κύμβαχος
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
κύμβαχον, (κύμβη B)
A head-foremost, tumbling, ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν Il.5.586; κ. ἐπ' ὤμους Hld.10.30, cf. Lyc.66, Eust.584.16.
II Subst., ὁ, crown of a helmet, κόρυθος… ἱπποδασείης κ. ἀκρότατος Il.15.536.
German (Pape)
[Seite 1530] (vgl. κύμβη u. κυβή), kopfüber, pronus; ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσι Il. 5, 586, was ἐπὶ κεφαλήν erklärt wird; ἐκβράσασα κύμβαχον δέμας Lycophr. 66 u. a. Sp. – Subst. ὁ κύμβαχος, der obere, rund gewölbte Teil des Helms, in welchem der Helmbusch steckt, κόρυθος κύμβαχον ἀκρότατον νύξε Il. 15, 535, Helmspitze.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui tombe ou se précipite la tête la première;
2 ὁ κύμβαχος cimier d'un casque.
Étymologie: R. Κυφ, v. κύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύμβαχος -ου, ὁ ‘kop’, top (van een helm). als pred. adj. ‘over de kop’, voorover:. ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος hij viel voorover uit de strijdwagen Il. 5.586.
Russian (Dvoretsky)
κύμβᾰχος: (падающий) головой вниз: ἔκπεσε δίφρου κ. Hom. он упал с колесницы вниз головой.
II ὁ острие шлема (в которое вставлялся султан) Hom.
English (Autenrieth)
head foremost, Il. 5.586; as subst., crown or top of a helmet, the part in which the plume is fixed, Il. 15.536. (See cuts Nos. 16 and 17.)
Greek Monolingual
κύμβαχος, -ον (Α)
1. αυτός που πέφτει προς τα κάτω με το κεφάλι («ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν», Ομ. Ιλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κύμβαχος
το ακρότατο σημείο της περικεφαλαίας, ο κώνος της, στον οποίο στηριζόταν το λοφίο («κόρυθος... ἱπποδασείης κύμβαχος ἀκρότατος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κύμβαχος μαρτυρείται ως ουσ. με σημ. «κορυφή περικεφαλαίας» και ως επίθ. με σημ. «αυτός που πέφτει με το κεφάλι». Αρχικός τ. θεωρείται το ουσ. και η χρήση του ως επιθέτου οφείλεται πιθ. σε κακό μεταχαρακτηρισμό του χωρίου όπου μαρτυρείται η λ. ως ουσ. Ο τ. κύμβαχος εμφανίζει επίθημα -αχος (πρβλ. στόμαχος), το δε θέμα του είναι πιθ. εκείνο του κύμβ-η, ενώ δεν αποκλείεται και κάποια επίδραση τών κυβιστώ «πέφτω με το κεφάλι» και κύμβη «κεφάλι»].
Greek Monotonic
κύμβᾰχος: -ον (κύπτω), αυτός που έχει κατεύθυνση με το κεφάλι, που έρχεται κατακέφαλα, Λατ. ponus, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως ουσ., κορυφή περικεφαλαίας, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κύμβᾰχος: -ον, (κύμβη Β, κύπτω) ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ κεφαλήν, «κατακέφαλα», Λατ. pronus, ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσι Ἰλ. Ε. 586· κ. ἐπ’ ὤμους Ἡλιόδ. σ. 431 ἔκδ. Κοραῆ· πρβλ. Λυκόφρ. 66, Εὐστ. 584. 16· ― ἴδε ἐν λ. κυβιστάω. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡ κορυφὴ περικεφαλαίας, ὅπου ἐτίθετο ὁ λόφος, κόρυθος... ἱπποδασείης κύμβαχος ἀκρότατος Ἰλ. Λ. 536.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj., subst.
Meaning: 1. adj. fall head-foremost (E 586; after it Call., Lyc.); 2. subst. prob. crown of a helmet (O536).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: As the meanings cannot be united, Leumann Hom. Wörter 231 ff. tries to explain them from different interpretations and reshapings of a pre-homeric scene; like Bechtel Lex. he is inclined to consider the substantival, technical function as the primary one. The formation too speaks for this; cf. esp. οὑρίαχος spear-end, στόμαχος prop. "mouth-end", throat. One takes as basis κύμβη drinking cup (s.v.)? Others (Hofmann Et. Wb., Kuiper Μνήμης χάριν 1, 213f.) start from a nasalized form of κύβη head, κυβιστᾶν (s. v.). The nasal-less form κυβ- shows that the word is Pre-Greek.
Middle Liddell
κύμβᾰχος, ον κύπτω
I. head-foremost, Lat. pronus, Il.
II. as substantive the crown of a helmet, Il.
Frisk Etymology German
κύμβαχος: {kúmbakhos}
Meaning: 1. Adj. kopfüber fallend (Ε 586; danach Kall., Lyk. u.a.); 2. Subst. etwa Helmspitze, Helmkugel (Ο 536).
Etymology: Da die Bedd. sich sachlich nicht vereinigen lassen, will sie Leumann Hom. Wörter 231 ff. auf verschiedene Interpretationen und Umdichtungen einer vorhomerischen Darstellung zurückführen; wie Bechtel Lex. neigt er dazu, die substantivische, technische Funktion als die primäre anzusehen. Auch die Bildung spricht am ehesten dafür; vgl. besonders οὐρίαχος Speerende, στόμαχος eig. "Mundende", Kehle; Grundwort somit κύμβη Trinkgefäß, Becken (s.d.)? — Nach anderen (Hofmann Et. Wb., Kuiper Μνήμης χάριν 1, 213f.) nasalierte Form von κύβη, κυβιστάω (s. d.).
Page 2,48