λέξις: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
mNo edit summary
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leksis
|Transliteration C=leksis
|Beta Code=le/cis
|Beta Code=le/cis
|Definition=εως, ἡ, ([[λέγω]] B)<br><span class="bld">A</span> [[speech]], opp. [[ᾠδή]], Pl.Lg.816d; [[λέξις ἢ πρᾶξις]] [[speech]] or [[action]], Id.R.396c; [[ὁ τρόπος λέξεως]] ib.400d; [[τὰ λέξει δηλούμενα]] [[order]]s given [[by word of mouth]], Arr.Tact.27.2.<br><span class="bld">2</span> [[diction]], [[style]], [[ἡ ἐνθάδε λέξις]] the [[style]] used here (in [[court]]s of [[justice]]), Pl.Ap.17d; [[Μούσης λέξις]] = [[poetical]] [[diction]], Id.Lg.795e, cf. Arist.Rh.1410b28, Po. 1450b13, etc.; [[περὶ Λέξεως]], title of work by [[Ephorus]], Theon Prog. 2.<br><span class="bld">II</span> a [[single]] [[word]] or [[phrase]], Arist.Rh.1406b1, Epicur.Nat.28p.4V., al. (pl.), D.T. 633.31, Plb.2.22.1, etc.; even a [[meaningless]] [[word]], such as [[βλίτυρι]], Diog.Stoic.3.213; ταῖς λέξις κέχρηται ταῖς αὐταῖς Plb.6.46.10; [[αὐταῖς λέξεσι]] or [[κατὰ λέξιν]] [[word for word]], D.H.Pomp.2, Plu.2.869d, Ath.11.493d, D.L.2.113; later ἐπὶ λέξεως PLond.5.1713.14 (vi A.D.), Vit.Arist.p.438 Rose, etc.; collectively, [[κρατῶ καὶ λέξεως]] = [[the very words]], Ath.7.275b, cf. Epicur.Nat.28p.15V., Gal.12.403.<br><span class="bld">2</span> [[κατὰ λέξιν]] = [[as the phrase goes]], AP11.140 (Lucill.); [[παρὰ λέξιν]] [[incorrectly]], Cic.Att.16.4.1.<br><span class="bld">3</span> Gramm., a word [[peculiar]] in [[form]] or [[signification]]: hence [[λέξεις]] is the [[older]] [[term]] for a [[glossary]], [[Ῥοδιακαὶ λέξεις]] a [[glossary]] of [[Rhodian]] [[phrase]]s, Ath.11.485e; cf. [[γλῶσσα]] 11.2.<br><span class="bld">4</span> [[text]] of an [[author]], opp. [[exegesis]], Asp.in EN122.27, Arr.Epict.3.21.7, Dam.Pr.165, 169.
|Definition=λέξεως, ἡ, ([[λέγω]] B)<br><span class="bld">A</span> [[speech]], opp. [[ᾠδή]], Pl.Lg.816d; [[λέξις ἢ πρᾶξις]] [[speech]] or [[action]], Id.R.396c; [[ὁ τρόπος λέξεως]] ib.400d; [[τὰ λέξει δηλούμενα]] [[order]]s given [[by word of mouth]], Arr.Tact.27.2.<br><span class="bld">2</span> [[diction]], [[style]], [[ἡ ἐνθάδε λέξις]] the [[style]] used here (in [[court]]s of [[justice]]), Pl.Ap.17d; [[Μούσης λέξις]] = [[poetical]] [[diction]], Id.Lg.795e, cf. Arist.Rh.1410b28, Po. 1450b13, etc.; [[περὶ Λέξεως]], title of work by [[Ephorus]], Theon Prog. 2.<br><span class="bld">II</span> a [[single]] [[word]] or [[phrase]], Arist.Rh.1406b1, Epicur.Nat.28p.4V., al. (pl.), D.T. 633.31, Plb.2.22.1, etc.; even a [[meaningless]] [[word]], such as [[βλίτυρι]], Diog.Stoic.3.213; ταῖς λέξις κέχρηται ταῖς αὐταῖς Plb.6.46.10; [[αὐταῖς λέξεσι]] or [[κατὰ λέξιν]] [[word for word]], D.H.Pomp.2, Plu.2.869d, Ath.11.493d, D.L.2.113; later ἐπὶ λέξεως PLond.5.1713.14 (vi A.D.), Vit.Arist.p.438 Rose, etc.; collectively, [[κρατῶ καὶ λέξεως]] = [[the very words]], Ath.7.275b, cf. Epicur.Nat.28p.15V., Gal.12.403.