3,277,121
edits
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kymvachos | |Transliteration C=kymvachos | ||
|Beta Code=ku/mbaxos | |Beta Code=ku/mbaxos | ||
|Definition= | |Definition=κύμβαχον, ([[κύμβη]] B)<br><span class="bld">A</span> [[head-foremost]], [[tumbling]], ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν Il.5.586; κ. ἐπ' ὤμους Hld.10.30, cf. Lyc.66, Eust.584.16.<br><span class="bld">II</span> Subst., ὁ, [[crown of a helmet]], κόρυθος… ἱπποδασείης κ. ἀκρότατος Il.15.536. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1530.png Seite 1530]] (vgl. [[κύμβη]] u. [[κυβή]]), [[kopfüber]], pronus; ἔκπεσε δίφρου [[κύμβαχος]] ἐν κονίῃσι Il. 5, 586, was ἐπὶ κεφαλήν erklärt wird; ἐκβράσασα κύμβαχον [[δέμας]] Lycophr. 66 u. a. Sp. – Subst. ὁ [[κύμβαχος]], der obere, rund gewölbte | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1530.png Seite 1530]] (vgl. [[κύμβη]] u. [[κυβή]]), [[kopfüber]], pronus; ἔκπεσε δίφρου [[κύμβαχος]] ἐν κονίῃσι Il. 5, 586, was ἐπὶ κεφαλήν erklärt wird; ἐκβράσασα κύμβαχον [[δέμας]] Lycophr. 66 u. a. Sp. – Subst. ὁ [[κύμβαχος]], der obere, rund gewölbte Teil des Helms, in welchem der Helmbusch steckt, [[κόρυθος]] κύμβαχον ἀκρότατον νύξε Il. 15, 535, Helmspitze. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui tombe]] <i>ou</i> se précipite la tête la première;<br /><b>2</b> ὁ [[κύμβαχος]] cimier d'un casque.<br />'''Étymologie:''' R. Κυφ, v. [[κύπτω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κύμβαχος -ου, ὁ ‘kop’, top (van een helm). als pred. adj. ‘over de kop’, voorover:. ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος hij viel voorover uit de strijdwagen Il. 5.586. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κύμβᾰχος:''' (падающий) головой вниз: [[ἔκπεσε]] δίφρου κ. Hom. он упал с колесницы вниз головой.<br /><b class="num">II</b> ὁ [[острие шлема]] (в которое вставлялся султан) Hom. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κύμβαχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει [[προς]] τα [[κάτω]] με το [[κεφάλι]] («ἔκπεσε δίφρου [[κύμβαχος]] ἐν κονίῃσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κύμβαχος]]<br />το ακρότατο [[σημείο]] της περικεφαλαίας, ο [[κώνος]] της, στον οποίο στηριζόταν το [[λοφίο]] («[[κόρυθος]]... ἱπποδασείης [[κύμβαχος]] ἀκρότατος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κύμβαχος]] μαρτυρείται ως ουσ. με σημ. «[[κορυφή]] περικεφαλαίας» και ως επίθ. με σημ. «αυτός που πέφτει με το [[κεφάλι]]». Αρχικός τ. θεωρείται το ουσ. και η [[χρήση]] του ως επιθέτου οφείλεται πιθ. σε [[κακό]] μεταχαρακτηρισμό του χωρίου όπου μαρτυρείται η λ. ως ουσ. Ο τ. [[κύμβαχος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αχος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κύμβαχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει [[προς]] τα [[κάτω]] με το [[κεφάλι]] («ἔκπεσε δίφρου [[κύμβαχος]] ἐν κονίῃσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κύμβαχος]]<br />το ακρότατο [[σημείο]] της περικεφαλαίας, ο [[κώνος]] της, στον οποίο στηριζόταν το [[λοφίο]] («[[κόρυθος]]... ἱπποδασείης [[κύμβαχος]] ἀκρότατος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κύμβαχος]] μαρτυρείται ως ουσ. με σημ. «[[κορυφή]] περικεφαλαίας» και ως επίθ. με σημ. «αυτός που πέφτει με το [[κεφάλι]]». Αρχικός τ. θεωρείται το ουσ. και η [[χρήση]] του ως επιθέτου οφείλεται πιθ. σε [[κακό]] μεταχαρακτηρισμό του χωρίου όπου μαρτυρείται η λ. ως ουσ. Ο τ. [[κύμβαχος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αχος</i> ([[πρβλ]]. [[στόμαχος]]), το δε [[θέμα]] του [[είναι]] πιθ. εκείνο του <i>κύμβ</i>-<i>η</i>, ενώ δεν αποκλείεται και κάποια [[επίδραση]] τών [[κυβιστώ]] «[[πέφτω]] με το [[κεφάλι]]» και [[κύμβη]] «[[κεφάλι]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κύμβᾰχος:''' -ον ([[κύπτω]]), αυτός που έχει [[κατεύθυνση]] με το [[κεφάλι]], που έρχεται [[κατακέφαλα]], Λατ. ponus, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κορυφή]] περικεφαλαίας, στο ίδ. | |lsmtext='''κύμβᾰχος:''' -ον ([[κύπτω]]), αυτός που έχει [[κατεύθυνση]] με το [[κεφάλι]], που έρχεται [[κατακέφαλα]], Λατ. ponus, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κορυφή]] περικεφαλαίας, στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κύμβᾰχος''': -ον, ([[κύμβη]] Β, [[κύπτω]]) ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ κεφαλήν, «[[κατακέφαλα]]», Λατ. pronus, ἔκπεσε δίφρου [[κύμβαχος]] ἐν κονίῃσι Ἰλ. Ε. 586· κ. ἐπ’ ὤμους Ἡλιόδ. σ. 431 ἔκδ. Κοραῆ· πρβλ. Λυκόφρ. 66, Εὐστ. 584. 16· ― ἴδε ἐν λ. [[κυβιστάω]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡ κορυφὴ περικεφαλαίας, [[ὅπου]] ἐτίθετο ὁ [[λόφος]], [[κόρυθος]]... ἱπποδασείης [[κύμβαχος]] ἀκρότατος Ἰλ. Λ. 536. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |