ξέω: Difference between revisions

m
Text replacement - " Vermutung" to " Vermutung"
(6_20)
m (Text replacement - " Vermutung" to " Vermutung")
 
(37 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kseo
|Transliteration C=kseo
|Beta Code=ce/w
|Beta Code=ce/w
|Definition=impf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἔξεον <span class="bibl">Od.23.199</span> : fut. ξέσω <span class="bibl">Paul.Aeg.3.22.12</span> : aor. ἔξεσα <span class="bibl">Sophr.110</span> ; Ep. ξέσσα <span class="bibl">Od.5.245</span>, ξέσα <span class="bibl">Simon.185</span> A: pf. ἔξεκα <span class="bibl">Choerob. <span class="title">in Theod.</span>2.80</span>:—Pass., Hsch.s.v. [[σπαρασσόμεθα]]: aor. inf. ξεσθῆναι <span class="title">Gp.</span>10.65.6, (κατ-) Plu.2.953b: pf. ἔξεσμαι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>728</span>, (ἀπ-) <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>109</span>: plpf. ἔξεστο <span class="bibl">Hld.5.14</span>:<b class="b2">—shave</b> or <b class="b2">plane</b> timber, ξέσσεδ' ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν <span class="bibl">Od.5.245</span>,cf.<span class="bibl">17.341</span>,<span class="bibl">21.44</span>; οἱ ξέοντες <span class="bibl">Pl.<span class="title">Thg.</span>124b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">carve</b> wood, <b class="b2">shape by carving</b>, λέχος ἔξεον, ὄφρ' ἐτέλεσσα <span class="bibl">Od.23.199</span> ; <b class="b3">τίς νιν ξέσε</b>; <b class="b3">Σκόπας</b> Simon.l.c.:—Pass., Hld.l.c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">whittle, pare</b>, in grafting, <span class="title">Gp.</span>4.12.14. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">scrape smooth, polish</b>, τοὺς ὄνυχας <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VS</span>2.5.2</span> ; <b class="b3">τὸ βλέφαρον ξέσομεν διὰ κισήρεως</b> Paul.Aeg.l.c. ; τὸ ὀστοῦν Id.6.2 ; <b class="b3">στήμων ἐξεσμένος</b> <b class="b2">smoothed</b> thread, Ar.l.c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">roughen by scraping</b>, προτετραχυμμένης &lt;καὶ οἷον&gt; ἐξεσμένης τῆς ὑστέρας <span class="bibl">Sor.1.36</span> ; <b class="b2">irritate</b>, ἔντερα <span class="bibl">Aret. <span class="title">SD</span>2.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> = [[ξαίνω]], <b class="b2">flog</b>, τοὺς ἐν δικαστηρίῳ ξεσθέντας καὶ ξύλοις τυφθέντας Orib.<span class="title">Fr.</span>90 ; τοὺς ἐν δικαστηρίῳ μαστιγωθέντας καὶ ξεσθέντας <span class="bibl">Aët.15.37</span>.</span>