<br><span class="bld">2</span> [[κατὰ λέξιν]] = [[as the phrase goes]], AP11.140 (Lucill.); [[παρὰ λέξιν]] [[incorrectly]], Cic.Att.16.4.1.<br><span class="bld">3</span> Gramm., a word [[peculiar]] in [[form]] or [[signification]]: hence [[λέξεις]] is the [[older]] [[term]] for a [[glossary]], [[Ῥοδιακαὶ λέξεις]] a [[glossary]] of [[Rhodian]] [[phrase]]s, Ath.11.485e; cf. [[γλῶσσα]] II.2.<br><span class="bld">4</span> [[text]] of an [[author]], opp. [[exegesis]], Asp.in EN122.27, Arr.Epict.3.21.7, Dam.Pr.165, 169.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] ἡ, das Sprechen, der Ausdruck der Rede, Redeweise, Styl, vgl. Arist. poet. 6; Ggstz [[πρᾶξις]]; ἔστι τι [[εἶδος]] λέξεώς τε καὶ διηγήσεως, Plat. Rep. III, 396 b; ξένως ἔχω τῆς [[ἐνθάδε]] λέξεως Apol. 17 d, öfter; λόγου Isocr. 5, 4, bes. vom Ausdruck der Prosa. – Auch von einem einzelnen Worte, Pol. 2, 22, 1; αὐταῖς λέξεσιν αἷς [[ἐκεῖνος]] κέχρηται, 8, 11, 5 u. öfter; Plat. u. A.; κατὰ λέξιν, wörtlich, S. Emp. adv. phys. 1, 92. Auch = eine Redensart, Ath. VII, 275 b. – Bei den Grammatikern bes. ein altes, seltneres, od. einem Schriftsteller eigenthümliches Wort, das der Erklärung durch ein bekanntes, [[γλώσσημα]], bedarf; so [[λέξις]] κωμική, πλατωνικαί u. ä., auch collectivisch, von einer Sammlung solcher Wörter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0028.png Seite 28]] ἡ, das [[Sprechen]], der [[Ausdruck]], der [[Rede]], [[Redeweise]], Styl, vgl. Arist. poet. 6; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[πρᾶξις]]; ἔστι τι [[εἶδος]] λέξεώς τε καὶ διηγήσεως, Plat. Rep. III, 396 b; ξένως ἔχω τῆς [[ἐνθάδε]] λέξεως Apol. 17 d, öfter; λόγου Isocr. 5, 4, bes. vom Ausdruck der Prosa. – Auch von einem einzelnen Worte, Pol. 2, 22, 1; αὐταῖς λέξεσιν αἷς [[ἐκεῖνος]] κέχρηται, 8, 11, 5 u. öfter; Plat. u. A.; κατὰ λέξιν, wörtlich, S. Emp. adv. phys. 1, 92. Auch = eine Redensart, Ath. VII, 275 b. – Bei den Grammatikern bes. ein altes, seltneres, od. einem Schriftsteller eigenthümliches Wort, das der Erklärung durch ein bekanntes, [[γλώσσημα]], bedarf; so [[λέξις]] κωμική, πλατωνικαί u. ä., auch collectivisch, von einer Sammlung solcher Wörter.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[action de parler]], [[parole]];<br /><b>2</b> [[manière de parler]], [[élocution]], [[style]];<br /><b>3</b> [[mot]], [[expression]] : [[αὐταῖς λέξεσι]] PLUT, [[ἐπὶ λέξιν]] PLAT, [[κατὰ λέξιν]] PLUT [[mot à mot]], [[textuellement]], [[à la lettre]], [[littéralement]].<br />'''Étymologie:''' [[λέγω]]³.
}}
{{elru
|elrutext='''λέξις:''' λέξεως ἡ [[λέγω]] III]<br /><b class="num">1</b> [[слово]]: [[αὐταῖς λέξεσι]] Plut., [[ἐπὶ λέξιν]] Plat. и [[κατὰ λέξιν]] Plut. (ср. 2) [[слово в слово]], [[дословно]], [[буквально]];<br /><b class="num">2</b> [[слово]] (слова), [[речь]] (λ. ἡ [[πρᾶξις]] Plat.): κατὰ λέξιν τε καὶ ᾠδήν Plat. речью и пением;<br /><b class="num">3</b> [[выражение]], [[оборот]], тж. [[стиль]] Isocr., Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λέξις''': -εως, ἡ, ([[λέγω]]) [[ὁμιλία]], ἀντίθ. τῷ ᾠδή, Πλάτ. Νόμ. 816D· λ. ἢ [[πρᾶξις]], τὸ λέγειν ἢ τὸ πράττειν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 396C· ὁ [[τρόπος]] τῆς λ. [[αὐτόθι]] 400D, κτλ. 2) [[τρόπος]] τοῦ λέγειν, ἡ [[ἐνθάδε]] λ., τὸ [[ἐνταῦθα]] ἐν χρήσει [[ὕφος]] (ἐν δικαστηρίοις δηλ.), ὁ αὐτ. εἰς Ἀπολ. 17D· Μούσης λ., ποιητικὸν [[ὕφος]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 795Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 8 ἑξ., Ποιητ. 6, 6, κτλ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., [[ἁπλῶς]] μία [[λέξις]] ἢ [[φράσις]], Πολύβ. 2. 22, 1, κτλ.· ταῖς λ. χρῆσθαι ταῖς αὐταῖς ὁ αὐτ. 6. 46, 10· αὐταῖς λέξεσι ἢ κατὰ λέξιν, λέξιν πρὸς λέξιν, Διον. Ἁλ., Πλούτ., κτλ.· περιληπτικῶς, κρατῶ καὶ τῆς λέξεως, αὐτῶν τῶν λέξεων, Ἀθήν. 275Β. 2) κατὰ λέξιν, [[χάριν]] ἐξηγήσεως, Ἀθήν. 493D, πρβλ. Διογ. Λ. 2. 113· [[ὡσαύτως]], ὡς ἡ [[φράσις]] φέρεται, Ἀνθ. Π. 11. 140· - παρὰ λέξιν, οὐχὶ ὀρθῶς, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 4. 3) παρὰ Γραμμ., [[λέξις]] τις [[ἰδιόρρυθμος]] τὸν τύπον ἢ τὴν σημασίαν· [[ἐντεῦθεν]] λέξεις [[εἶναι]] τὸ ἀρχαιότερον [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ μετὰ [[ταῦτα]] «[[γλωσσάριον]]», Ροδιακαὶ λέξεις, [[γλωσσάριον]] Ροδιακῶν φράσεων, Ἀθήν. 485Ε· πρβλ. [[γλῶσσα]] ΙΙ. 2.
