περίστασις

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστᾰσις Medium diacritics: περίστασις Low diacritics: περίστασις Capitals: ΠΕΡΙΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: perístasis Transliteration B: peristasis Transliteration C: peristasis Beta Code: peri/stasis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A standing round, τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; = what means this uproar and thronging about the house?, what means the crowds standing round the house, Telecl.35; περίστασιν ποιεῖσθαι, of crowds, Thphr. Char.8.12(pl.); ὄχλοιο περίστασιν Timo 34.1: hence, in concrete sense, crowd standing round, Plb.1.32.3, 18.53.11.
2 surrounding, ἡ τοῦ ψυχροῦ περίστασις. Arist.Pr.869a21: in concrete sense, environment, περίστασις ἀέρος ψυχροῦ Epicur.Ep.2p.50U., cf. p.48 U.; surrounding space, Plb.6.31.1, 6.41.2; esp. free space round a building, OGI483.123, al. (Pergam., ii A. D.), IG14.352i8, 70 (Halaesa).
b portico surrounding a hall or temple, ib.42(1).102.6 (Epid., iv B. C.), Callix.1; ἡ ἔξω περίστασις τοῦ σηκοῦ IG7.3073.90(Lebad.).
c district surrounding a village, neighbourhood, PTeb.14.19 (ii B. C.), al.
II circumstances, situation, state of affairs, Plb.1.35.10, 4.67.4, etc.; αἱ π. [τῶν πόλεων] Id.10.21.3; τὸ παράδοξον τῆς περιστάσεως Posidon.36 J.; περίστασις nostra, the position of my affairs, Cic.Att.4.8b.2; the actuality, μέζων τῆς π. ἡ φαντασίη Aret.SD2.9; τὰ κατὰ περίστασιν καθήκοντα duties dependent on circumstances, Stoic.3.135, al., cf. Cic.Att.16.11.4, Phld.Rh.1.219 S. (pl.): sg. of a particular circumstance, Ael.Tact.35.1, A.D.Synt.145.4, etc.; κατά τινα π. γραμμάτων Gal.11.242.
b esp. difficult position, crisis (both senses distinguished in Arr.Epict.2.6.17, M.Ant.9.13); δὸς περίστασιν καὶ λάβε τὸν ἄνδρα Stoic.3.49; κατὰ τὰς περιστάσεις in critical times, Plb.1.82.7, cf. 4.33.12, etc.; διὰ τὰς τῶν καιρῶν περιστάσεις SIG731.2 (Tomi, i B. C.); εἰς πᾶν ἐλθεῖν περιστάσεως Plb.4.45.10, cf. 1.84.9, etc.; χαλεπὴ περίστασις LXX 2 Ma.4.16, cf. Dsc.Alex.Praef.; μετὰ τὴν κατασχοῦσαν τὴν πόλιν περίστασιν SIG708.7 (Istropolis, ii B. C.), cf. IG22.1338.27, Orph.Fr.285.63; ἐν π. ἰσχυρᾷ τῶν ἔξωθεν Porph.Abst.1.55.
2 Rhet., circumstances of the case treated by a speaker, Quint. Inst.3.5.18, 5.10.104, Corn.Rh.p.362 H.; classified by Hermog.Inv. 3.5.
3 outward pomp and circumstance, ἡ τοῦ βίου περίστασις Plb.3.98.2, cf. 31.26.3; τρυφὴ καὶ π. Antig.Car. ap. Ath.12.547f; ὑπάρχων ἐν μεγάλῃ περιστάσει Phld.Acad.Ind.p.101 M.
4 in Meteorology, of climatic conditions, ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις Plb.3.84.2; λοιμικαὶ περιστάσεις = pestilential conditions, Id.6.5.5, cf. SIG731.7 (Tomi, i B. C.); καυματώδης περίστασις D.S.4.22.
b Astron., position of the heavenly bodies, ἐκλειπτικὴ περίστασις Sch.Arat. 862.
III veering round, of winds, Arist.Mete.364b14, Pr.942b27.
2 cycle, ἡ τοῦ μεγάλου ἐνιαυτοῦ περίστασις Eudem. ap. Theon.Sm. p.198 H.
3 direction of motion, αἱ ἓξ περιστάσεις = the six directions, i.e. up, down, forwards, backwards, right, left, Nicom.Ar.2.6, 16.
4 materials for use, PFlor.369.2 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 593] ἡ, das Herumstehen, die Umgebung, der Ort oder die Gegend, wovon man umgeben ist, worin man lebt, auch die Umstehenden, der Volkshaufe, ἡ ἔξω περ., Pol. 18, 36, 11; Theophr. char. 8. – Gew. die äußeren Umstände; Pol. 1, 32, 3; ἐπὶ παντὸς καιροῦ καὶ περιστάσεως, 1, 35, 10; ἐπ' ἀμφοτέραις ταῖς περιστάσεσιν, 4, 67, 4, d. i. im Kriege und im Frieden; ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περ., Beschaffenheit, 3, 84, 2; καυματώδης, χειμέριος, D. Sic. 4, 22. 13, 83; bes. aber im schlimmen Sinne, Noth, Gefahr, oft bei Pol., π ολλοὺς καιροὺς καὶ περιστάσεις ἔχοντες 4, 32, 2, ἀόρατοι παντὸς κακοῦ καὶ πάσης περιστάσεως 2, 21, 2, ἀπολελύσθαι τῆς περιστάσεως, von der Gefahr befreit sein, 10, 14, 5; ἐν περιστάσει τοιαύτῃ, Luc. mort. Peregr. 18. – Auch Umstände, die man macht, Zurüstungen, prunkhafte Umgebungen; μεγαλομερής, Pol. 32, 12, 3; βίου, 3, 98, 2; a. Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
circonstances dans lesquelles on se trouve, état, situation ; particul. les circonstances fâcheuses, les difficultés, les embarras, vicissitude des événements t. stoïc.
Étymologie: περιΐστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίστασις -εως, ἡ [περιίσταμαι] kring van omstanders. toestand.

