λέξις

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέξις Medium diacritics: λέξις Low diacritics: λέξις Capitals: ΛΕΞΙΣ
Transliteration A: léxis Transliteration B: lexis Transliteration C: leksis Beta Code: le/cis

English (LSJ)

λέξεως, ἡ, (λέγω B)
A speech, opp. ᾠδή, Pl.Lg.816d; λέξις ἢ πρᾶξις speech or action, Id.R.396c; ὁ τρόπος λέξεως ib.400d; τὰ λέξει δηλούμενα orders given by word of mouth, Arr.Tact.27.2.
2 diction, style, ἡ ἐνθάδε λέξις the style used here (in courts of justice), Pl.Ap.17d; Μούσης λέξις = poetical diction, Id.Lg.795e, cf. Arist.Rh.1410b28, Po. 1450b13, etc.; περὶ Λέξεως, title of work by Ephorus, Theon Prog. 2.
II a single word or phrase, Arist.Rh.1406b1, Epicur.Nat.28p.4V., al. (pl.), D.T. 633.31, Plb.2.22.1, etc.; even a meaningless word, such as βλίτυρι, Diog.Stoic.3.213; ταῖς λέξις κέχρηται ταῖς αὐταῖς Plb.6.46.10; αὐταῖς λέξεσι or κατὰ λέξιν word for word, D.H.Pomp.2, Plu.2.869d, Ath.11.493d, D.L.2.113; later ἐπὶ λέξεως PLond.5.1713.14 (vi A.D.), Vit.Arist.p.438 Rose, etc.; collectively, κρατῶ καὶ λέξεως = the very words, Ath.7.275b, cf. Epicur.Nat.28p.15V., Gal.12.403.
2 κατὰ λέξιν = as the phrase goes, AP11.140 (Lucill.); παρὰ λέξιν incorrectly, Cic.Att.16.4.1.
3 Gramm., a word peculiar in form or signification: hence λέξεις is the older term for a glossary, Ῥοδιακαὶ λέξεις a glossary of Rhodian phrases, Ath.11.485e; cf. γλῶσσα II.2.
4 text of an author, opp. exegesis, Asp.in EN122.27, Arr.Epict.3.21.7, Dam.Pr.165, 169.

German (Pape)

[Seite 28] ἡ, das Sprechen, der Ausdruck, der Rede, Redeweise, Styl, vgl. Arist. poet. 6; Gegensatz πρᾶξις; ἔστι τι εἶδος λέξεώς τε καὶ διηγήσεως, Plat. Rep. III, 396 b; ξένως ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως Apol. 17 d, öfter; λόγου Isocr. 5, 4, bes. vom Ausdruck der Prosa. – Auch von einem einzelnen Worte, Pol. 2, 22, 1; αὐταῖς λέξεσιν αἷς ἐκεῖνος κέχρηται, 8, 11, 5 u. öfter; Plat. u. A.; κατὰ λέξιν, wörtlich, S. Emp. adv. phys. 1, 92. Auch = eine Redensart, Ath. VII, 275 b. – Bei den Grammatikern bes. ein altes, seltneres, od. einem Schriftsteller eigenthümliches Wort, das der Erklärung durch ein bekanntes, γλώσσημα, bedarf; so λέξις κωμική, πλατωνικαί u. ä., auch collectivisch, von einer Sammlung solcher Wörter.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de parler, parole;
2 manière de parler, élocution, style;
3 mot, expression : αὐταῖς λέξεσι PLUT, ἐπὶ λέξιν PLAT, κατὰ λέξιν PLUT mot à mot, textuellement, à la lettre, littéralement.
Étymologie: λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

λέξις: λέξεως ἡ λέγω III]
1 слово: αὐταῖς λέξεσι Plut., ἐπὶ λέξιν Plat. и κατὰ λέξιν Plut. (ср. 2) слово в слово, дословно, буквально;
2 слово (слова), речь (λ. ἡ πρᾶξις Plat.): κατὰ λέξιν τε καὶ ᾠδήν Plat. речью и пением;
3 выражение, оборот, тж. стиль Isocr., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