|lstext='''λέξις''': λέξεως, ἡ, ([[λέγω]]) [[ὁμιλία]], ἀντίθ. τῷ ᾠδή, Πλάτ. Νόμ. 816D· λ. ἢ [[πρᾶξις]], τὸ λέγειν ἢ τὸ πράττειν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 396C· ὁ [[τρόπος]] τῆς λ. [[αὐτόθι]] 400D, κτλ. 2) [[τρόπος]] τοῦ λέγειν, ἡ [[ἐνθάδε]] λ., τὸ [[ἐνταῦθα]] ἐν χρήσει [[ὕφος]] (ἐν δικαστηρίοις δηλ.), ὁ αὐτ. εἰς Ἀπολ. 17D· Μούσης λ., ποιητικὸν [[ὕφος]], ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 795Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 8 ἑξ., Ποιητ. 6, 6, κτλ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., [[ἁπλῶς]] μία [[λέξις]] ἢ [[φράσις]], Πολύβ. 2. 22, 1, κτλ.· ταῖς λ. χρῆσθαι ταῖς αὐταῖς ὁ αὐτ. 6. 46, 10· αὐταῖς λέξεσι ἢ κατὰ λέξιν, λέξιν πρὸς λέξιν, Διον. Ἁλ., Πλούτ., κτλ.· περιληπτικῶς, κρατῶ καὶ τῆς λέξεως, αὐτῶν τῶν λέξεων, Ἀθήν. 275Β. 2) κατὰ λέξιν, [[χάριν]] ἐξηγήσεως, Ἀθήν. 493D, πρβλ. Διογ. Λ. 2. 113· [[ὡσαύτως]], ὡς ἡ [[φράσις]] φέρεται, Ἀνθ. Π. 11. 140· - παρὰ λέξιν, οὐχὶ ὀρθῶς, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 4. 3) παρὰ Γραμμ., [[λέξις]] τις [[ἰδιόρρυθμος]] τὸν τύπον ἢ τὴν σημασίαν· [[ἐντεῦθεν]] λέξεις [[εἶναι]] τὸ ἀρχαιότερον [[ὄνομα]] ἀντὶ τοῦ μετὰ [[ταῦτα]] «[[γλωσσάριον]]», Ροδιακαὶ λέξεις, [[γλωσσάριον]] Ροδιακῶν φράσεων, Ἀθήν. 485Ε· πρβλ. [[γλῶσσα]] ΙΙ. 2.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de parler, parole;<br /><b>2</b> manière de parler, élocution, style;<br /><b>3</b> mot, expression : αὐταῖς λέξεσι PLUT, ἐπὶ λέξιν PLAT, κατὰ λέξιν PLUT mot à mot, textuellement, à la lettre, littéralement.<br />'''Étymologie:''' [[λέγω]]³.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λέξις]], (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[λέξη]].
|mltxt=η (AM [[λέξις]])<br /><b>1.</b> το μικρότερο [[στοιχείο]] του προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια [[έννοια]] ή μια [[σχέση]] και το οποίο [[είναι]] [[φθόγγος]] ή αυτοτελές [[σύνολο]] φθόγγων (α. «άκλιτη [[λέξη]]» β. «μονοσύλλαβη [[λέξη]]» γ. «ἡ γὰρ [[λέξις]] αὕτη τοῦτο σημαίνει [[κυρίως]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] [[λέξη]]» ή «κατὰ λέξιν» ή «αὐταῖς λέξεσι» — [[αυτολεξεί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η γραπτή [[παράσταση]] της λέξης («μού έσβησε μόνο μια [[λέξη]] από το [[κείμενο]]»)<br /><b>2.</b> <b>(πληροφ.)</b> [[στοιχειώδης]] [[μονάδα]] χωρητικότητας της μνήμης ενός υπολογιστή, απαρτιζόμενη από [[αλληλουχία]] δυαδικών ψηφίων ή χαρακτήρων που αποτελούν μια [[ενότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] [[λέξη]] [[μετάφραση]]» ή «[[κατά]] [[λέξη]] [[ερμηνεία]]» — η [[μετάφραση]] ή η [[ερμηνεία]] η οποία ακολουθεί τη [[σειρά]] τών λέξεων του πρωτοτύπου και τίς αποδίδει πιστά, σε [[αντιδιαστολή]] με την ελεύθερη [[απόδοση]]<br />β) «επί λέξει» — [[αυτολεξεί]]<br />γ) «[[λέξη]] [[προς]] [[λέξη]]» — με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]], [[καταλεπτώς]]<br />δ) «μην πεις [[λέξη]]» ή «μην βγάλεις [[λέξη]]» — [[σιωπή]]!