Russian (Dvoretsky)

περίστᾰσις: εως ἡ
1 стояние вокруг, окружение: τὸ θερμὸν οὐ βαδίζει ἔξω διὰ τὴν τοῦ ψυχροῦ περίστασιν Arst. тепло не выходит наружу, будучи окружено холодом;
2 круг, кольцо, пояс (ἡ τῶν σκηνῶν π. Polyb.);
3 обстоятельство, состояние, положение (αἱ περιστάσεις τῶν πόλεων Polyb.): ἡ κατὰ τὸν ἀέρα π. Polyb. состояние атмосферы; ἐπ᾽ ἀμφοτέραις ταῖς περιστάσεσιν Polyb. в обстоятельствах обоего рода, т. е. в военное и в мирное время;
4 тж. pl. тяжелые обстоятельства, превратности: κατὰ τὰς περιστάσεις Polyb. в трудных обстоятельствах; ἀπολελύσθαι τῆς περιστάσεως Polyb. освободиться от опасности;
5 внешние обстоятельства, устройство (π. μεγαλομερής Polyb.);
6 атмосфера, воздух или погода (καυματώδους περιστάσεως οὔσης Diod.);
7 грам. обстоятельственное слово, обстоятельство.

Greek (Liddell-Scott)

περίστᾰσις: ἡ, (περιίστημι) τὸ περιίστασθαι, ἡ τοῦ ψύχους περίστασις, τὸ περιβάλλον ψῦχος, Ἀριστ. Προβλ. 2. 29· τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων π.; τὰ πλήθη τὰ ἱστάμενα περὶ τὴν οἰκίαν, Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 9· οὕτω, π. ποιεῖσθαι, ἐπὶ ὄχλου, Θεοφρ. Χαρ. 8, ἔνθα ἴδε Casaub.· ― ἐντεῦθεν συγκεκριμένως, ὄχλος ἱστάμενος πέριξ, πλῆθος, Λατ. corona, Πολύβ. 1. 32, 3., 18. 36, 11, Ἀθήν. 212F 2) τὸ περιβάλλον διάστημα, ὁ πέριξ τόπος, Πολύβ. 6. 31, 1 κἑξ. καὶ 41. 2, πρβλ. Ἀθήν. 205Β. ΙΙ. ἡ περίστασις, κατάστασις, ἡ τῶν πραγμάτων κατάστασις, Πολύβ. 1. 35, 10., 4. 67, 4, κτλ.· αἱ π. τῶν πόλεων ὁ αὐτ. 10. 24, 3· ἡ κατὰ τὸν ἀέρα π., ἡ κατάστασις τῆς ἀτμοσφαίρας, ὁ αὐτ. 3. 84, 2, πρβλ. Διόδ. 4. 22· τὸ κατὰ περίστασιν καθῆκον, κατὰ τὰς περιστάσεις, καθ’ ὡρισμένας περιστάσεις, Κικ. πρ. Ἀττ. 16. 11, πρβλ. 4. 8b· λοιμικαὶ π., κατάστασις τοῦ ἀέρος ἔχοντος λοιμώδη μιάσματα, Πολύβ. 6. 5. 5· ― μάλιστα ἐπὶ κακῆς σημασίας, κατὰ τὰς π., ἐν κρισίμοις καιροῖς, Πολύβ. 1. 82, 7, πρβλ. 4. 33, 12, κτλ.· εἰς πᾶν περιστάσεως ἐλθεῖν ὁ αὐτ. 4. 45, 10, πρβλ. 1. 84, 9, κτλ. 2) ἐξωτερικὴ πομπὴ καὶ κατάστασις, ὁ αὐτ. 3. 98, 2., 32. 12, 3, Ἀθήν. 547F. 3) αἱ περιστάσεις περὶ ὧν πραγματεύεται ὁ ῥήτωρ, Quintil. 5. 10. III. ἡ περιφορά, μεταβολή, ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6. 19, Προβλ. 26. 26. 2) κύκλος, ἡ τοῦ μεγάλου ἐνιαυτοῦ π. Εὔδημος παρὰ Θέωνι Σμυρν. περὶ Ἀστρ. 40.

