Anonymous

πληκτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.")
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pliktizomai
|Transliteration C=pliktizomai
|Beta Code=plhkti/zomai
|Beta Code=plhkti/zomai
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bandy blows with]] one, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι Διός <span class="bibl">Il.21.499</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[beat one's breast]] for grief, <span class="title">AP</span>7.574 (Agath.). </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[toy amorously]], μετὰ τῆς σῆς πυγῆς <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>964</span>; <b class="b3">πρός τινα, πρὸς ἀλλήλους</b>, <span class="bibl">Herod.5.29</span>, <span class="bibl">Str.11.8.5</span>, cf. <span class="bibl">D.C.46.18</span>: abs., <span class="bibl">Id.51.12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> Act. is only [[falsa lectio|f.l.]] in Plu.2.735d.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[bandy blows with]] one, ἀργαλέον δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι Διός Il.21.499.<br><span class="bld">II</span> [[beat one's breast]] for grief, ''AP''7.574 (Agath.).<br><span class="bld">III</span> [[toy amorously]], μετὰ τῆς σῆς πυγῆς Ar.''Ec.''964; <b class="b3">πρός τινα, πρὸς ἀλλήλους</b>, Herod.5.29, Str.11.8.5, cf. D.C.46.18: abs., Id.51.12.<br><span class="bld">IV</span> Act. is only [[falsa lectio|f.l.]] in Plu.2.735d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] fechten, streiten, zanken; mit Einem, τινί, Il. 21, 499; πρὸς ἀλλήλους, Strab. 11, 8, 5, wie Plut. Symp. 8, 10, 3, auch act., τὸ πληκτίζον, betäubend; – sich zum Zeichen der Trauer wiederholt an die Brust schlagen, plangere, Agath. 83 (VII, 574), – durch buhlerische Blicke reizen, anlocken, Ar. Eccl. 964, wo esiedoch wohl in derberem Sinne, u fassen. Vgl. π ληκτισμός.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] [[fechten]], [[streiten]], [[zanken]]; mit Einem, τινί, Il. 21, 499; πρὸς ἀλλήλους, Strab. 11, 8, 5, wie Plut. Symp. 8, 10, 3, auch act., τὸ πληκτίζον, [[betäubend]]; – sich zum Zeichen der Trauer wiederholt an die Brust schlagen, [[plangere]], Agath. 83 (VII, 574), – durch buhlerische Blicke reizen, anlocken, Ar. Eccl. 964, wo esiedoch wohl in derberem Sinne, u fassen. Vgl. π ληκτισμός.
}}
{{elnl
|elnltext=πληκτίζομαι [πλήττω] [[slaags raken met]]; Il. 21.499; seks. [[stoeien]]. Aristoph. Eccl. 965.
}}
{{elru
|elrutext='''πληκτίζομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[драться]], [[бороться]] (τινι Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[бить себя в грудь]] (γόῳ πλεκτίζετο [[μήτηρ]] Anth.);<br /><b class="num">3</b> [[похлопывать]], [[шлепать]] ([[μετά]] τινος Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[διαπληκτίζομαι]], [[φιλονικώ]] («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι [[Διός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> χτυπάω με τα χέρια μου το [[στήθος]] θρηνολογώντας, [[στηθοδέρνομαι]] («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο [[μήτηρ]]», (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές αψιμαχίες (α. «πληκτίζεσθαι μετὰ τῆς σῆς πυγῆς», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «πινόντων ἅμα καὶ πληκτιζομένων πρὸς ἀλλήλους ἅμα τε καὶ πρὸς τὰς συμπινούσας γυναῑκας», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ., [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από το [[πλήσσω]] [[κατά]] τα ρ. σε -[[τίζω]] (<b>πρβλ.</b> [[λακτίζω]]). Δεν αποκλείεται, όμως, και η [[πιθανότητα]] να αποτελεί παρ. του [[πλήκτης]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[διαπληκτίζομαι]], [[φιλονικώ]] («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι [[Διός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> χτυπάω με τα χέρια μου το [[στήθος]] θρηνολογώντας, [[στηθοδέρνομαι]] («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο [[μήτηρ]]», (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές αψιμαχίες (α. «πληκτίζεσθαι μετὰ τῆς σῆς πυγῆς», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «πινόντων ἅμα καὶ πληκτιζομένων πρὸς ἀλλήλους ἅμα τε καὶ πρὸς τὰς συμπινούσας γυναῖκας», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ., [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από το [[πλήσσω]] [[κατά]] τα ρ. σε -[[τίζω]] (<b>πρβλ.</b> [[λακτίζω]]). Δεν αποκλείεται, όμως, και η [[πιθανότητα]] να αποτελεί παρ. του [[πλήκτης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πληκτίζομαι:''' αποθ., μόνο στον ενεστ.·<br /><b class="num">I.</b> [[διαπληκτίζομαι]], συμπλέκομαι με κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου από [[θλίψη]], Λατ. plangere, σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> [[ερωτοτροπώ]] με κάποιον, σε Στράβ.
|lsmtext='''πληκτίζομαι:''' αποθ., μόνο στον ενεστ.·<br /><b class="num">I.</b> [[διαπληκτίζομαι]], συμπλέκομαι με κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[χτυπώ]] το [[στήθος]] μου από [[θλίψη]], Λατ. plangere, σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> [[ερωτοτροπώ]] με κάποιον, σε Στράβ.
}}
{{elnl
|elnltext=πληκτίζομαι [πλήττω] slaags raken met; Il. 21.499; seks. stoeien. Aristoph. Eccl. 965.
}}
{{elru
|elrutext='''πληκτίζομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> драться, бороться (τινι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> бить себя в грудь (γόῳ πλεκτίζετο [[μήτηρ]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> похлопывать, шлепать ([[μετά]] τινος Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πληκτίζομαι]], only in pres.]<br />Dep.<br /><b class="num">I.</b> to [[bandy]] blows with one, c. dat., Il.<br /><b class="num">II.</b> to [[beat]] one's [[breast]] for [[grief]], Lat. plangere, Anth.<br /><b class="num">III.</b> to [[indulge]] in [[dalliance]], Strab.
|mdlsjtxt=[[πληκτίζομαι]], only in pres.]<br />Dep.<br /><b class="num">I.</b> to [[bandy]] blows with one, c. dat., Il.<br /><b class="num">II.</b> to [[beat]] one's [[breast]] for [[grief]], Lat. plangere, Anth.<br /><b class="num">III.</b> to [[indulge]] in [[dalliance]], Strab.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[διαπληκτίζομαι]], [[ἀγωνίζομαι]] ἐναντίον κάποιου). Ἀπό τό [[πλήσσω]] (=[[χτυπῶ]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}