<br />ε) «[[παίζω]] με τις λέξεις» — [[κάνω]] λογοπαίγνια, [[χρησιμοποιώ]] διαφορετικές λέξεις για να πω το ίδιο [[πράγμα]]<br />στ) «με μια [[λέξη]]» ή «με δυο λέξεις» ή «με λίγες λέξεις» — [[σύντομα]], με [[συντομία]] λόγου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χαρακτήρας]] του λόγου κάποιου, το λεκτικό, το ύφος («μηδένα λόγον αὐτῶν [[μηδὲ]] τὴν λέξιν ἐπαινεῖν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[διήγηση]]<br /><b>3.</b> [[κεφάλαιο]] διήγησης<br /><b>4.</b> [[γλώσσα]] έθνους ή ομάδας ανθρώπων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ομιλία]], [[λόγος]] («[[ἐπειδὰν]] ἀφίκηται ἐν τῇ διηγήσει ἐπὶ λέξιν τινὰ ἢ πρᾱξιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σπάνιος]] όρος που χρειάζεται [[περαιτέρω]] [[επεξήγηση]] με άλλον γνωστότερο<br /><b>3.</b> το [[κείμενο]] ενός συγγραφέα, σε [[αντιδιαστολή]] με την [[εξήγηση]] του κειμένου<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λέξεις</i><br />το [[γλωσσάριο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[παρά]] λέξιν» — εσφαλμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λέκ</i>-<i>σις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λέγ</i>-<i>σις</i> <span style="color: red;"><</span> <i>λέγ</i>-<i>ω</i> ουσιαστικό δηλωτικό της ενέργειας του [[λέγω]] ([[πρβλ]]. [[πρᾶξις]] <span style="color: red;"><</span> [[πράττω]], [[λύσις]] <span style="color: red;"><</span> <i>λύω</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λεξίδιο]](<i>ν</i>), [[λεξικό]](<i>ν</i>), [[λεξικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεξείδιον]], [[λεξίδριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεξούλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λεξιγράφος]], [[λεξιθήρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεξίθηρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεξιλογία]], [[λεξιλόγιο]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[κυβόλεξο]], [[σταυρόλεξο]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λέξις:''' -εως, ἡ ([[λέγω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λόγος]], [[έκφραση]], [[ομιλία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρόπος]] ομιλίας, λεκτικό, ύφος, στον ίδ. κ.λπ. ΙI. <i>κατὰ λέξιν</i>, κυριολεκτικά, σε Ανθ.