λέξις: λέξεως, ἡ, (λέγω) ὁμιλία, ἀντίθ. τῷ ᾠδή, Πλάτ. Νόμ. 816D· λ. ἢ πρᾶξις, τὸ λέγειν ἢ τὸ πράττειν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 396C· ὁ τρόπος τῆς λ. αὐτόθι 400D, κτλ. 2) τρόπος τοῦ λέγειν, ἡ ἐνθάδε λ., τὸ ἐνταῦθα ἐν χρήσει ὕφος (ἐν δικαστηρίοις δηλ.), ὁ αὐτ. εἰς Ἀπολ. 17D· Μούσης λ., ποιητικὸν ὕφος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 795Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 8 ἑξ., Ποιητ. 6, 6, κτλ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἁπλῶς μία λέξιςφράσις, Πολύβ. 2. 22, 1, κτλ.· ταῖς λ. χρῆσθαι ταῖς αὐταῖς ὁ αὐτ. 6. 46, 10· αὐταῖς λέξεσι ἢ κατὰ λέξιν, λέξιν πρὸς λέξιν, Διον. Ἁλ., Πλούτ., κτλ.· περιληπτικῶς, κρατῶ καὶ τῆς λέξεως, αὐτῶν τῶν λέξεων, Ἀθήν. 275Β. 2) κατὰ λέξιν, χάριν ἐξηγήσεως, Ἀθήν. 493D, πρβλ. Διογ. Λ. 2. 113· ὡσαύτως, ὡς ἡ φράσις φέρεται, Ἀνθ. Π. 11. 140· - παρὰ λέξιν, οὐχὶ ὀρθῶς, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 4. 3) παρὰ Γραμμ., λέξις τις ἰδιόρρυθμος τὸν τύπον ἢ τὴν σημασίαν· ἐντεῦθεν λέξεις εἶναι τὸ ἀρχαιότερον ὄνομα ἀντὶ τοῦ μετὰ ταῦτα «γλωσσάριον», Ροδιακαὶ λέξεις, γλωσσάριον Ροδιακῶν φράσεων, Ἀθήν. 485Ε· πρβλ. γλῶσσα ΙΙ. 2.

Greek Monolingual

η (AM λέξις)
1. το μικρότερο στοιχείο του προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῦτο σημαίνει κυρίως», Πολ.)
2. φρ. «κατά λέξη» ή «κατὰ λέξιν» ή «αὐταῖς λέξεσι» — αυτολεξεί
νεοελλ.
1. η γραπτή παράσταση της λέξης («μού έσβησε μόνο μια λέξη από το κείμενο»)
2. (πληροφ.) στοιχειώδης μονάδα χωρητικότητας της μνήμης ενός υπολογιστή, απαρτιζόμενη από αλληλουχία δυαδικών ψηφίων ή χαρακτήρων που αποτελούν μια ενότητα
3. φρ. α) «κατά λέξη μετάφραση» ή «κατά λέξη ερμηνεία» — η μετάφραση ή η ερμηνεία η οποία ακολουθεί τη σειρά τών λέξεων του πρωτοτύπου και τίς αποδίδει πιστά, σε αντιδιαστολή με την ελεύθερη απόδοση
β) «επί λέξει» — αυτολεξεί
γ) «λέξη προς λέξη» — με κάθε λεπτομέρεια, καταλεπτώς
δ) «μην πεις λέξη» ή «μην βγάλεις λέξη» — σιωπή!
ε) «παίζω με τις λέξεις» — κάνω λογοπαίγνια, χρησιμοποιώ διαφορετικές λέξεις για να πω το ίδιο πράγμα
στ) «με μια λέξη» ή «με δυο λέξεις» ή «με λίγες λέξεις» — σύντομα, με συντομία λόγου
μσν.-αρχ.
1. ο χαρακτήρας του λόγου κάποιου, το λεκτικό, το ύφος («μηδένα λόγον αὐτῶν μηδὲ τὴν λέξιν ἐπαινεῖν», Ισοκρ.)
2. διήγηση
3. κεφάλαιο διήγησης
4. γλώσσα έθνους ή ομάδας ανθρώπων
αρχ.
1. ομιλία, λόγοςἐπειδὰν ἀφίκηται ἐν τῇ διηγήσει ἐπὶ λέξιν τινὰ ἢ πρᾱξιν», Πλάτ.)
2. σπάνιος όρος που χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση με άλλον γνωστότερο
3. το κείμενο ενός συγγραφέα, σε αντιδιαστολή με την εξήγηση του κειμένου
4. στον πληθ. αἱ λέξεις
το γλωσσάριο
5. φρ. «παρά λέξιν» — εσφαλμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέκ-σις < λέγ-σις < λέγ-ω ουσιαστικό δηλωτικό της ενέργειας του λέγω (πρβλ. πρᾶξις < πράττω, λύσις < λύω).
ΠΑΡ. λεξίδιο(ν), λεξικό(ν), λεξικός
αρχ.
λεξείδιον, λεξίδριον
νεοελλ.
λεξούλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λεξιγράφος, λεξιθήρας
αρχ.
λεξίθηρος
νεοελλ.
λεξιλογία, λεξιλόγιο. (Β' συνθετικό) νεοελλ. κυβόλεξο, σταυρόλεξο].