|Definition=impf.<br><span class="bld">A</span> ἔξεον Od.23.199: fut. ξέσω Paul.Aeg.3.22.12: aor. ἔξεσα Sophr.110; Ep. [[ξέσσα]] Od.5.245, ξέσα Simon.185 A: pf. ἔξεκα Choerob. ''in Theod.''2.80:—Pass., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] σπαρασσόμεθα: aor. inf. ξεσθῆναι ''Gp.''10.65.6, (κατ-) Plu.2.953b: pf. ἔξεσμαι Ar.''Fr.''728, (ἀπ-) Hp.''Nat.Mul.''109: plpf. ἔξεστο Hld.5.14:—[[shave timber]] or [[plane timber]], ξέσσεδ' ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν Od.5.245,cf.17.341,21.44; οἱ ξέοντες Pl.''Thg.''124b.<br><span class="bld">2</span> [[carve]] [[wood]], [[shape by carving]], [[λέχος]] ἔξεον, ὄφρ' ἐτέλεσσα Od.23.199; <b class="b3">τίς νιν ξέσε</b>; [[Σκόπας]] Simon.l.c.:—Pass., Hld.l.c.<br><span class="bld">3</span> [[whittle]], [[pare]], in [[graft]]ing, ''Gp.''4.12.14.<br><span class="bld">II</span> [[scrape smooth]], [[polish]], τοὺς ὄνυχας Philostr.''VS''2.5.2; <b class="b3">τὸ βλέφαρον ξέσομεν διὰ κισήρεως</b> Paul.Aeg.l.c.; τὸ ὀστοῦν Id.6.2; <b class="b3">στήμων ἐξεσμένος</b> [[smoothed]] [[thread]], Ar.l.c.<br><span class="bld">2</span> [[roughen by scraping]], προτετραχυμμένης ἐξεσμένης τῆς ὑστέρας Sor.1.36; [[irritate]], ἔντερα Aret. ''SD''2.9.<br><span class="bld">3</span> = [[ξαίνω]], [[flog]], τοὺς ἐν δικαστηρίῳ ξεσθέντας καὶ ξύλοις τυφθέντας Orib.''Fr.''90; τοὺς ἐν δικαστηρίῳ μαστιγωθέντας καὶ ξεσθέντας Aët.15.37.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0278.png Seite 278]] (ξυ), <b class="b2">schaben</b>, glatt machen, durch Behauen, Hobeln, Schaben u. <b class="b2">dgl. glättenn</b>. poliren, bes. vom Holze; Od. 5, 245. 17, 341. 21, 44, ξέσσεν [[ἐπισταμένως]], von der Bearbeitung des Holzes zum Schiffod. Hausbau; auch [[λέχος]] ἔξεον, 23, 199. Einzeln bei Sp. von den Arbeiten des Zimmermanns, Tischlers, Drechslers, Hornarbeiters, Steinmetzen. – Uebertr. von der Rede, sein ausarbeiten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0278.png Seite 278]] (ξυ), [[schaben]], glatt machen, durch Behauen, Hobeln, Schaben u. <b class="b2">dgl. glättenn</b>. poliren, bes. vom Holze; Od. 5, 245. 17, 341. 21, 44, ξέσσεν [[ἐπισταμένως]], von der Bearbeitung des Holzes zum Schiffod. Hausbau; auch [[λέχος]] ἔξεον, 23, 199. Einzeln bei Sp. von den Arbeiten des Zimmermanns, Tischlers, Drechslers, Hornarbeiters, Steinmetzen. – Übertr. von der Rede, sein ausarbeiten.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἔξεον, <i>f.</i> ξέσω, <i>ao.</i> ἔξεσα, <i>pf.</i> ἔξηκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐξέσθην, <i>pf.</i> ἔξεσμαι, <i>pqp.</i> ἐξέσμην;<br />racler, gratter ; polir.<br />'''Étymologie:''' R. Ξυ racler.
