3,276,932
edits
(2b) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyramis | |Transliteration C=pyramis | ||
|Beta Code=purami/s | |Beta Code=purami/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, < | |Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[pyramid]], [[Herodotus|Hdt.]]2.8, 124, [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.63, Str.17.1.33, ''OGI''666.13 (Egypt, i A.D.), etc.; as a [[sepulchral]] [[monument]], ''PLips.'' 30.14 (iii A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[pyramid]], as a geometrical figure, Pl.''Ti.'' 56b, Arist.''Cael.''304a12, etc.<br><span class="bld">b</span> [[pyramidal number]], Speus. ap. ''Theol.Ar.''62.<br><span class="bld">3</span> name of a [[farm]]-[[building]], ''IG''22.2776.16; of a [[fountain]], ''Arch.Anz.''26.233 (Panticapaeum).<br><span class="bld">II</span> a sort of [[cake]], Ephipp.13.5 (anap.); different from [[πυραμοῦς]], acc. to Iatrocl. ap. Ath. 14.647c codd. (but dub., cf. <b class="b3">πυραμοῦντα· τὴν πυραμίδα</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]); <b class="b3">ἡ ἐκ πυρῶν καὶ μέλιτος, ὥσπερ σησαμὶς ἡ ἐκ σησάμων καὶ μέλιτος</b>, ''EM''697.27. (Expld. by Gramm., etc., fr. [[πῦρ]] because [[pointed]], Amm.Marc.22.15.29, cf. Pl.l.c.; from [[πυρός]], St.Byz.: it is suggested that the pyramids were named from resembling a [[πυραμίς]] ''ΙΙ'' in shape; but the shape of a πυραμίς ''ΙΙ'' is unknown: the derivation from Egypt. pr-m-wś 'the height of a pyramid' is doubtful.) | ||
}} | }} | ||
==Wiktionary EN== | |||
From French pyramide, from Old French piramide, from Latin pȳramis, pȳramidis, from Ancient Greek πῡραμίς (pūramís), possibly from πῡρός (pūrós, “wheat”) + ἀμάω (amáō, “reap”) or from Egyptian pr-m-ws (“height of a pyramid”), from pr (“(one that) comes forth”) + m (“from”) + ws (“height”). Schenkel and K. Lang proposed hypothetical Coptic ⲡⲓⲣⲁⲙ (piram) or ⲫⲣⲁⲙ (phram) derived from Egyptian mr via metathesis as a source of πῡραμίς (pūramís) while Schenkel also suggested it being the source of Arabic هرم although the latter is considered far-fetched by Takacs. | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0820.png Seite 820]] ίδος, ἡ (ein ägyptisches Wort, das die Griechen bald auf πῦρ, bald auf [[πυρός]] zurückführen), die Pyramide, Her. u. Folgde. – Auch eine Kuchenart, wahrscheinlich von der Gestalt benannt, Ephippus bei Ath. XIV, 642 e. Vgl. πυραμοῦς, von dem es Iatrocles bei Ath. XIV, 647 c unterscheidet, γίγνεσθαι γὰρ ἐκ πυρῶν πεφωσμένων καὶ μέλιτι δεδευμένων. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0820.png Seite 820]] ίδος, ἡ (ein ägyptisches Wort, das die Griechen bald auf πῦρ, bald auf [[πυρός]] zurückführen), die Pyramide, Her. u. Folgde. – Auch eine Kuchenart, wahrscheinlich von der Gestalt benannt, Ephippus bei Ath. XIV, 642 e. Vgl. πυραμοῦς, von dem es Iatrocles bei Ath. XIV, 647 c unterscheidet, γίγνεσθαι γὰρ ἐκ πυρῶν πεφωσμένων καὶ μέλιτι δεδευμένων. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> = [[πυραμοῦς]];<br /><b>2</b> [[pyramide]] <i>figure de géométrie</i>;<br /><b>3</b> [[pyramide égyptienne]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[πυρός]], les sens 2 et 3 d'après la forme du gâteau. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πυραμίς -ίδος, ἡ [~ πυρός?] piramide (als bouwwerk of geometr. figuur). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῡρᾰμίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ (егип.) архит. и мат. пирамида Her., Plat., Arst., Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῡρᾰμίς''': -ίδος, ἡ, τὸ γνωστὸν Αἰγυπτιακὸν [[οἰκοδόμημα]], Ἡρόδ. 2. 8, 124 κἑξ., Διόδ. 1. 63, Στράβ. 808, κτλ. 2) ὡς γεωμετρικὸν [[σχῆμα]], Πλάτ. Τίμ. 56Β, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 8, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 2· [[διάφορος]] τοῦ [[πυραμοῦς]], κατὰ τὸν Ἰατροκλ. παρ’ Ἀθην. 647C· «ἡ ἐκ πυρῶν καὶ μέλιτος, [[ὥσπερ]] σησαμὶς ἡ ἐκ σησάμων καὶ μέλιτος, τινὲς δὲ ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος αὐτῇ σχήματος, πλατέος [[κάτωθεν]] ὄντος καὶ εἰς ὀξὺ λήγοντος» κτλ. Ἐτυμολ. Μέγ. (Ὁ Kenrick δοξάζει ὅτι ὁ [[πλακοῦς]] [[οὗτος]] ἀπέληγεν εἰς ὀξὺ ἔχων [[σχῆμα]] πυραμίδος καὶ ὅτι ἐκ τούτου ἔλαβε τὸ [[ὄνομα]] | |lstext='''πῡρᾰμίς''': -ίδος, ἡ, τὸ γνωστὸν Αἰγυπτιακὸν [[οἰκοδόμημα]], Ἡρόδ. 2. 8, 124 κἑξ., Διόδ. 1. 63, Στράβ. 808, κτλ. 2) ὡς γεωμετρικὸν [[σχῆμα]], Πλάτ. Τίμ. 56Β, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 8, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 2· [[διάφορος]] τοῦ [[πυραμοῦς]], κατὰ τὸν Ἰατροκλ. παρ’ Ἀθην. 647C· «ἡ ἐκ πυρῶν καὶ μέλιτος, [[ὥσπερ]] σησαμὶς ἡ ἐκ σησάμων καὶ μέλιτος, τινὲς δὲ ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος αὐτῇ σχήματος, πλατέος [[κάτωθεν]] ὄντος καὶ εἰς ὀξὺ λήγοντος» κτλ. Ἐτυμολ. Μέγ. (Ὁ Kenrick δοξάζει ὅτι ὁ [[πλακοῦς]] [[οὗτος]] ἀπέληγεν εἰς ὀξὺ ἔχων [[σχῆμα]] πυραμίδος καὶ ὅτι ἐκ τούτου ἔλαβε τὸ [[ὄνομα]] μετὰ [[ταῦτα]] ἡ πυραμὶς ὡς τὰ σχήματα [[σφαῖρα]], [[κύβος]], [[κύλινδρος]], [[κῶνος]] ἅπαντα ὠνομάσθησαν [[οὕτως]] ἐκ τῶν ὀνομάτων πραγμάτων ἐχόντων ἀνάλογον [[σχῆμα]]. Τινὲς ἐτυμολογοῦσι τὸ πυραμὶς ἐκ τοῦ πῦρ, ὡς ἐκ τοῦ εἰς ὀξὺ ἀπολήγοντος σχήματος αὐτῆς, ὡς τὸ τῆς [[φλογός]], Ammian. Marcell. 22. 15, πρβλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἕτεροι ἐκ τοῦ [[πυρός]], ὡς εἰ αἱ πυραμίδες ἦσαν ἀποθῆκαι σιτηρῶν, Στέφ. Β.· ― ἀλλὰ πιθανῶς τὸ [[ὄνομα]] ὡς καὶ τὸ [[πρᾶγμα]] [[εἶναι]] Αἰγυπτιακά). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ | |mltxt=η / [[πυραμίς]], -ίδος, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι πυραμίδες</i><br />λίθινα οικοδομήματα μεγάλου μεγέθους με [[βάση]] πολυγωνική και πλευρές ισοσκελή τρίγωνα που καταλήγουν σε [[κοινή]] [[κορυφή]], τα οποία χρησίμευαν στην αρχαία Αίγυπτο ως βασιλικοί τάφοι («πολλαὶ μὲν εἰσι πυραμίδες», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> στερεό [[σώμα]] που περιορίζεται από ένα επίπεδο [[πολύγωνο]] και από τρίγωνα που έχουν βάσεις τις πλευρές του πολυγώνου και [[κοινή]] [[κορυφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[κατασκεύασμα]] με τέτοιο [[σχήμα]]<br /><b>2.</b> <b>(γεωμορφ.)</b> γεωμορφή βέλονοειδούς σχήματος που απαντά [[κυρίως]] στη νότια [[Λιβύη]] και σε άλλα τμήματα της νότιας Σαχάρας<br /><b>3.</b> <b>ανατ.</b> [[σχηματισμός]] που θυμίζει [[πυραμίδα]], όπως [[είναι]] οι πυραμίδες του προμήκους μυελού στον εγκέφαλο, οι πυραμίδες του σκώληκα της παρεγκεφαλίδας, οι νεφρικές πυραμίδες της μυελώδους ουσίας του νεφρού, η [[πυραμίδα]] του κροταφικού οστού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «κόλουρη [[πυραμίδα]]»<br /><b>μαθημ.