Greek Monotonic

λέξις: -εως, ἡ (λέγω
I. 1. λόγος, έκφραση, ομιλία, σε Πλάτ.
2. τρόπος ομιλίας, λεκτικό, ύφος, στον ίδ. κ.λπ. ΙI. κατὰ λέξιν, κυριολεκτικά, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

See also: s. λέγω.

Middle Liddell

λέξις, εως λέγω
I. a speaking, saying, speech, Plat.
2. a way of speaking, diction, style, Plat., etc.
II. κατὰ λέξιν as the phrase goes, Anth.

Frisk Etymology German

λέξις: {léksis}
Grammar: f.
Meaning: Rede
See also: s. λέγω.
Page 2,104

English (Woodhouse)

diction, style, style of speaking, way of speaking

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

speech

Albanian: fjalim; Arabic: حَدِيث‎, خُطْبَة‎, كَلَام‎, قَوْل‎, نُطْق‎; Archi: чӏат; Armenian: խոսք; Asturian: faladera; Azerbaijani: danışıq, nitq; Bashkir: телмәр; Basque: mintzamen; Belarusian: мова, гаворка, маўленне; Bengali: জবান; Bulgarian: говор, реч; Catalan: parla; Chinese Mandarin: 語言, 语言, 說話, 说话, 演說, 演说; Choctaw: anumpa; Czech: řeč; Danish: tale; Dutch: spraak; Estonian: kõne; Finnish: puhe; French: parole; Galician: galra, fala, falar; Georgian: სიტყვა, მეტყველება; German: Sprache; Greek: λόγος, ομιλία; Haitian Creole: lapawòl; Hebrew: דיבור / דִּבּוּר‎; Hindi: उक्ति, बात, बातचीत, बोल, तक़रीर; Hungarian: beszéd; Icelandic: mál, tal, málhæfileiki, málfar, mæli, framburður; Irish: caint, urlabhra, labhairt; Isnag: kaxi; Italian: parola; Japanese: 演説, スピーチ; Kazakh: сөз, сөйлеу; Ket: ӄаʼ; Korean: 말, 말하기, 연설(演說); Kyrgyz: речь, сүйлөө; Latgalian: runa; Latin: dictio, locutio, eloquium, fatum; Latvian: runa; Lithuanian: šneka, kalba; Luxembourgish: Sprooch; Macedonian: говор, реч; Malayalam: സംസാരം; Manchu: ᡤᡳᠰᡠᠨ; Mbyá Guaraní: ayvu; Mongolian Cyrillic: илтгэл, үг; Navajo: saad; Norwegian Bokmål: tale, stemme; Occitan: paraula; Old Church Slavonic Cyrillic: рѣчь; Glagolitic: ⱃⱑⱍⱐ; Persian: گفتار‎, سخن‎, صحبت‎, کلام‎; Polish: mowa; Portuguese: fala; Romanian: vorbire; Russian: речь, дар речи, говор, говорение; Santali: ᱨᱳᱲ; Serbo-Croatian Cyrillic: го̏во̄р; Roman: gȍvōr; Slovak: reč; Slovene: govor inan; Spanish: habla; Swedish: tal; Tajik: гап, сухан; Thai: คำพูด, ถ้อย, พาท, วจนะ, ภารดี; Tocharian B: plāce; Turkish: konuşma, söz; Ukrainian: мова, говір, мовлення; Urdu: تَقْرِیر‎, گُف٘تار‎, سُخَن‎; Vietnamese: lời nói, ngôn từ; Welsh: lleferydd; Yagnobi: гап

