ξέω
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
impf.
A ἔξεον Od.23.199: fut. ξέσω Paul.Aeg.3.22.12: aor. ἔξεσα Sophr.110; Ep. ξέσσα Od.5.245, ξέσα Simon.185 A: pf. ἔξεκα Choerob. in Theod.2.80:—Pass., Hsch. s.v. σπαρασσόμεθα: aor. inf. ξεσθῆναι Gp.10.65.6, (κατ-) Plu.2.953b: pf. ἔξεσμαι Ar.Fr.728, (ἀπ-) Hp.Nat.Mul.109: plpf. ἔξεστο Hld.5.14:—shave timber or plane timber, ξέσσεδ' ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν Od.5.245,cf.17.341,21.44; οἱ ξέοντες Pl.Thg.124b.
2 carve wood, shape by carving, λέχος ἔξεον, ὄφρ' ἐτέλεσσα Od.23.199; τίς νιν ξέσε; Σκόπας Simon.l.c.:—Pass., Hld.l.c.
3 whittle, pare, in grafting, Gp.4.12.14.
II scrape smooth, polish, τοὺς ὄνυχας Philostr.VS2.5.2; τὸ βλέφαρον ξέσομεν διὰ κισήρεως Paul.Aeg.l.c.; τὸ ὀστοῦν Id.6.2; στήμων ἐξεσμένος smoothed thread, Ar.l.c.
2 roughen by scraping, προτετραχυμμένης ἐξεσμένης τῆς ὑστέρας Sor.1.36; irritate, ἔντερα Aret. SD2.9.
3 = ξαίνω, flog, τοὺς ἐν δικαστηρίῳ ξεσθέντας καὶ ξύλοις τυφθέντας Orib.Fr.90; τοὺς ἐν δικαστηρίῳ μαστιγωθέντας καὶ ξεσθέντας Aët.15.37.
German (Pape)
[Seite 278] (ξυ), schaben, glatt machen, durch Behauen, Hobeln, Schaben u. dgl. glättenn. poliren, bes. vom Holze; Od. 5, 245. 17, 341. 21, 44, ξέσσεν ἐπισταμένως, von der Bearbeitung des Holzes zum Schiffod. Hausbau; auch λέχος ἔξεον, 23, 199. Einzeln bei Sp. von den Arbeiten des Zimmermanns, Tischlers, Drechslers, Hornarbeiters, Steinmetzen. – Übertr. von der Rede, sein ausarbeiten.
French (Bailly abrégé)
impf. ἔξεον, f. ξέσω, ao. ἔξεσα, pf. ἔξηκα;
Pass. ao. ἐξέσθην, pf. ἔξεσμαι, pqp. ἐξέσμην;
racler, gratter ; polir.
Étymologie: R. Ξυ racler.
Russian (Dvoretsky)
ξέω: (aor. ἔξεσα - эп. ξέσσα; pass.: aor. ἐξέσθην, pf. ἔξεσμαι; adj. verb. ξεστός)
1 строгать, обтачивать, обтесывать (λέχος, οὐδὸν δρύϊνον Hom.);
2 лощить (στήμων ἐξεσμένος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ξέω: παρατ. ἐξεον Ὀδ. Ψ. 199: ἀόρ. ἔξεσα Σώφρων 73 Ahr., Ἐπικ. ξέσσα Ὀδ.: πρκμ. ἔξηκα (ἔξεκα?) Ὀξ. Ἀν. 4. 196, 31. - Παθ. ἀόρ. ξεσθῆναι Γεωπ.: πρκμ. ἔξεσμαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 684· - πρβλ. ἀπο-, ἐπι-, καταξέω. Λεαίνω, στιλβώνω ξέων, ῥινίζων, ῥοκανίζων, κτλ., Ὅμ., μόνον ἐν τῇ Ὀδ., ἀείποτε ἐπὶ ξύλου, ξέσσε δ’ ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ σταθμὴν ἴθυνεν Ε. 245, πρβλ. Ρ. 341., Φ. 44· λέχος ἔξεον, ὄφρ’ ἐτέλεσσα Ψ. 199· μετέπειτα ἐπὶ γλύπτου, Σιμων. (;) 186· οἱ ξέοντες Πλάτ. Θεάγ. 124Β· στήμων ἐξεσμένος, καλῶς τεταμένος, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ξύω, ἑπομένως ἐρεθίζω, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9. Συγγενὲς τῷ ξύω, ὅπερ εἶναι τὸ αὐτὸ κατὰ σημασίαν. Ἐκ. τοῦ ξέω παράγονται τὰ ξόανον, ξοΐς, -ξόος (ἐν τῷ κεραοξόος κτλ.)· ἐκ δὲ τοῦ ξύω παράγονται τὰ ξυρόν, ξυστός, ξύστρα, ξύσις, ξύσμα, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. kshu-ras (ξυρόν, ξυράφιον), Ἀρχ. Γερμ. sche-ran (κείρω), κτλ.· - ἴσως τὸ Λατ. scabo, Ἀγγλ. shave, ξυρίζω, εἶναι συγγενές, ὡς καὶ τὰ scalpo, sculpo, καὶ Ἑλλ. ξαίνω, ξίφος (ὃ ἴδε)· - ὁ Aufrecht. παραβάλλει ὡσαύτως τὸ ἐν ταῖς Βέδαις Kshnu (ἀκονῶ)).