}}
{{elru
|elrutext='''ξέω:''' (aor. [[ἔξεσα]] - эп. [[ξέσσα]]; pass.: aor. ἐξέσθην, pf. ἔξεσμαι; adj. verb. [[ξεστός]])<br /><b class="num">1</b> [[строгать]], [[обтачивать]], [[обтесывать]] ([[λέχος]], οὐδὸν δρύϊνον Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[лощить]] ([[στήμων]] ἐξεσμένος Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξέω''': παρατ. ἐξεον Ὀδ. Ψ. 199: ἀόρ. ἔξεσα Σώφρων 73 Ahr., Ἐπικ. ξέσσα Ὀδ.: πρκμ. ἔξηκα (ἔξεκα?) Ὀξ. Ἀν. 4. 196, 31. - Παθ. ἀόρ. ξεσθῆναι Γεωπ.: πρκμ. ἔξεσμαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 684· - πρβλ. ἀπο-, ἐπι-, καταξέω. Λεαίνω, στιλβώνω ξέων, ῥινίζων, ῥοκανίζων, κτλ., Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ἀείποτε ἐπὶ ξύλου, [[ξέσσε]] δ’ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ σταθμὴν ἴθυνεν Ε. 245, πρβλ. Ρ. 341., Φ. 44· [[λέχος]] ἔξεον, ὄφρ’ ἐτέλεσσα Ψ. 199· [[μετέπειτα]] ἐπὶ γλύπτου, Σιμων. (;) 186· οἱ ξέοντες Πλάτ. Θεάγ. 124Β· [[στήμων]] ἐξεσμένος, [[καλῶς]] τεταμένος, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ξύω, [[ἑπομένως]] [[ἐρεθίζω]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9. Συγγενὲς τῷ ξύω, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ αὐτὸ κατὰ σημασίαν. Ἐκ. τοῦ ξέω παράγονται τὰ ξόανον, ξοΐς, -ξόος (ἐν τῷ [[κεραοξόος]] κτλ.)· ἐκ δὲ τοῦ ξύω παράγονται τὰ ξυρόν, ξυστός, [[ξύστρα]], ξύσις, ξύσμα, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. kshu-ras ([[ξυρόν]], [[ξυράφιον]]), Ἀρχ. Γερμ. sche-ran ([[κείρω]]), κτλ.· - [[ἴσως]] τὸ Λατ. scabo, Ἀγγλ. shave, [[ξυρίζω]], [[εἶναι]] συγγενές, ὡς καὶ τὰ scalpo, sculpo, καὶ Ἑλλ. [[ξαίνω]], [[ξίφος]] (ὃ ἴδε)· - ὁ Aufrecht. παραβάλλει [[ὡσαύτως]] τὸ ἐν ταῖς Βέδαις Kshnu (ἀκονῶ)).
|lstext='''ξέω''': παρατ. ἐξεον Ὀδ. Ψ. 199: ἀόρ. ἔξεσα Σώφρων 73 Ahr., Ἐπικ. ξέσσα Ὀδ.: πρκμ. ἔξηκα (ἔξεκα?) Ὀξ. Ἀν. 4. 196, 31. - Παθ. ἀόρ. ξεσθῆναι Γεωπ.: πρκμ. ἔξεσμαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 684· - πρβλ. ἀπο-, ἐπι-, καταξέω. Λεαίνω, στιλβώνω ξέων, ῥινίζων, ῥοκανίζων, κτλ., Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ἀείποτε ἐπὶ ξύλου, [[ξέσσε]] δ’ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ σταθμὴν ἴθυνεν Ε. 245, πρβλ. Ρ. 341., Φ. 44· [[λέχος]] ἔξεον, ὄφρ’ ἐτέλεσσα Ψ. 199· [[μετέπειτα]] ἐπὶ γλύπτου, Σιμων. (;) 186· οἱ ξέοντες Πλάτ. Θεάγ. 124Β· [[στήμων]] ἐξεσμένος, [[καλῶς]] τεταμένος, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ξύω, [[ἑπομένως]] [[ἐρεθίζω]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9. Συγγενὲς τῷ ξύω, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] τὸ αὐτὸ κατὰ σημασίαν. Ἐκ. τοῦ ξέω παράγονται τὰ ξόανον, ξοΐς, -ξόος (ἐν τῷ [[κεραοξόος]] κτλ.)· ἐκ δὲ τοῦ ξύω παράγονται τὰ ξυρόν, ξυστός, [[ξύστρα]], ξύσις, ξύσμα, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. kshu-ras ([[ξυρόν]], [[ξυράφιον]]), Ἀρχ. Γερμ. sche-ran ([[κείρω]]), κτλ.· - [[ἴσως]] τὸ Λατ. scabo, Ἀγγλ. shave, [[ξυρίζω]], [[εἶναι]] συγγενές, ὡς καὶ τὰ scalpo, sculpo, καὶ Ἑλλ. [[ξαίνω]], [[ξίφος]] (ὃ ἴδε)· - ὁ Aufrecht. παραβάλλει [[ὡσαύτως]] τὸ ἐν ταῖς Βέδαις Kshnu (ἀκονῶ)).
