βαφή
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ἡ,
A dipping of red-hot iron in water, S.Aj. 651: hence, temper or edge of a blade or tool produced thereby, τὴν β. ἀφιᾶσιν ὥσπερ ὁ σίδηρος εἰρήνην ἄγοντες Arist.Pol.1334a8, cf. Plu.Alex. 32, Pyrrh.24; τὰ σιδήρια τὴν β. ἀνίησι lose their edge, Thphr. HP 5.3.3, cf. CP1.22.6; χαλκοῦ βαφαί prob. poet. for σιδήρου β. in A.Ag.612 (v. Sch. ad loc., but cf. βάψις): metaph., temper, τῆς ἀνδρείας οἷον β. τις ὁ θυμός ἐστι καὶ στόμωμα Plu.2.988d; of wine, ib.650b.
II dye, Thphr. HP 4.6.5; πορφυρᾶ β. A.Pers.317 (metaph. of blood), cf. Pl.R. 430a; κρόκου βαφάς the saffron-dyed robe, A.Ag.239 (lyr.); βαφαὶ ὕδρας the arrows dipped in the hydra's blood, E.HF1188 (lyr.); χειλέων β. Philostr.Ep.22: metaph., β. τυραννίδος Plu.2.779c.
III enamelling, χαλκοῦ… βαφῇ κυάνου στίλβοντος ib.395b.
2 gilding, silvering, αἱ δύο β. Zos.Alch.p.168B., cf. p.208B.
IV infection, Aret.CD2.13.
Spanish (DGE)
(βᾰφή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): lacon. βαφά Hsch.
I 1acción de mojar, baño ref. a la sangre πορφυρέα A.Pers.317, de la sangre de la Hidra en la que Heracles empapa las flechas, E.HF 1188, del vino muy aguado ὁ οἶνος ... ἀποβάλλει τὴν βαφήν Plu.2.650b
•crist. bautismo διὰ τῆς ἁγνοτάτης βαφῆς ἀναγεννηθῆναι Θεῷ Hom.Clem.7.8.
2 temple de metales οὐδ' οἶδα ... χαλκοῦ βαφάς A.A.612, τὰ σιδήρια τὴν ... βαφὴν ἀνίησι διὰ τὴν θερμότητα Thphr.HP 5.3.3, cf. Plu.2.395b, Gal.10.717, Eust.1636.15, de la daga de Alejandro Magno λιθοκόλλητος ... μάχαιρα δὲ θαυμαστὴ βαφῇ Plu.Alex.32
•fig. temple, fuerza en compar. entre cualidades morales y la βαφή de los metales, del valor de Áyax βαφῇ σίδηρος ὥς S.Ai.651, de los estados militaristas τὴν ... βαφὴν ἀνιᾶσιν, ὥσπερ ὁ σίδηρος, εἰρήνην ἄγοντες Arist.Pol.1334a8, β. τις ὁ θυμός ἐστι καὶ στόμωμα Plu.2.988d.
3 medic. infección ἀναπνοῆς γὰρ ἐς μετάδοσιν ῥηϊδίη β. Aret.CD 2.13.1.
4 alquim. baño quizá para dorar, Zos.Alch.168.2.
5 β.· lacon. ζωμός Hsch.
II ref. al color
1 tinte, teñido, color esp. de la púrpura como colorante, Hdt.3.22, β. καὶ ... πλύσις Arist.Sens.445a14, θησαυρὸν εὑρίσκει βαφῆς Ach.Tat.2.11.8, de prendas teñidas: ref. a la túnica nupcial de Ifigenia κρόκου βαφὰς δ' εἰς πέδον χέουσα A.A.239, cf. PZen.Col.15.5 (III a.C.), de vestimenta y tez de las Erinis, Lyc.1137
•pintura, afeite χειλέων βαφαί Philostr.Ep.22, cf. Gr.Nyss.Virg.p.334
•fig. tinte indeleble, barniz dicho de la formación militar ὅπως ... δέξοιντο (los soldados) ὥσπερ βαφήν Pl.R.430a, de los efectos permanentes de la formación musical μὴ ... ἐκπλύναι τὴν βαφὴν τὰ ῥύμματα ταῦτα Pl.R.430a, τὴν βαφὴν οὐκ ἀνιέντα τῆς τυραννίδος Plu.2.779c.
2 color, coloración natural, Arist.Col.791a5, cf. 793a24, de plantas o flores, Thphr.HP 4.6.5, Luc.DMort.5.2, del color de la pupila, Ach.Tat.6.7.1.