|lsmtext='''λέξις:''' -εως, ἡ ([[λέγω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λόγος]], [[έκφραση]], [[ομιλία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρόπος]] ομιλίας, λεκτικό, ύφος, στον ίδ. κ.λπ. ΙI. <i>κατὰ λέξιν</i>, κυριολεκτικά, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λέξις:''' εως ἡ [[λέγω]] III]<br /><b class="num">1)</b> слово: αὐταῖς λέξεσι Plut., ἐπὶ λέξιν Plat. и κατὰ λέξιν Plut. (ср. 2) слово в слово, дословно, буквально;<br /><b class="num">2)</b> слово (слова), речь (λ. ἡ [[πρᾶξις]] Plat.): κατὰ λέξιν τε καὶ ᾠδήν Plat. речью и пением;<br /><b class="num">3)</b> выражение, оборот, тж. стиль Isocr., Plat.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 39: Line 39:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[diction]], [[style]], [[style of speaking]], [[way of speaking]]
|woodrun=[[diction]], [[style]], [[style of speaking]], [[way of speaking]]
}}
{{trml
|trtx====[[speech]]===
Albanian: fjalim; Arabic: حَدِيث‎, خُطْبَة‎, كَلَام‎, قَوْل‎, نُطْق‎; Archi: чӏат; Armenian: խոսք; Asturian: faladera; Azerbaijani: danışıq, nitq; Bashkir: телмәр; Basque: mintzamen; Belarusian: мова, гаворка, маўленне; Bengali: জবান; Bulgarian: говор, реч; Catalan: parla; Chinese Mandarin: 語言, 语言, 說話, 说话, 演說, 演说; Choctaw: anumpa; Czech: řeč; Danish: tale; Dutch: [[spraak]]; Estonian: kõne; Finnish: puhe; French: [[parole]]; Galician: galra, fala, falar; Georgian: სიტყვა, მეტყველება; German: [[Sprache]]; Greek: [[λόγος]], [[ομιλία]]; Haitian Creole: lapawòl; Hebrew: דיבור / דִּבּוּר‎; Hindi: उक्ति, बात, बातचीत, बोल, तक़रीर; Hungarian: beszéd; Icelandic: mál, tal, málhæfileiki, málfar, mæli, framburður; Irish: caint, urlabhra, labhairt; Isnag: kaxi; Italian: [[parola]]; Japanese: 演説, スピーチ; Kazakh: сөз, сөйлеу; Ket: ӄаʼ; Korean: 말, 말하기, 연설(演說); Kyrgyz: речь, сүйлөө; Latgalian: runa; Latin: [[dictio]], [[locutio]], [[eloquium]], [[fatum]]; Latvian: runa; Lithuanian: šneka, kalba; Luxembourgish: Sprooch; Macedonian: говор, реч; Malayalam: സംസാരം; Manchu: ᡤᡳᠰᡠᠨ; Mbyá Guaraní: ayvu; Mongolian Cyrillic: илтгэл, үг; Navajo: saad; Norwegian Bokmål: tale, stemme; Occitan: paraula; Old Church Slavonic Cyrillic: рѣчь; Glagolitic: ⱃⱑⱍⱐ; Persian: گفتار‎, سخن‎, صحبت‎, کلام‎; Polish: mowa; Portuguese: [[fala]]; Romanian: vorbire; Russian: [[речь]], [[дар речи]], [[говор]], [[говорение]]; Santali: ᱨᱳᱲ; Serbo-Croatian Cyrillic: го̏во̄р; Roman: gȍvōr; Slovak: reč; Slovene: govor inan; Spanish: [[habla]]; Swedish: tal; Tajik: гап, сухан; Thai: คำพูด, ถ้อย, พาท, วจนะ, ภารดี; Tocharian B: plāce; Turkish: konuşma, söz; Ukrainian: мова, говір, мовлення; Urdu: تَقْرِیر‎, گُف٘تار‎, سُخَن‎; Vietnamese: lời nói, ngôn từ; Welsh: lleferydd; Yagnobi: гап
===[[diction]]===
