βαφιάς: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(7)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[βαφεύς]], -έως, Μ και βαφέας)<br />αυτός που βάφει υφάσματα ή υφαντικές ύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[βαφεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[βαφή]], οι δε τύποι <i>βαφέας</i> και [[βαφιάς]] [[είναι]] μεταπλασμένοι τ. του [[βαφεύς]].
|mltxt=[[βαφιάς]], ο (AM [[βαφεύς]], βαφέως, Μ και [[βαφέας]])<br />αυτός που βάφει υφάσματα ή υφαντικές ύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[βαφεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[βαφή]], οι δε τύποι [[βαφέας]] και [[βαφιάς]] [[είναι]] μεταπλασμένοι τ. του [[βαφεύς]].
}}
}}

Latest revision as of 10:15, 31 March 2024

Greek Monolingual

βαφιάς, ο (AM βαφεύς, βαφέως, Μ και βαφέας)
αυτός που βάφει υφάσματα ή υφαντικές ύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βαφεύς < βαφή, οι δε τύποι βαφέας και βαφιάς είναι μεταπλασμένοι τ. του βαφεύς.