing round the house]], Telecl.35; [[περίστασιν ποιεῖσθαι]], of [[crowd]]s, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''8.12(pl.); [[ὄχλοιο περίστασιν]] Timo 34.1: hence, in concrete sense, [[crowd standing round]], Plb.1.32.3, 18.53.11.<br><span class="bld">2</span> [[surrounding]], [[ἡ τοῦ ψυχροῦ περίστασις]]. Arist.''Pr.''869a21: in concrete sense, [[environment]], περίστασις ἀέρος ψυχροῦ Epicur.''Ep.''2p.50U., cf. p.48 U.; [[surrounding space]], Plb.6.31.1, 6.41.2; esp. [[free space round]] a building, ''OGI''483.123, al. (Pergam., ii A. D.), ''IG''14.352i8, 70 (Halaesa).<br><span class="bld">b</span> [[portico surrounding]] a hall or temple, ib.42(1).102.6 (Epid., iv B. C.), Callix.1; ἡ ἔξω περίστασις τοῦ σηκοῦ ''IG''7.3073.90(Lebad.).<br><span class="bld">c</span> [[district surrounding]] a village, [[neighbourhood]], PTeb.14.19 (ii B. C.), al.<br><span class="bld">II</span> [[circumstances]], [[situation]], [[state of affairs]], Plb.1.35.10, 4.67.4, etc.; αἱ π. [τῶν πόλεων] Id.10.21.3; [[τὸ παράδοξον τῆς περιστάσεως]] Posidon.36 J.; περίστασις [[nostra]], [[the position of]] my [[affairs]], Cic.''Att.''4.8b.2; [[the actuality]], μέζων τῆς π. ἡ φαντασίη Aret.''SD''2.9; [[τὰ κατὰ περίστασιν καθήκοντα]] duties dependent on [[circumstances]], Stoic.3.135, al., cf. Cic.''Att.''16.11.4, Phld.''Rh.''1.219 S. (pl.): sg. of a particular [[circumstance]], Ael.''Tact.''35.1, A.D.''Synt.''145.4, etc.; κατά τινα π. γραμμάτων Gal.11.242.<br><span class="bld">b</span> esp. [[difficult position]], [[crisis]] (both senses distinguished in Arr.''Epict.''2.6.17, M.Ant.9.13); δὸς περίστασιν καὶ λάβε τὸν ἄνδρα ''Stoic.''3.49; [[κατὰ τὰς περιστάσεις]] in [[critical times]], Plb.1.82.7, cf. 4.33.12, etc.; [[διὰ τὰς τῶν καιρῶν περιστάσεις]] ''SIG''731.2 (Tomi, i B. C.); εἰς πᾶν ἐλθεῖν περιστάσεως Plb.4.45.10, cf. 1.84.9, etc.; [[χαλεπὴ περίστασις]] [[LXX]] 2 ''Ma.''4.16, cf. Dsc.''Alex.Praef.''; [[μετὰ τὴν κατασχοῦσαν τὴν πόλιν περίστασιν]] ''SIG''708.7 (Istropolis, ii B. C.), cf. ''IG''22.1338.27, Orph.''Fr.''285.63; ἐν π. ἰσχυρᾷ τῶν ἔξωθεν Porph.''Abst.''1.55.<br><span class="bld">2</span> Rhet., [[circumstances]] of the case treated by a speaker, Quint. ''Inst.''3.5.18, 5.10.104, Corn.''Rh.''p.362 H.; classified by Hermog.''Inv.'' 3.5.<br><span class="bld">3</span> [[outward pomp and circumstance]], [[ἡ τοῦ βίου περίστασις]] Plb.3.98.2, cf. 31.26.3; [[τρυφὴ καὶ π.]] Antig.Car. ap. Ath.12.547f; [[ὑπάρχων ἐν μεγάλῃ περιστάσει]] Phld.''Acad.Ind.''p.101 M.