English (Autenrieth)
aor. ἔξεσε, ξέσσε: scrape, hew smooth, polish; ἀπὸ (adv.) δ' ἔξεσε χεῖρα, ‘cut clean off,’ Il. 5.81.
Greek Monolingual
(ΑΜ ξέω)
1. ξύνω
2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.)
3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω
μσν.
διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το
μσν.-αρχ.
στιλβώνω, γυαλίζω
αρχ.
1. (και για γλυπτικό έργο) λαξεύω, σκαλίζω («λέχος ἔξεον, ὄφρ' ἐτέλεσσα», Ομ. Οδ.)
2. ερεθίζω ξύνοντας («τὰ μὲν ἐπιπολῆς ξέει ἔντερα», Αρετ.)
3. (το παθ.) ξέομαι
γδέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ξέω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα qs-es-, που μπορεί να συνδεθεί με τη ρίζα qes- «ξέω, γδέρνω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. česati «ξαίνω»). Κατ' άλλους, δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές ρίζες αλλά για τη ρίζα qes-, από την οποία με μετάθεση τών συμφώνων (qes- > qse-) σχηματίστηκε το ξέω. Το ρ. ξέω συνδέεται σημασιολογικά με τα ξαίνω και ξύω (βλ. λ. ξύνω).
ΠΑΡ. ξέσις, ξέσμα, ξεστός, ξέστρο(ν), ξόαν(ο)
αρχ.
ξεσμός, ξοΐς, ξοΐτης, ξοός
μσν.- νεοελλ.
ξεστήρ(ας)
νεοελλ.
ξέστρα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναξέω, αποξέω, διαξέω, περιξέω
αρχ.
αμφιξέω, εγξέω, εκξέω. επιξέω, καταξέω, παραξέω, προαναξέω, προσαποξέω, συγξέω, υποξέω].
Greek Monotonic
ξέω: παρατ. ἔξεον, αόρ. αʹ ἔξεσα, Επικ. ξέσσα — Παθ., παρακ. ἔξεσμαι· λειαίνω ή στιλβώνω με ξύσιμο, πλάνισμα (ροκάνισμα), λιμάρισμα· λέγεται για ξυλουργό, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: shave, carve, smooth, polish.
Other forms: Aor. ξέσ(σ)αι (Il.), pass. ξεσθῆναι, perf. midd. ἔξεσμαι (IA.), fut. ξέσω (Paul. Aeg.), perf. act. ἔξεκα (Choerob.), Vbaladj. ξεστός (Il.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 16).
Compounds: Also with prefix, e.g. ἀπο-, κατα-, παρα-, περι-.
Derivatives: 1. ξέσις (ἀπό-) f. smoothing, carving (Thphr., Delph. IVa); 2. ξέσματα pl. carving, chips, carved objects (M. Ant., AP ); 3. ξεσμοῖς dat. pl. H. as explanation of σπαράγμασι. 4. ξόανον n. (carved) image og (a) god (S., E., X.), name of a (carved?) musical instrument (S. Fr. 238); ξοάνων προθύρων ἐξεσμένων H.; formation like ὄχανον (: ἔχω), πλόκανον (: πλέκω) a.o. (Chantraine 198; not with Bq, WP. 1, 450 a.o. from ξύω; nor with Latte Glotta 32, 35 f. subst. adj.); dimin. ξοάνιον (Anaphe IIa). 5. ξοΐς, -ίδος f. chisel (hell. inscr.) with ξοΐδιον (pap. IIIp) and ξοΐτης m. name of a profession (Isauria; Redard 36); prob. directly from ξέω after κοπίς, δορίς a.o. (cf. Chantraine 338); ξοός ξυσμός, ὁλκός H. 6. Of the prefixed forms: διαξόος m. sculptor (Delph. 341a), ἀμφί-ξοος (-ους) smoothing round about (AP); ἐπι-, κατα-, παρα-ξοή, -ά carving, smoothing etc. (inscr.). -- On itself stand with lengthened grade ξώστρα ψηκτρίς, ψήκτρια H. (acc. to WP. 1, 450 a.o. rather to ξύω).