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. ἔξεσε, [[ξέσσε]]: [[scrape]], [[hew]] [[smooth]], [[polish]]; ἀπὸ (adv.) δ' ἔξεσε χεῖρα, ‘[[cut]] [[clean]] [[off]],’ Il. 5.81.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ξέω)<br /><b>1.</b> [[ξύνω]]<br /><b>2.</b> [[λειαίνω]] [[επιφάνεια]] με [[ξύσιμο]], με [[τριβή]] ή με κοπτικό [[εργαλείο]] («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποξέω]], [[απαλείφω]] με [[ξύσιμο]], [[αποτρίβω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[διακοσμώ]] [[αντικείμενο]] χαράζοντάς το<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[στιλβώνω]], [[γυαλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (και για γλυπτικό [[έργο]]) [[λαξεύω]], [[σκαλίζω]] («[[λέχος]] ἔξεον, ὄφρ' ἐτέλεσσα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ερεθίζω]] ξύνοντας («τὰ μὲν ἐπιπολῆς ξέει ἔντερα», Αρετ.)<br /><b>3.</b> (το παθ.) <i>ξέομαι</i><br />[[γδέρνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ξέω</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>qs</i>-<i>es</i>-, που μπορεί να συνδεθεί με τη [[ρίζα]] <i>qes</i>- «ξέω, [[γδέρνω]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>česati</i> «[[ξαίνω]]»). Κατ' άλλους, δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές ρίζες [[αλλά]] για τη [[ρίζα]] <i>qes</i>-, από την οποία με [[μετάθεση]] τών συμφώνων (<i>qes</i>- > <i>qse</i>-) σχηματίστηκε το <i>ξέω</i>. Το ρ. <i>ξέω</i> συνδέεται σημασιολογικά με τα [[ξαίνω]] και <i>ξύω</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ξύνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ξέσις]], [[ξέσμα]], [[ξεστός]], [[ξέστρο]](<i>ν</i>), <i>ξόαν</i>(<i>ο</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξεσμός]], [[ξοΐς]], [[ξοΐτης]], [[ξοός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ξεστήρ]](<i>ας</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξέστρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αναξέω]], [[αποξέω]], [[διαξέω]], [[περιξέω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιξέω]], [[εγξέω]], [[εκξέω]]. [[επιξέω]], [[καταξέω]], [[παραξέω]], [[προαναξέω]], [[προσαποξέω]], [[συγξέω]], [[υποξέω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξέω:''' παρατ. <i>ἔξεον</i>, αόρ. αʹ [[ἔξεσα]], Επικ. [[ξέσσα]] — Παθ., παρακ. <i>ἔξεσμαι</i>· [[λειαίνω]] ή [[στιλβώνω]] με [[ξύσιμο]], [[πλάνισμα]] ([[ροκάνισμα]]), [[λιμάρισμα]]· λέγεται για ξυλουργό, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[shave]], [[carve]], [[smooth]], [[polish]].