<br><span class="bld">4</span> in Meteorology, of climatic [[conditions]], [[ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις]] Plb.3.84.2; [[λοιμικαὶ περιστάσεις]] = [[pestilential conditions]], Id.6.5.5, cf. ''SIG''731.7 (Tomi, i B. C.); [[καυματώδης περίστασις]] [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.22.<br><span class="bld">b</span> Astron., [[position]] of the heavenly bodies, [[ἐκλειπτικὴ περίστασις]] Sch.Arat. 862.<br><span class="bld">III</span> [[veering round]], of winds, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''364b14, ''Pr.''942b27.<br><span class="bld">2</span> [[cycle]], [[ἡ τοῦ μεγάλου ἐνιαυτοῦ περίστασις]] Eudem. ap. Theon.Sm. p.198 H.<br><span class="bld">3</span> [[direction]] of motion, [[αἱ ἓξ περιστάσεις]] = [[the six directions]], i.e. [[up]], [[down]], [[forwards]], [[backwards]], [[right]], [[left]], Nicom.''Ar.''2.6, 16.<br><span class="bld">4</span> [[materials]] for use, ''PFlor.''369.2 (ii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0593.png Seite 593]] ἡ, das Herumstehen, die Umgebung, der Ort oder die Gegend, wovon man umgeben ist, worin man lebt, auch die Umstehenden, der Volkshaufe, ἡ ἔξω περ., Pol. 18, 36, 11; Theophr. char. 8. – Gew. die äußeren Umstände; Pol. 1, 32, 3; ἐπὶ παντὸς καιροῦ καὶ περιστάσεως, 1, 35, 10; ἐπ' ἀμφοτέραις ταῖς περιστάσεσιν, 4, 67, 4, d. i. im Kriege und im Frieden; ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περ., Beschaffenheit, 3, 84, 2; [[καυματώδης]], [[χειμέριος]], D. Sic. 4, 22. 13, 83; bes. aber im schlimmen Sinne, Noth, Gefahr, oft bei Pol., π ολλοὺς καιροὺς καὶ περιστάσεις ἔχοντες 4, 32, 2, ἀόρατοι παντὸς κακοῦ καὶ πάσης περιστάσεως 2, 21, 2, ἀπολελύσθαι τῆς περιστάσεως, von der Gefahr | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0593.png Seite 593]] ἡ, das Herumstehen, die Umgebung, der Ort oder die Gegend, wovon man umgeben ist, worin man lebt, auch die Umstehenden, der Volkshaufe, ἡ ἔξω περ., Pol. 18, 36, 11; Theophr. char. 8. – Gew. die äußeren Umstände; Pol. 1, 32, 3; ἐπὶ παντὸς καιροῦ καὶ περιστάσεως, 1, 35, 10; ἐπ' ἀμφοτέραις ταῖς περιστάσεσιν, 4, 67, 4, d. i. im Kriege und im Frieden; ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περ., Beschaffenheit, 3, 84, 2; [[καυματώδης]], [[χειμέριος]], D. Sic. 4, 22. 13, 83; bes. aber im schlimmen Sinne, Noth, Gefahr, oft bei Pol., π ολλοὺς καιροὺς καὶ περιστάσεις ἔχοντες 4, 32, 2, ἀόρατοι παντὸς κακοῦ καὶ πάσης περιστάσεως 2, 21, 2, ἀπολελύσθαι τῆς περιστάσεως, von der Gefahr befreit sein, 10, 14, 5; ἐν περιστάσει τοιαύτῃ, Luc. mort. Peregr. 18. – Auch Umstände, die man macht, Zurüstungen, prunkhafte Umgebungen; [[μεγαλομερής]], Pol. 32, 12, 3; βίου, 3, 98, 2; a. Sp., wie Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />circonstances dans lesquelles on se trouve, état, situation ; <i>particul.