Bulgarian: дикция; Catalan: dicció; Chinese Mandarin: 吐字; Dutch: [[dictie]]; Estonian: väljendusviis, sõnastus; Finnish: sananvalinta, lausuntatapa, kirjoitustapa, diktio; French: [[diction]]; German: [[Ausdrucksweise]], [[Diktion]]; Ancient Greek: [[λέξις]]; Hebrew: דיקציה‎; Hungarian: előadásmód; Ido: diciono; Indonesian: diksi; Irish: briathraíocht; Italian: [[dizione]]; Japanese: 言い回し, ディクション; Kurdish Northern Kurdish: gotin, derbirîn; Latin: [[dictio]], [[eloquium]]; Persian: گویه‎, بیان‎; Polish: dykcja; Portuguese: [[dicção]]; Russian: [[дикция]]; Serbo-Croatian Cyrillic: дѝкција; Roman: dìkcija; Spanish: [[dicción]]; Turkish: söyleyim
===[[word]]===
Abkhaz: ажәа; Adyghe: гущыӏ; Afrikaans: woord; Albanian: fjalë, llaf; Ambonese Malay: kata; Amharic: ቃል; Arabic: كَلِمَة‎; Egyptian Arabic: كلمة‎; Hijazi Arabic: كلمة‎; Aragonese: parola; Aramaic Hebrew: מלתא‎; Syriac: ܡܠܬܐ‎; Archi: чӏат; Armenian: բառ; Aromanian: zbor, cuvendã; Assamese: শব্দ; Asturian: pallabra; Avar: рагӏул, рагӏи; Azerbaijani: söz, kəlmə; Balinese: kruna; Bashkir: һүҙ; Basque: hitz, berba; Belarusian: слова; Bengali: শব্দ, লফজ; Bikol Central: kataga; Breton: ger, gerioù; Bulgarian: дума, слово; Burmese: စကားလုံး, ပုဒ်, ပဒ; Buryat: үгэ; Catalan: paraula, mot; Cebuano: pulong; Chamicuro: nachale; Chechen: дош; Cherokee: ᎧᏁᏨ; Chichewa: mawu; Chickasaw: anompa; Chinese Cantonese: 詞, 词; Dungan: цы; Mandarin: 詞, 词, 單詞, 单词, 詞語, 词语; Chukchi: вэтгав; Chuvash: сӑмах; Classical Nahuatl: tēntli, tlahtōlli; Crimean Tatar: söz; Czech: slovo; Danish: ord; Dhivehi: ލަފުޒު‎; Drung: ka; Dutch: [[woord]]; Dzongkha: ཚིག; Eastern Mari: мут; Elfdalian: uord; Erzya: вал; Esperanto: vorto; Estonian: sõna; Even: төрэн; Evenki: турэн; Faroese: orð; Finnish: sana; French: [[mot]]; Friulian: peraule; Ga: wiemɔ; Galician: palabra, verba, pravoa, parola; Georgian: სიტყვა; German: [[Wort]]; Gothic: 𐍅𐌰𐌿𐍂𐌳; Greek: [[λέξη]]; Ancient Greek: [[λόγος]], [[ῥῆμα]], [[λέξις]], [[ὄψ]]; Greenlandic: oqaaseq; Guerrero Amuzgo: jñ'o; Gujarati: શબ્દ; Haitian Creole: mo; Hausa: kalma; Hawaiian: huaʻōlelo; Hebrew: מילה \ מִלָּה‎, דבר‎; Higaonon: polong; Hindi: शब्द, बात, लुग़त, लफ़्ज़; Hittite: 𒈨𒈪𒅀𒀸; Hungarian: szó; Ibanag: kagi; Icelandic: orð; Ido: vorto; Ilocano: sao; Indonesian: kata; Ingush: дош; Interlingua: parola, vocabulo; Irish: focal; Italian: [[parola]], [[vocabolo]], [[termine]]; Japanese: 言葉, 単語, 語; Javanese Carakan: ꦠꦼꦩ꧀ꦧꦸꦁ; Roman: tembung; K'iche': tzij; Kabardian: псалъэ; Kabyle: awal; Kaingang: vĩ; Kalmyk: үг; Kannada: ಶಬ್ದ, ಪದ; Kapampangan: kataya, salita, amanu; Karachay-Balkar: сёз; Karelian: sana; Kashubian: słowo; Kazakh: сөз; Khmer: ពាក្យ, ពាក្យសំដី; Korean: 말, 낱말, 단어(單語), 마디; Kurdish Central Kurdish: وشە‎; Northern Kurdish: peyv, bêje, kelîme; Kyrgyz: сөз; Ladin: parola; Ladino: palavra, פﭏאבﬞרה‎, biervo; Lak: махъ; Lao: ຄຳ; Latgalian: vuords; Latin: [[verbum]]; vocābulum, fātus; Latvian: vārds; Laz: ნენა; Lezgi: гаф; Ligurian: paròlla; Lingala: nkómbó; Lithuanian: žodis; Lombard: paròlla; Luxembourgish: Wuert; Lü: ᦅᧄ; Macedonian: збор, слово; Malay: kata, perkataan, kalimah; Malayalam: വാക്ക്, പദം, ശബ്ദം; Maltese: kelma; Maori: kupu; Mara Chin: bie; Marathi: शब्द; Middle English: word; Mingrelian: ზიტყვა, სიტყვა; Moksha: вал; Mongolian Cyrillic: үг; Mongolian: ᠦᠭᠡ; Moroccan Amazigh: ⴰⵡⴰⵍ; Mòcheno: bourt; Nahuatl: tlahtolli; Nanai: хэсэ; Nauruan: dorer; Navajo: saad; Nepali: शब्द; North Frisian Föhr-Amrum: wurd; Helgoland: Wür; Mooring: uurd; Sylt: Uurt; Northern Sami: sátni; Northern Yukaghir: аруу; Norwegian Bokmål: ord; Nynorsk: ord; Occitan: mot, paraula; Ojibwe: ikidowin; Okinawan: くとぅば; Old Church Slavonic Cyrillic: слово; Glagolitic: ⱄⰾⱁⰲⱁ; Old East Slavic: слово; Old English: word; Old Norse: orð; Oriya: ଶବ୍ଦ; Oromo: jecha; Ossetian: дзырд, ныхас; Pali: pada; Papiamentu: palabra; Pashto: لغت‎, کلمه‎; Persian: واژه‎, کلمه‎, لغت‎; Piedmontese: paròla; Plautdietsch: Wuat; Polabian: slüvǘ; Polish: słowo; Portuguese: [[palavra]], [[vocábulo]]; Punjabi: ਸ਼ਬਦ; Romanian: cuvânt, vorbă; Romansch: pled, plaid; Russian: [[слово]]; Rusyn: слово; S'gaw Karen: တၢ်ကတိၤ; Samoan: 'upu; Samogitian: žuodis; Sanskrit: शब्द, पद, अक्षरा; Santali: ᱨᱳᱲ; Sardinian: fueddu; Scots: wird, wurd; Scottish Gaelic: facal, briathar; Serbo-Croatian Cyrillic: ре̑ч, рије̑ч, сло̏во; Roman: rȇč, rijȇč, slȍvo; Sicilian: palora, parola; Sidamo: qaale; Silesian: suowo; Sindhi: لَفظُ‎; Sinhalese: වචනය; Skolt Sami: sääˊnn; Slovak: slovo; Slovene: beseda; Somali: eray; Sorbian Lower Sorbian: słowo; Upper Sorbian: słowo; Sotho: lentswe; Southern Sami: baakoe; Spanish: [[palabra]], [[vocablo]]; Sundanese: ᮊᮨᮎᮕ᮪; Swahili: neno; Swedish: ord; Tagalog: salita; Tahitian: parau; Tajik: вожа, калима, луғат; Tamil: வார்த்தை, சொல்; Tatar: сүз; Telugu: పదము, మాట; Thai: คำ; Tibetan: ཚིག; Tigrinya: ቃል; Tocharian B: reki; Tofa: соот; Tswana: lefoko; Tuareg: tăfert; Turkish: sözcük, kelime; Turkmen: söz; Tuvan: сөс; Udmurt: кыл; Ugaritic: 𐎅𐎆𐎚; Ukrainian: слово; Urdu: شبد‎, بات‎, کلمہ‎, لغت‎, لفظ‎; Uyghur: سۆز‎; Uzbek: soʻz; Venetian: paroła, paròła, paròla; Vietnamese: từ, lời, nhời, tiếng; Volapük: vöd; Walloon: mot; Waray-Waray: pulong; Welsh: gair; West Frisian: wurd; Western Cham: بۉه ڤنوۉئ‎; White Hmong: lo lus; Wolof: baat; Xhosa: igama; Yagnobi: гап; Yakut: тыл; Yiddish: וואָרט‎; Yoruba: ó̩ró̩gbólóhùn kan, ọ̀rọ̀; Yup'ik: qanruyun; Zazaki: çeku, kelime, qıse, qısa; Zhuang: cih; Zulu: igama, uhlamvu
}}
}}