<br />Other forms: Aor. <b class="b3">ξέσ(σ)αι</b> (Il.), pass. [[ξεσθῆναι]], perf. midd. [[ἔξεσμαι]] (IA.), fut. [[ξέσω]] (Paul. Aeg.), perf. act. [[ἔξεκα]] (Choerob.), Vbaladj. [[ξεστός]] (Il.; Ammann <b class="b3">Μνήμης χάριν</b> 1, 16).<br />Compounds: Also with prefix, e.g. <b class="b3">ἀπο-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b3">παρα-</b>, <b class="b3">περι-</b>.<br />Derivatives: 1. [[ξέσις]] (<b class="b3">ἀπό-</b>) f. [[smoothing]], [[carving]] (Thphr., Delph. IVa); 2. [[ξέσματα]] pl. [[carving]], [[chips]], [[carved objects]] (M. Ant., AP ); 3. [[ξεσμοῖς]] dat. pl. H. as explanation of [[σπαράγμασι]]. 4. [[ξόανον]] n. <b class="b2">(carved) image og (a) god</b> (S., E., X.), name of a (carved?) musical instrument (S. Fr. 238); <b class="b3">ξοάνων προθύρων ἐξεσμένων</b> H.; formation like [[ὄχανον]] (: [[ἔχω]]), [[πλόκανον]] (: [[πλέκω]]) a.o. (Chantraine 198; not with Bq, WP. 1, 450 a.o. from [[ξύω]]; nor with Latte Glotta 32, 35 f. subst. adj.); dimin. [[ξοάνιον]] (Anaphe IIa). 5. [[ξοΐς]], <b class="b3">-ίδος</b> f. [[chisel]] (hell. inscr.) with [[ξοΐδιον]] (pap. IIIp) and [[ξοΐτης]] m. name of a profession (Isauria; Redard 36); prob. directly from [[ξέω]] after [[κοπίς]], [[δορίς]] a.o. (cf. Chantraine 338); <b class="b3">ξοός ξυσμός</b>, [[ὁλκός]] H. 6. Of the prefixed forms: [[διαξόος]] m. [[sculptor]] (Delph. 341a), <b class="b3">ἀμφί-ξοος</b> (<b class="b3">-ους</b>) [[smoothing round about]] (AP); <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">κατα-</b>, <b class="b3">παρα-ξοή</b>, <b class="b3">-ά</b> [[carving]], [[smoothing etc.]] (inscr.). -- On itself stand with lengthened grade <b class="b3">ξώστρα ψηκτρίς</b>, [[ψήκτρια]] H. (acc. to WP. 1, 450 a.o. rather to [[ξύω]]).<br />Origin: ??<br />Etymology: With [[ξύω]] (and [[ξαίνω]]?) cognate (s. vv.); without close agreement outside Greek. The stem <b class="b3">ξεσ-</b>, reconstructed from <b class="b3">ξεσ-τός</b>, <b class="b3">ξέσ-(σ)αι</b> a.o., which is at the basis of all forms cited above, is after traditional interpretation to be analysed as <b class="b3">ξ-εσ-</b>(= [[ks-es-]]) and to be interpreted as zero grade with <b class="b3">εσ-</b>enlargement (cf. on [[τρέω]]) of the IE root <b class="b2">*kes-</b> in OCS [[čes-ati]] [[comb]] a.o. (s. <b class="b3">κέσ-κεον</b>) [[scratch]], [[comb]] (e.g. Brugmann Grundr.2 II: 3, 343 with Persson Stud. 88); connection with [[κεάζω]] a. cogn. (s. v.) can as well be considered. -- Diff. suggestion in Schwyzer 269 and 329: [[ξέω]] metathesized from <b class="b2">*kes-ō</b> (= OCS [[čes-]])? Mann Lang. 28,40 compares Alb. [[shesh]] [[raze]], [[level]], supposedly from <b class="b2">*ksesi̯ō</b>. Zie by keskeon!!! Waarom dan niet kses-keon??