III como lugar para teñir tinte, tintorería ἔπεμψα ... εἰς βαφὴν ἐρ[ί] δια POxy.1293.24 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 440] ἡ, das Eintauchen, a) in Farbe, Färbung, Aesch. Pers. 309; plur., Ag. 230 u. öfter; Plat. Rep. IV, 430 a u. Folgde; die Farbe, Luc. D. Mort. 18, 2. – b) des glühenden Eisens in kaltes Wasser, um es zu härten, die Stählung, χαλκοῦ Aesch. Ag. 598; Soph. Ai. 637 u. Sp., wie Plut. Alex. 31; καὶ στόμωμα Gryll. 4 E. Übertr., Kraft des Weines, Plut. Symp. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
immersion, d'où
1 trempe (du fer, de l'acier) ; fig. en parl. du vin force;
2 teinture ; p. ext. couleur en gén. ; fig. βαφὴ τυραννίδος PLUT couleur de tyrannie.
Étymologie: βάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαφή -ῆς, ἡ βάπτω
1. onderdompeling:. ἑκατογκεφάλου βαφαῖς ὕδρας door onderdompelingen (in het bloed) van de honderdkoppige hydra Eur. HF 1188.
2. van metaal in water, om het te harden tempering; uitbr. hardheid:. μάχαιραν... θαυμαστὴν βαφῇ καὶ κουφότητι een zwaard, wonderbaarlijk in hardheid en lichtheid Plut. Alex. 32.10.
3. in kleurstof het verven:; περὶ τῆς πορφύρης καὶ τῆς βαφῆς over de purperkleur en het verfproces Hdt. 3.22.1; uitbr. verfstof, kleur:, κρόκου β. de kleur van saffraan Aeschl. Ag. 239, ook overdr.. βαφὴν τῇ ῥητορικῇ τὴν φυσιολογίαν ὑποχεόμενος fysiologie als kleur gietend over de retorica Plut. Per. 8.1.
Russian (Dvoretsky)
βᾰφή: ἡ
1 тж. pl. окраска, цвет Aesch., Plat., Arst., Plut.: τὰ ἄνθη ἀποβεβληκότα τὴν βαφήν Luc. поблекшие цветы;
2 крашеная ткань: κρόκου βαφαί Aesch. шафранно-желтые одежды; βαφαὶ ὕδρας Eur. платье, омоченное в крови гидры;
3 закалка (χαλκοῦ Aesch.; σιδήρου Soph., Arst.);
4 острота, крепость (οἴνου Plut.);
5 перен. характер, привкус (τὴν βαφὴν οὐκ ἀνιέναι τῆς τυραννίδος Plut.).
Greek Monolingual
η (AM βαφή) βάπτω
1. η σκλήρυνση ή στόμωση σιδερένιων αντικειμένων με εμβαπτισμό σε κρύο νερό ή λάδι
2. ο χρωματισμός αντικειμένου με εμβαπτισμό σε διαλυμένη χρωστική ουσία ή με επίχριση
3. η χρωστική ουσία με την οποία βάφεται κάτι («βαφή για τ' αβγά», «βαφή μαλλιών», «χειλέων βαφαί»)
4. ενίσχυση, δύναμη
(«την καρδιά με τη βαφή τσ' υπομονής να βάψει», Ερωτόκρ.
«της ἀνδρείας οἷον βαφή τις ὁ θυμός ἐστιν»)
5. χρώμα («έχουν του ρόδου τη βαφή», «κρόκου βαφάς»)
αρχ.
1. το σμάλτωμα του χαλκού, η επικάλυψη με σμάλτο
2. επιχρύσωση, επαργύρωση.
Greek Monotonic
βᾰφή: ἡ (βάπτω),
I. βύθισμα του πυρακτωμένου σιδήρου στο νερό, σκλήρυνση που επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο, σε Αριστ.
II. βούτηγμα στη βαφή, το βάψιμο, το χρωμάτισμα, αλλά και το ίδιο το χρώμα, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· κρόκου βαφαί, ύφασμα που καθώς βυθίζεται χρωματίζεται με το χρώμα των κρόκων, σε Αισχύλ.· βαφαὶ ὕδρας, ύφασμα που βυθιζόμενο χρωματίζεται στο αίμα της ύδρας, σε Ευρ.
III. χαλκοῦ βαφαί, στον Αισχύλ.· είναι πιθ. τέχνη του χρωματίσματος του ορείχαλκου· παροιμ., εκφράζει κάτι που δεν είναι δυνατό να γνωρίζει μια γυναίκα, το άγνωστο αλλά και το αδύνατο.