</b> το στερεό που περιορίζεται [[μεταξύ]] της βάσης της πυραμίδας και της [[τιμής]] της από ένα επίπεδο που τέμνει όλες τις παράπλευρες έδρες της<br />β) «[[πυραμίδα]] αριθμών»<br /><b>βιολ.</b> γραφική [[παράσταση]] σε [[σχήμα]] πυραμίδας τών αριθμητικών σχέσεων μιας βιοκοινότητας, η οποία παρουσιάζει τον αριθμό τών ζωντανών οργανισμών που υπάρχουν σε [[κάθε]] τροφικό επίπεδο μιας τροφικής αλυσίδας<br />γ) «[[πυραμίδα]] βιομάζας»<br /><b>βιολ.</b> γραφική [[παράσταση]] σε [[σχήμα]] πυραμίδας τών σχέσεων της βιομάζας μιας κοινότητας που παρουσιάζει την [[ποσότητα]] της ζωντανής ουσίας, υπολογισμένης ως συνολικό ξηρό [[βάρος]], σε [[κάθε]] τροφικό [[στάδιο]] μιας τροφικής αλυσίδας<br />δ) «[[πυραμίδα]] ενέργειας»<br /><b>βιολ.</b> γραφική [[παράσταση]], σε [[σχήμα]] πυραμίδας, τών ενεργειακών σχέσεων μιας βιοκοινότητας, στην οποία η συνολική διαθέσιμη [[ενέργεια]] στη [[μονάδα]] του χρόνου σε [[κάθε]] διαδοχικό τροφικό [[στάδιο]] [[είναι]] ανάλογη με το [[πλάτος]] της πυραμίδας στο κατάλληλο ύψος<br />ε) «[[πυραμίδα]] του πληθυσμού»<br /><b>(κοινων.)</b> γραφική [[παράσταση]] που απεικονίζει τη [[δομή]] του πληθυσμού, [[δηλαδή]] την [[κατανομή]] του [[κατά]] κατηγορίες βάσει του φύλου και της ηλικίας, σε μια συγκεκριμένη [[στιγμή]]<br />στ) «τροφική [[πυραμίδα]]»<br /><b>βιολ.</b> γραφική [[παράσταση]] που εκφράζει τις σχέσεις μιας τροφικής αλυσίδας από [[άποψη]] αριθμού ατόμων («[[πυραμίδα]] αριθμών»), μάζας («[[πυραμίδα]] μάζας») ή ενεργειακής απόδοσης («[[πυραμίδα]] ενέργειας»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πυραμιδοειδής]] [[αριθμός]]<br /><b>2.</b> όνομα αγροικίας ή και πηγής<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας από [[σιτάρι]] και [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πυραμίς]] με τη σημ. «[[είδος]] πίτας από [[σιτάρι]] και [[μέλι]]» (<b>πρβλ.</b> και [[πυραμοῦς]]) έχει σχηματιστεί από τη λ. [[πυρός]] «[[σίτος]]» αναλογικά [[προς]] το <i>σησ</i>-[[αμίς]]. Η [[προέλευση]], όμως, της λ. με τη σημ. του γεωμετρικού σχήματος παραμένει άγνωστη. Η [[άποψη]] ότι το γεωμετρικό [[σχήμα]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της ομοιότητάς του [[προς]] το [[σχήμα]] του γλυκίσματος, [[καθώς]] και η [[θεώρηση]] της λ. ως δανείου από το αιγυπτιακό <i>pr</i>-<i>m</i>-<i>us</i> «ύψος» δεν θεωρούνται πιθανές]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πῡρᾰμίς:''' - | |lsmtext='''πῡρᾰμίς:''' -ίδος, ἡ, [[πυραμίδα]], γνωστό Αιγυπτιακό [[οικοδόμημα]], σε Ηρόδ. (πιθ. αιγυπτ. [[λέξη]]). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ίδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: 1. [[pyramid]] (Hdt. a.o.). 2. [[kind of cake of roasted wheat-grains preserved in honey]] (Ephipp.), mostly [[πυραμοῦς]], <b class="b3">-οῦντος</b> m. (Ar., Ephipp., Call. a.o.), also [[πυραμοί]] pl. m. (Artem.); after H. [[πύραμος]] also = [[χόρτος]].<br />Derivatives: Besides [[πυράμη]] f. [[sickle]] (sch.), backformation from [[πυραμητός]] m. [[wheat-harvest]] (Arist. a.o.). <b class="b3">πυραμιδο-ειδής</b> [[pyramidal]] (Epicur.), usually haplolog. <b class="b3">πυραμο-ειδής</b> <b class="b2">id.