</i> les circonstances fâcheuses, les difficultés, les embarras, vicissitude des événements <i>t. stoïc.</i><br />'''Étymologie:''' [[περιΐστημι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περίστασις -εως, ἡ [περιίσταμαι] kring van omstanders. toestand. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίστᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[стояние вокруг]], [[окружение]]: τὸ θερμὸν οὐ βαδίζει [[ἔξω]] διὰ τὴν τοῦ ψυχροῦ περίστασιν Arst. тепло не выходит наружу, будучи окружено холодом;<br /><b class="num">2</b> [[круг]], [[кольцо]], [[пояс]] (ἡ τῶν σκηνῶν π. Polyb.);<br /><b class="num">3</b> [[обстоятельство]], [[состояние]], [[положение]] (αἱ περιστάσεις τῶν [[πόλεων]] Polyb.): ἡ κατὰ τὸν ἀέρα π. Polyb. состояние атмосферы; ἐπ᾽ ἀμφοτέραις ταῖς περιστάσεσιν Polyb. в обстоятельствах обоего рода, т. е. в военное и в мирное время;<br /><b class="num">4</b> тж. pl. тяжелые обстоятельства, превратности: κατὰ τὰς περιστάσεις Polyb. в трудных обстоятельствах; ἀπολελύσθαι τῆς περιστάσεως Polyb. освободиться от опасности;<br /><b class="num">5</b> [[внешние обстоятельства]], [[устройство]] (π. [[μεγαλομερής]] Polyb.);<br /><b class="num">6</b> [[атмосфера]], [[воздух]] или [[погода]] (καυματώδους περιστάσεως οὔσης Diod.);<br /><b class="num">7</b> грам. обстоятельственное слово, обстоятельство. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίστᾰσις''': ἡ, ([[περιίστημι]]) τὸ περιίστασθαι, ἡ τοῦ ψύχους [[περίστασις]], τὸ περιβάλλον [[ψῦχος]], Ἀριστ. Προβλ. 2. 29· τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων π.; τὰ πλήθη τὰ ἱστάμενα περὶ τὴν οἰκίαν, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 9· οὕτω, π. ποιεῖσθαι, ἐπὶ ὄχλου, Θεοφρ. Χαρ. 8, [[ἔνθα]] ἴδε Casaub.· ― [[ἐντεῦθεν]] συγκεκριμένως, [[ὄχλος]] ἱστάμενος [[πέριξ]], [[πλῆθος]], Λατ. corona, Πολύβ. 1. 32, 3., 18. 36, 11, Ἀθήν. 212F 2) τὸ περιβάλλον [[διάστημα]], ὁ [[πέριξ]] [[τόπος]], Πολύβ. 6. 31, 1 κἑξ. καὶ 41. 2, πρβλ. Ἀθήν. 205Β. ΙΙ. ἡ [[περίστασις]], [[κατάστασις]], ἡ τῶν πραγμάτων [[κατάστασις]], Πολύβ. 1. 35, 10., 4. 67, 4, κτλ.· αἱ π. τῶν [[πόλεων]] ὁ αὐτ. 10. 24, 3· ἡ κατὰ τὸν ἀέρα π., ἡ [[κατάστασις]] τῆς ἀτμοσφαίρας, ὁ αὐτ. 3. 84, 2, πρβλ. Διόδ. 4. 22· τὸ κατὰ περίστασιν καθῆκον, κατὰ τὰς περιστάσεις, καθ’ ὡρισμένας περιστάσεις, Κικ. πρ. Ἀττ. 16. 11, πρβλ. 4. 8b· λοιμικαὶ π., [[κατάστασις]] τοῦ ἀέρος ἔχοντος λοιμώδη μιάσματα, Πολύβ. 6. 5. 5· ― [[μάλιστα]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, κατὰ τὰς π., ἐν κρισίμοις καιροῖς, Πολύβ. 