IV. σε Αἴ. Σοφ., βαφῇ σίδηρος ὣς ἐθηλύνθην στόμα· μάλλον είναι ορθότερο να συναφθεί το «βαφῇ σίδηρος» με το «καρτερὸς γενόμενος» και όχι με το «ἐθηλύνθην», επειδή ο σίδηρος γίνεται πιο σκληρός, αλλά σε καμία περίπτωση πιο μαλακός, μέσω της βαφής.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰφή: ἡ, (βάπτω) ἡ καταβύθισις πεπυρακτωμένου σιδήρου εἰς τὸ ὕδωρ, ἡ σκλήρυνσις ἡ οὕτως ἐπιτυγχανομένη, τὴν βαφὴν ἀφιᾶσιν ὥσπερ σίδηρος, εἰρήνην ἄγοντες Ἀριστ. Πολ. 7. 14, κτλ.· - μεταφ. ἐπὶ τοῦ οἴνου, Πλούτ. 2. 650Β. ΙΙ. ἡ καταβύθισις εἰς βαφήν, τὸ βάψιμον, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 6, 5· ὡσαύτως καὶ αὐτὸ τὸ χρῶμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 317, Πλάτ., κτλ.· κρόκου βαφάς, ἐσθὴς βυθισθεῖσα εἰς βαφὴν κρόκου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 239· βαφαὶ ὕδρας, ἡ ἐσθὴς ἡ βυθισθεῖσα εἰς τὸ αἷμα τῆς ὕδρας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1188· μεταφ., β. τυραννίδος Πλούτ. 2. 779C. ΙΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 612 τὸ χαλκοῦ βαφαὶ ἐκλαμβάνει ὁ Blomf. καὶ ἕτεροι ὡς σημαῖνον τὴν τέχνην τοῦ χρωματίζειν χαλκόν, ὡς παροιμιακὴν ἔκφρασιν, δηλ. ἐπί τινος ἀγνώστου ἢ ἀδυνάτου (βάψις χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀναφέρεται ὑπὸ Ἀντιφ. παρὰ Πολυδ. Ζ, 169· καί, φάρμαξις τῶν πάλαι τεχνιτῶν περὶ τὸν χαλκὸν ὑπὸ τοῦ Πλουτ. 395Β)· ἀλλὰ κατὰ τὸν Herm., χαλκοῦ βαφαί, εἶναι ἁπλῶς ἡ βύθισις ξίφους εἰς τὸ αἷμα, ἤτοι ὁ φόνος (πρβλ. βάπτω Ι. 1)· διότι (ὡς αὐτὸς παρατηρεῖ) ἡ πράγματι μὲν μοιχαλίς, διανοίᾳ δὲ δολοφόνος, φυσικῶς ἤθελεν ἀποκηρύττει ταῦτα ἀκριβῶς τὰ ἐγκλήματα. IV. ἐν Σοφ. Αἴ. 651 ὡσαύτως, βαφῇ σίδηρος ὣς ἐθηλύνθην στόμα, ἡ λεξις παρέχει δυσκολίαν, ἐπειδὴ ὁ σίδηρος σκληρύνεται διὰ τῆς βαφῆς, ἀλλὰ δὲν θηλύνεται, δὲν μαλακύνεται· ἴσως ἐν τῷ χωρίῳ πρέπει ἡ λέξις νὰ νοηθῇ ἐπὶ καθολικωτέρας τινὸς σημασίας, ἔγεινα ἐν λόγοις ἥμερος καὶ μαλακός, ὡς ὁ σίδηρος μαλακύνεται διὰ τῆς τέχνης τοῦ σιδηρουργοῦ, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 411Α· ἕτεροι λέγουσιν ὅτι ἡ εἰς ἔλαιον ἢ ἄλλας λιπαρὰς οὐσίας ἐμβύθισις μαλακύνει τὸν σίδηρον, ἄλλοι ὀρθότερον συνάπτουσι τὸ βαφῇ σίδηρος ὣς μετὰ τοῦ ἐκαρτέρουν.
Middle Liddell
βάπτω
I. a dipping of red-hot iron in water, the temper produced thereby, Arist.
II. a dipping in dye, dyeing, dye, Aesch., Plat., etc.; κρόκου βαφαί the saffron- dyed robe, Aesch.; βαφαὶ ὕδρας the robe dipped in the hydra's blood, Eur.
III. χαλκοῦ βαφαί, in Aesch., is prob. the art of tempering brass, to express something which no woman could know.
IV. in Soph. Aj., βαφῆι σίδηρος ὥς must be construed not with ἐθηλύνθην, but with the preceding words καρτερὸς γενόμενος, for iron becomes harder, not softer, by being dipped.
English (Woodhouse)
dye, dyeing, immersion, dipping
Mantoulidis Etymological
(=τό βούτηγμα καυτοῦ σιδήρου στό νερό, βάψιμο). Παράγωγο τοῦ βάπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.