Greek Monotonic

περίστᾰσις: ἡ (περιστῆναι),·
I. 1. πλήθος που στέκεται τριγύρω, Λατ. corona, σε Θεόκρ. κ.λπ.
I. 1. περίσταση, κατάσταση των πραγμάτων, σε Πολύβ.· με αρνητική σημασία, κατὰ τὰς περιστάσεις, σε κρίσιμους καιρούς, στον ίδ.
2. εξωτερική πομπή και περίσταση, στον ίδ.

Middle Liddell

περίστᾰσις, εως, περιστῆναι
I. a standing round, a crowd standing round, Lat. corona, Theophr., etc.
II. circumstances, a state of affairs, Polyb.:—in bad sense, κατὰ τὰς π. in critical times, Polyb.
2. outward pomp and circumstance, Polyb.

Translations

difficulty

Arabic: صُعُوبَة‎; Asturian: dificultá; Azerbaijani: çətinlik; Belarusian: цяжкасць, труднасць; Bulgarian: трудност, мъчнотия; Catalan: dificultat; Chinese Mandarin: 困難, 困难; Crimean Tatar: mesele, qıyınlıq; Czech: obtížnost; Danish: sværhed, vanskelighed; Dutch: moeilijkheid; Esperanto: malfacileco, malfacilo; Finnish: vaikeus, hankaluus; French: difficulté; Galician: dificultade; German: Schwierigkeit; Greek: δυσκολία; Ancient Greek: ἄκανθα, ἀμηχανία, ἀμύξ, ἄναντες, ἀπόρημα, ἀπορησία, ἀπόρησις, ἀπορία, ἀπορίη, ἀργαλεότης, ἀσχολία, ἀτεραμνότης, διαπορία, δυσέργεια, δυσέργημα, δυσεργία, δυσκολία, δυσοδία, δυσχέρεια, δυσχρήστημα, δυσχρηστία, δυσχωρία, ἔνστασις, ἐπίστασις, ἐρυμνότης, περισκέλεια, περισκελία, περίστασις, πιεσμός, πλάνη, πρόβλημα, στεῖνος, στενοχώρημα, στενοχώρησις, στενοχωρία, στένωσις, τὰ ἄπορα, τὰ δυσχερῆ, ταλαιπώρημα, ταλαιπωρία, ταλαιπωρίη, τὸ ἄπορον, τὸ δυσεργές, τὸ δύσκολον, τὸ δυσπετές, τὸ δυσχερές, χαλεπότης, ψῦξις; Greenlandic: sapernassuseq; Haitian Creole: difikilte; Hebrew: קושי‎; Hindi: कठिनाई, मुसीबत, दिक़्क़त, दिक्कत; Hungarian: nehézség; Indonesian: kesukaran; Irish: deacracht; Italian: difficoltà; Japanese: 難しさ; Korean: 어려움; Kyrgyz: кыйындык; Kyrgyz: кыйындык; Ladino: difikultad, difikoltá; Latin: difficultas; Macedonian: тешкотија; Malayalam: ബുദ്ധിമുട്ട്, കഷ്ടപ്പാട്; Maori: papatoieketanga, uauatanga; Middle English: resistence; Navajo: ił nanitłʼah; Norwegian Bokmål: vanske; Nynorsk: vanske; Occitan: dificultat; Plautdietsch: Schwierichkjeit; Polish: trudność; Portuguese: dificuldade; Romanian: dificultate; Russian: трудность, сложность; Scottish Gaelic: duilgheadas, cruas, cruadal, spàirn, docaireachd, èiginn, teanntachd, staing; Serbo-Croatian Cyrillic: тешко̀ћа; Roman: teškòća; Slovak: obtiažnosť; Slovene: težavnost; Spanish: dificultad; Swedish: svårighet, besvär; Telugu: కష్టం; Tocharian B: āmāskai; Turkish: zorluk; Ukrainian: важкість, трудність, тяжкість; Urdu: مشکل‎, کٹھنائی