1. 82, 7, πρβλ. 4. 33, 12, κτλ.· εἰς πᾶν περιστάσεως ἐλθεῖν ὁ αὐτ. 4. 45, 10, πρβλ. 1. 84, 9, κτλ. 2) ἐξωτερικὴ πομπὴ καὶ [[κατάστασις]], ὁ αὐτ. 3. 98, 2., 32. 12, 3, Ἀθήν. 547F. 3) αἱ περιστάσεις περὶ ὧν πραγματεύεται ὁ [[ῥήτωρ]], Quintil. 5. 10. III. ἡ [[περιφορά]], [[μεταβολή]], ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6. 19, Προβλ. 26. 26. 2) [[κύκλος]], ἡ τοῦ μεγάλου ἐνιαυτοῦ π. Εὔδημος παρὰ Θέωνι Σμυρν. περὶ Ἀστρ. 40. | |lstext='''περίστᾰσις''': ἡ, ([[περιίστημι]]) τὸ περιίστασθαι, ἡ τοῦ ψύχους [[περίστασις]], τὸ περιβάλλον [[ψῦχος]], Ἀριστ. Προβλ. 2. 29· τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων π.; τὰ πλήθη τὰ ἱστάμενα περὶ τὴν οἰκίαν, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 9· οὕτω, π. ποιεῖσθαι, ἐπὶ ὄχλου, Θεοφρ. Χαρ. 8, [[ἔνθα]] ἴδε Casaub.· ― [[ἐντεῦθεν]] συγκεκριμένως, [[ὄχλος]] ἱστάμενος [[πέριξ]], [[πλῆθος]], Λατ. corona, Πολύβ. 1. 32, 3., 18. 36, 11, Ἀθήν. 212F 2) τὸ περιβάλλον [[διάστημα]], ὁ [[πέριξ]] [[τόπος]], Πολύβ. 6. 31, 1 κἑξ. καὶ 41. 2, πρβλ. Ἀθήν. 205Β. ΙΙ. ἡ [[περίστασις]], [[κατάστασις]], ἡ τῶν πραγμάτων [[κατάστασις]], Πολύβ. 1. 35, 10., 4. 67, 4, κτλ.· αἱ π. τῶν [[πόλεων]] ὁ αὐτ. 10. 24, 3· ἡ κατὰ τὸν ἀέρα π., ἡ [[κατάστασις]] τῆς ἀτμοσφαίρας, ὁ αὐτ. 3. 84, 2, πρβλ. Διόδ. 4. 22· τὸ κατὰ περίστασιν καθῆκον, κατὰ τὰς περιστάσεις, καθ’ ὡρισμένας περιστάσεις, Κικ. πρ. Ἀττ. 16. 11, πρβλ. 4. 8b· λοιμικαὶ π., [[κατάστασις]] τοῦ ἀέρος ἔχοντος λοιμώδη μιάσματα, Πολύβ. 6. 5. 5· ― [[μάλιστα]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, κατὰ τὰς π., ἐν κρισίμοις καιροῖς, Πολύβ. 1. 82, 7, πρβλ. 4. 33, 12, κτλ.· εἰς πᾶν περιστάσεως ἐλθεῖν ὁ αὐτ. 4. 45, 10, πρβλ. 1. 84, 9, κτλ. 2) ἐξωτερικὴ πομπὴ καὶ [[κατάστασις]], ὁ αὐτ. 3. 98, 2., 32. 12, 3, Ἀθήν. 547F. 3) αἱ περιστάσεις περὶ ὧν πραγματεύεται ὁ [[ῥήτωρ]], Quintil. 5. 10. III. ἡ [[περιφορά]], [[μεταβολή]], ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6. 19, Προβλ. 26. 26. 2) [[κύκλος]], ἡ τοῦ μεγάλου ἐνιαυτοῦ π. Εὔδημος παρὰ Θέωνι Σμυρν. περὶ Ἀστρ. 40. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίστᾰσις:''' ἡ ([[περιστῆναι]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πλήθος]] που στέκεται [[τριγύρω]], Λατ. [[corona]], σε Θεόκρ. κ.λπ.<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περίσταση]], [[κατάσταση]] των πραγμάτων, σε Πολύβ.· με αρνητική [[σημασία]], κατὰ τὰς περιστάσεις, σε κρίσιμους καιρούς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> εξωτερική [[πομπή]] και [[περίσταση]], στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=περίστᾰσις, εως, [[περιστῆναι]]<br /><b class="num">I.</b> a [[standing]] [[round]], a [[crowd]] [[standing]] [[round]], Lat. [[corona]], Theophr., etc.<br /><b class="num">II.</b> circumstances, a [[state]] of affairs, Polyb.:—in bad [[sense]], κατὰ τὰς π. in [[critical]] times, Polyb.<br /><b class="num">2.</b> [[outward]] [[pomp]] and [[circumstance]], Polyb. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[difficulty]]=== | |||