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[smooth]] or [[polish]] by scraping, planing, filing, of a [[carpenter]], Od., etc.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ξέω''': {kséō}<br />'''Forms''': Aor. ξέσ(σ)αι (seit Il.), Pass. ξεσθῆναι, Perf. Med. ἔξεσμαι (ion. att.), Fut. ξέσω (Paul. Aeg.), Perf. Akt. ἔξεκα (Choerob.), Vbaladj. [[ξεστός]] (seit Il.; Ammann Μνήμης [[χάριν]] 1, 16),<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[schaben]], [[schnitzen]], [[glätten]], [[polieren]].<br />'''Composita''': auch mit Präfix, z.B. ἀπο-, κατα-, παρα-, περι-,<br />'''Derivative''': Ableitungen. 1. [[ξέσις]] ([[ἀπό]]-) f. [[das Glätten]], [[das Schnitzen]] (Thphr., Delph. IV<sup>a</sup>); 2. [[ξέσματα]] pl. [[Schnitzel]], [[Späne]], [[geschnitzte Gegenstände]] (M. Ant., ''AP'' usw.); 3. ξεσμοῖς Dat. pl. H. als Erklärung von σπαράγμασι. 4. [[ξόανον]] n. ‘(geschnitztes) Götterbild' (S., E., X. usw.), Ben. eines (geschnitzten?) Musikinstruments (S. ''Fr''. 238); ξοάνων· προθύρων ἐξεσμένων H.; Bildung wie [[ὄχανον]] (:[[ἔχω]]), [[πλόκανον]] (: [[πλέκω]]) u.a. (Chantraine 198; nicht mit Bq, WP. 1, 450 u.a. von [[ξύω]]; auch nicht mit Latte Glotta 32, 35 f. subst. Adj.); Deminutivum [[ξοάνιον]] (Anaphe II<sup>a</sup>). 5. [[ξοΐς]], -ίδος f. [[Meißel]] (hell. Inschr. usw.) mit [[ξοΐδιον]] (Pap. III<sup>p</sup>) und ξοΐτης m. Berufsnahme (Isaurien; Redard 36); wohl direkt von [[ξέω]] nach [[κοπίς]], [[δορίς]] u.a. (vgl. Chantraine 338); [[ξοός]]· [[ξυσμός]], [[ὁλκός]] H. 6. Von den präfigierten Formen: [[διαξόος]] m. [[Steinmetz]] (Delph. 341<sup>a</sup>), [[ἀμφίξοος]] (-ους) [[ringsum glättend]] (''AP''); ἐπι-, κατα-, [[παραξοή]], -ά [[das Schnitzen]], [[das Glätten]] (Inschr.). — Für sich steht mit Dehnstufe [[ξώστρα]]· [[ψηκτρίς]], [[ψήκτρια]] H. (nach WP. 1, 450 u.a. eher zu [[ξύω]]).<br />'''Etymology''': Mit [[ξύω]], [[ξαίνω]] verwandt (s. dd.); ohne näheres außergriech. Gegenstück. Der aus [[ξεστός]], ξέσ-(σ)αι u.a. zu erschließende Stamm ξεσ-, der sämtlichen obigen Formen zugrunde liegt, ist nach herkömmlicher Auffassung in ξεσ-(= ''ks''-''es''-) zu zerlegen und als schwundstufige εσ-Erweiterung (vgl. zu [[τρέω]]) des in aksl. ''čes''-''ati'' [[kämmen]] u.a. (s. [[κέσκεον]]) vorliegenden idg. ''qes''- [[kratzen]], [[kämmen]] zu verstehen (z.B. Brugmann Grundr.<sup>2</sup> II: 3, 343 mit Persson Stud. 88); Beziehung zu [[κεάζω]] u. Verw. (s. d.) kann ebensogut in Betracht kommen. — Abweichende [[Vermutung]] bei Schwyzer 269 und 329: [[ξέω]] aus *''qes''-''ō'' (= aksl. ''čes''-) umgestellt? Mann Lang. 28,40 vergleicht alb. ''shesh'' [[raze]], [[level]], angebl. aus *''ksesi̯ō''.<br />'''Page''' 2,335-336
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ξύνω]], γυαλίζω μέ τό ξύσιμο). Εἶναι συγγενικό μέ τά [[ξαίνω]], [[ξύω]]. Θέμα ξεσ+ω καί μέ [[ἀποβολή]] τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δυό φωνήεντα [[ξέω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ξέσις]], [[ξέσμα]], [[ξεστήρ]], [[ξέστης]], [[ξεστικός]], [[ξεστός]] (=[[στιλπνός]]), [[ἄξεστος]] (=[[ἀπελέκητος]]), [[ἀκατάξεστος]], [[ξέστρον]], [[ξόανον]] (=[[εἴδωλο]]), [[ξόος]] ἤ [[ξοός]], [[λιθοξόος]], [[ξοΐς]] -ίδος (=[[ἐργαλεῖο]]), [[ἀντίξοος]].
}}
}}