diction

Bulgarian: дикция; Catalan: dicció; Chinese Mandarin: 吐字; Dutch: dictie; Estonian: väljendusviis, sõnastus; Finnish: sananvalinta, lausuntatapa, kirjoitustapa, diktio; French: diction; German: Ausdrucksweise, Diktion; Ancient Greek: λέξις; Hebrew: דיקציה‎; Hungarian: előadásmód; Ido: diciono; Indonesian: diksi; Irish: briathraíocht; Italian: dizione; Japanese: 言い回し, ディクション; Kurdish Northern Kurdish: gotin, derbirîn; Latin: dictio, eloquium; Persian: گویه‎, بیان‎; Polish: dykcja; Portuguese: dicção; Russian: дикция; Serbo-Croatian Cyrillic: дѝкција; Roman: dìkcija; Spanish: dicción; Turkish: söyleyim

word

Abkhaz: ажәа; Adyghe: гущыӏ; Afrikaans: woord; Albanian: fjalë, llaf; Ambonese Malay: kata; Amharic: ቃል; Arabic: كَلِمَة‎; Egyptian Arabic: كلمة‎; Hijazi Arabic: كلمة‎; Aragonese: parola; Aramaic Hebrew: מלתא‎; Syriac: ܡܠܬܐ‎; Archi: чӏат; Armenian: բառ; Aromanian: zbor, cuvendã; Assamese: শব্দ; Asturian: pallabra; Avar: рагӏул, рагӏи; Azerbaijani: söz, kəlmə; Balinese: kruna; Bashkir: һүҙ; Basque: hitz, berba; Belarusian: слова; Bengali: শব্দ, লফজ; Bikol Central: kataga; Breton: ger, gerioù; Bulgarian: дума, слово; Burmese: စကားလုံး, ပုဒ်, ပဒ; Buryat: үгэ; Catalan: paraula, mot; Cebuano: pulong; Chamicuro: nachale; Chechen: дош; Cherokee: ᎧᏁᏨ; Chichewa: mawu; Chickasaw: anompa; Chinese Cantonese: 詞, 词; Dungan: цы; Mandarin: 詞, 词, 單詞, 单词, 詞語, 词语; Chukchi: вэтгав; Chuvash: сӑмах; Classical Nahuatl: tēntli, tlahtōlli; Crimean Tatar: söz; Czech: slovo; Danish: ord; Dhivehi: ލަފުޒު‎; Drung: ka; Dutch: woord; Dzongkha: ཚིག; Eastern Mari: мут; Elfdalian: uord; Erzya: вал; Esperanto: vorto; Estonian: sõna; Even: төрэн; Evenki: турэн; Faroese: orð; Finnish: sana; French: mot; Friulian: peraule; Ga: wiemɔ; Galician: palabra, verba, pravoa, parola; Georgian: სიტყვა; German: Wort; Gothic: 𐍅𐌰𐌿𐍂𐌳; Greek: λέξη; Ancient Greek: λόγος, ῥῆμα, λέξις, ὄψ; Greenlandic: oqaaseq; Guerrero Amuzgo: jñ'o; Gujarati: શબ્દ; Haitian Creole: mo; Hausa: kalma; Hawaiian: huaʻōlelo; Hebrew: מילה \ מִלָּה‎, דבר‎; Higaonon: polong; Hindi: शब्द, बात, लुग़त, लफ़्ज़; Hittite: 𒈨𒈪𒅀𒀸; Hungarian: szó; Ibanag: kagi; Icelandic: orð; Ido: vorto; Ilocano: sao; Indonesian: kata; Ingush: дош; Interlingua: parola, vocabulo; Irish: focal; Italian: parola, vocabolo, termine; Japanese: 言葉, 単語, 語; Javanese Carakan: ꦠꦼꦩ꧀ꦧꦸꦁ; Roman: tembung; K'iche': tzij; Kabardian: псалъэ; Kabyle: awal; Kaingang: vĩ; Kalmyk: үг; Kannada: ಶಬ್ದ, ಪದ; Kapampangan: kataya, salita, amanu; Karachay-Balkar: сёз; Karelian: sana; Kashubian: słowo; Kazakh: сөз; Khmer: ពាក្យ, ពាក្យសំដី; Korean: 말, 낱말, 단어(單語), 마디; Kurdish Central Kurdish: وشە‎; Northern Kurdish: peyv, bêje, kelîme; Kyrgyz: сөз; Ladin: parola; Ladino: palavra, פﭏאבﬞרה‎, biervo; Lak: махъ; Lao: ຄຳ; Latgalian: vuords; Latin: verbum; vocābulum, fātus; Latvian: vārds; Laz: ნენა; Lezgi: гаф; Ligurian: paròlla; Lingala: nkómbó; Lithuanian: žodis; Lombard: paròlla; Luxembourgish: Wuert; Lü: ᦅᧄ; Macedonian: збор, слово; Malay: kata, perkataan, kalimah; Malayalam: വാക്ക്, പദം, ശബ്ദം; Maltese: kelma; Maori: kupu; Mara Chin: bie; Marathi: शब्द; Middle English: word; Mingrelian: ზიტყვა, სიტყვა; Moksha: вал; Mongolian Cyrillic: үг; Mongolian: ᠦᠭᠡ; Moroccan Amazigh: ⴰⵡⴰⵍ; Mòcheno: bourt; Nahuatl: tlahtolli; Nanai: хэсэ; Nauruan: dorer; Navajo: saad; Nepali: शब्द; North Frisian Föhr-Amrum: wurd; Helgoland: Wür; Mooring: uurd; Sylt: Uurt; Northern Sami: sátni; Northern Yukaghir: аруу; Norwegian Bokmål: ord; Nynorsk: ord; Occitan: mot, paraula; Ojibwe: ikidowin; Okinawan: くとぅば; Old Church Slavonic Cyrillic: слово; Glagolitic: ⱄⰾⱁⰲⱁ; Old East Slavic: слово; Old English: word; Old Norse: orð; Oriya: ଶବ୍ଦ; Oromo: jecha; Ossetian: дзырд, ныхас; Pali: pada; Papiamentu: palabra; Pashto: لغت‎, کلمه‎; Persian: واژه‎, کلمه‎, لغت‎; Piedmontese: paròla; Plautdietsch: Wuat; Polabian: slüvǘ; Polish: słowo; Portuguese: palavra, vocábulo; Punjabi: ਸ਼ਬਦ; Romanian: cuvânt, vorbă; Romansch: pled, plaid; Russian: слово; Rusyn: слово; S'gaw Karen: တၢ်ကတိၤ; Samoan: 'upu; Samogitian: žuodis; Sanskrit: शब्द, पद, अक्षरा; Santali: ᱨᱳᱲ; Sardinian: fueddu; Scots: wird, wurd; Scottish Gaelic: facal, briathar; Serbo-Croatian Cyrillic: ре̑ч, рије̑ч, сло̏во; Roman: rȇč, rijȇč, slȍvo; Sicilian: palora, parola; Sidamo: qaale; Silesian: suowo; Sindhi: لَفظُ‎; Sinhalese: වචනය; Skolt Sami: sääˊnn; Slovak: slovo; Slovene: beseda; Somali: eray; Sorbian Lower Sorbian: słowo; Upper Sorbian: słowo; Sotho: lentswe; Southern Sami: baakoe; Spanish: palabra, vocablo; Sundanese: ᮊᮨᮎᮕ᮪; Swahili: neno; Swedish: ord; Tagalog: salita; Tahitian: parau; Tajik: вожа, калима, луғат; Tamil: வார்த்தை, சொல்; Tatar: сүз; Telugu: పదము, మాట; Thai: คำ; Tibetan: ཚིག; Tigrinya: ቃል; Tocharian B: reki; Tofa: соот; Tswana: lefoko; Tuareg: tăfert; Turkish: sözcük, kelime; Turkmen: söz; Tuvan: сөс; Udmurt: кыл; Ugaritic: 𐎅𐎆𐎚; Ukrainian: слово; Urdu: شبد‎, بات‎, کلمہ‎, لغت‎, لفظ‎; Uyghur: سۆز‎; Uzbek: soʻz; Venetian: paroła, paròła, paròla; Vietnamese: từ, lời, nhời, tiếng; Volapük: vöd; Walloon: mot; Waray-Waray: pulong; Welsh: gair; West Frisian: wurd; Western Cham: بۉه ڤنوۉئ‎; White Hmong: lo lus; Wolof: baat; Xhosa: igama; Yagnobi: гап; Yakut: тыл; Yiddish: וואָרט‎; Yoruba: ó̩ró̩gbólóhùn kan, ọ̀rọ̀; Yup'ik: qanruyun; Zazaki: çeku, kelime, qıse, qısa; Zhuang: cih; Zulu: igama, uhlamvu