Arabic: صُعُوبَة; Asturian: dificultá; Azerbaijani: çətinlik; Belarusian: цяжкасць, труднасць; Bulgarian: трудност, мъчнотия; Catalan: dificultat; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Crimean Tatar: mesele, qıyınlıq; Czech: obtížnost; Danish: sværhed, vanskelighed; Dutch: [[moeilijkheid]]; Esperanto: malfacileco, malfacilo; Finnish: vaikeus, hankaluus; French: [[difficulté]]; Galician: dificultade; German: [[Schwierigkeit]]; Greek: [[δυσκολία]]; Ancient Greek: [[ἄκανθα]], [[ἀμηχανία]], [[ἀμύξ]], [[ἄναντες]], [[ἀπόρημα]], [[ἀπορησία]], [[ἀπόρησις]], [[ἀπορία]], [[ἀπορίη]], [[ἀργαλεότης]], [[ἀσχολία]], [[ἀτεραμνότης]], [[διαπορία]], [[δυσέργεια]], [[δυσέργημα]], [[δυσεργία]], [[δυσκολία]], [[δυσοδία]], [[δυσχέρεια]], [[δυσχρήστημα]], [[δυσχρηστία]], [[δυσχωρία]], [[ἔνστασις]], [[ἐπίστασις]], [[ἐρυμνότης]], [[περισκέλεια]], [[περισκελία]], [[περίστασις]], [[πιεσμός]], [[πλάνη]], [[πρόβλημα]], [[στεῖνος]], [[στενοχώρημα]], [[στενοχώρησις]], [[στενοχωρία]], [[στένωσις]], [[τὰ ἄπορα]], [[τὰ δυσχερῆ]], [[ταλαιπώρημα]], [[ταλαιπωρία]], [[ταλαιπωρίη]], [[τὸ ἄπορον]], [[τὸ δυσεργές]], [[τὸ δύσκολον]], [[τὸ δυσπετές]], [[τὸ δυσχερές]], [[χαλεπότης]], [[ψῦξις]]; Greenlandic: sapernassuseq; Haitian Creole: difikilte; Hebrew: קושי; Hindi: कठिनाई, मुसीबत, दिक़्क़त, दिक्कत; Hungarian: nehézség; Indonesian: kesukaran; Irish: deacracht; Italian: [[difficoltà]]; Japanese: 難しさ; Korean: 어려움; Kyrgyz: кыйындык; Kyrgyz: кыйындык; Ladino: difikultad, difikoltá; Latin: [[difficultas]]; Macedonian: тешкотија; Malayalam: ബുദ്ധിമുട്ട്, കഷ്ടപ്പാട്; Maori: papatoieketanga, uauatanga; Middle English: resistence; Navajo: ił nanitłʼah; Norwegian Bokmål: vanske; Nynorsk: vanske; Occitan: dificultat; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: [[dificuldade]]; Romanian: dificultate; Russian: [[трудность]], [[сложность]]; Scottish Gaelic: duilgheadas, cruas, cruadal, spàirn, docaireachd, èiginn, teanntachd, staing; Serbo-Croatian Cyrillic: тешко̀ћа; Roman: teškòća; Slovak: obtiažnosť; Slovene: težavnost; Spanish: [[dificultad]]; Swedish: svårighet, besvär; Telugu: కష్టం; Tocharian B: āmāskai; Turkish: zorluk; Ukrainian: важкість, трудність, тяжкість; Urdu: مشکل, کٹھنائی | |||
}} | }} |