</b> (Thphr. a.o.), <b class="b3">-ιδικός</b> <b class="b2">id.</b> (Iamb.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: In the sense of [[cake]] from [[πυρός]] [[wheat]] after <b class="b3">σησαμ-ίς</b>, <b class="b3">-οῦς</b>. After Diels KZ 47, 193 ff. (w. lit. and uncorrect formal analysis) the Egypt. pyramids were named after the (though unknown) form of the cake; on this Kretschmer Glotta 10, 243. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=πῡρᾰμίς, ίδος, ἡ,<br />a [[pyramid]], Hdt. [Prob. an [[Egypt]]. [[word]].] | ||
}} | }} | ||
{{ | {{FriskDe | ||
| | |ftr='''πυραμίς''': -ίδος<br />{pūramís}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': 1. [[Pyramide]] (Hdt. u.a.) mit [[πυραμιδοειδής]] [[pyramidisch]] (Epikur.), gewöhnlich haplologisch [[πυραμοειδής]] ib. (Thphr. u.a.), -ιδικός ib. (Iamb.). 2. [[Art Kuchen aus gerösteten]], [[in Honig eingemachten Weizenkörnern]] (Ephipp.), meist [[πυραμοῦς]], -οῦντος m. (Ar.,Ephipp., Kall. u.a.), auch πυραμοί pl. m. (Artern.); nach H. πύραμος auch = [[χόρτος]].<br />'''Derivative''': Daneben [[πυράμη]] f. [[Sichel]] (Sch.), Rückbildung aus [[πυραμητός]] m. [[Weizenernte]] (Arist. u.a.).<br />'''Etymology''': Im Sinn von [[Kuchen]] von [[πυρός]] [[Weizen]] nach [[σησαμίς]], -οῦς. Nach Diels KZ 47, 193 ff. (m. Lit. und unrichtiger formaler Analyse) wurden die ägypt. Pyramiden nach der (allerdings nicht näher bekannten) Form des Kuchens benannt; dazu Kretschmer Glotta 10, 243.<br />'''Page''' 2,629 | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[pyramid]]=== | ||
Albanian: piramidë; Arabic: هَرَم; Egyptian Arabic: هرم; Armenian: բուրգ; Asturian: pirámide; Azerbaijani: piramida, ehram; Basque: piramide; Belarusian: пірамі́да; Bengali: পিরামিড; Bulgarian: пирамида; Burmese: ပိရမစ်; Catalan: piràmide; Chinese Mandarin: 金字塔; Czech: pyramida; Danish: pyramide; Dutch: [[piramide]]; Esperanto: piramido; Estonian: püramiid; Finnish: pyramidi; French: [[pyramide]]; Galician: pirámide; Georgian: პირამიდა; German: [[Pyramide]]; Greek: [[πυραμίδα]]; Ancient Greek: [[πυραμίς]]; Hebrew: פִּירָמִידָה; Hindi: पिरमिड, पिरामिड, पीरामिड, अहराम; Hungarian: piramis; Icelandic: pýramídi; Indonesian: piramida, piramid; Irish: pirimid; Italian: [[piramide]]; Japanese: ピラミッド, 金字塔; Kazakh: пирамида; Korean: 피라미드, 금자탑; Kurdish Central Kurdish: ھەرەم; Northern Kurdish: ehram, pîramîd; Kyrgyz: пирамида; Latin: [[pyramis]]; Latvian: piramīda; Lithuanian: piramidė; Macedonian: пирамида; Malagasy: rirakitso; Malay: piramid; Maltese: piramida; Mongolian: пирамид, овооллого; Nahuatl: tzacualli; Norwegian Bokmål: pyramide; Nynorsk: pyramide; Pashto: هرم; Persian: هرم, پیرامید, سنبوسه; Polish: piramida; Portuguese: [[pirâmide]]; Romanian: piramidă; Russian: [[пирамида]]; Sanskrit: सूचि; Serbo-Croatian Cyrillic: пирамида; Roman: piramida; Sindhi: اهرام; Sinhalese: පිරමිඩ; Slovak: pyramída; Slovene: piramida; Spanish: [[pirámide]]; Swahili: piramidi, haram; Swedish: pyramid; Tagalog: tagilo; Tajik: пирамида, ҳирам; Thai: พีระมิด; Turkish: piramit; Turkmen: piramida; Ukrainian: пірамі́да; Urdu: ہرم, پرامڈ, پرمڈ; Uyghur: پرامىدا; Uzbek: piramida, ehrom; Vietnamese: kim tự tháp; Volapük: piramid; Western Panjabi: ہرم; Yiddish: פּיראַמיד | |||
}} | }} |