Origin: ??
Etymology: With ξύω (and ξαίνω?) cognate (s. vv.); without close agreement outside Greek. The stem ξεσ-, reconstructed from ξεσ-τός, ξέσ-(σ)αι a.o., which is at the basis of all forms cited above, is after traditional interpretation to be analysed as ξ-εσ-(= ks-es-) and to be interpreted as zero grade with εσ-enlargement (cf. on τρέω) of the IE root *kes- in OCS čes-ati comb a.o. (s. κέσ-κεον) scratch, comb (e.g. Brugmann Grundr.2 II: 3, 343 with Persson Stud. 88); connection with κεάζω a. cogn. (s. v.) can as well be considered. -- Diff. suggestion in Schwyzer 269 and 329: ξέω metathesized from *kes-ō (= OCS čes-)? Mann Lang. 28,40 compares Alb. shesh raze, level, supposedly from *ksesi̯ō. Zie by keskeon!!! Waarom dan niet kses-keon??
Middle Liddell
to smooth or polish by scraping, planing, filing, of a carpenter, Od., etc.
Frisk Etymology German
ξέω: {kséō}
Forms: Aor. ξέσ(σ)αι (seit Il.), Pass. ξεσθῆναι, Perf. Med. ἔξεσμαι (ion. att.), Fut. ξέσω (Paul. Aeg.), Perf. Akt. ἔξεκα (Choerob.), Vbaladj. ξεστός (seit Il.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 16),
Grammar: v.
Meaning: schaben, schnitzen, glätten, polieren.
Composita: auch mit Präfix, z.B. ἀπο-, κατα-, παρα-, περι-,
Derivative: Ableitungen. 1. ξέσις (ἀπό-) f. das Glätten, das Schnitzen (Thphr., Delph. IVa); 2. ξέσματα pl. Schnitzel, Späne, geschnitzte Gegenstände (M. Ant., AP usw.); 3. ξεσμοῖς Dat. pl. H. als Erklärung von σπαράγμασι. 4. ξόανον n. ‘(geschnitztes) Götterbild' (S., E., X. usw.), Ben. eines (geschnitzten?) Musikinstruments (S. Fr. 238); ξοάνων· προθύρων ἐξεσμένων H.; Bildung wie ὄχανον (:ἔχω), πλόκανον (: πλέκω) u.a. (Chantraine 198; nicht mit Bq, WP. 1, 450 u.a. von ξύω; auch nicht mit Latte Glotta 32, 35 f. subst. Adj.); Deminutivum ξοάνιον (Anaphe IIa). 5. ξοΐς, -ίδος f. Meißel (hell. Inschr. usw.) mit ξοΐδιον (Pap. IIIp) und ξοΐτης m. Berufsnahme (Isaurien; Redard 36); wohl direkt von ξέω nach κοπίς, δορίς u.a. (vgl. Chantraine 338); ξοός· ξυσμός, ὁλκός H. 6. Von den präfigierten Formen: διαξόος m. Steinmetz (Delph. 341a), ἀμφίξοος (-ους) ringsum glättend (AP); ἐπι-, κατα-, παραξοή, -ά das Schnitzen, das Glätten (Inschr.). — Für sich steht mit Dehnstufe ξώστρα· ψηκτρίς, ψήκτρια H. (nach WP. 1, 450 u.a. eher zu ξύω).
Etymology: Mit ξύω, ξαίνω verwandt (s. dd.); ohne näheres außergriech. Gegenstück. Der aus ξεστός, ξέσ-(σ)αι u.a. zu erschließende Stamm ξεσ-, der sämtlichen obigen Formen zugrunde liegt, ist nach herkömmlicher Auffassung in ξεσ-(= ks-es-) zu zerlegen und als schwundstufige εσ-Erweiterung (vgl. zu τρέω) des in aksl. čes-ati kämmen u.a. (s. κέσκεον) vorliegenden idg. qes- kratzen, kämmen zu verstehen (z.B. Brugmann Grundr.2 II: 3, 343 mit Persson Stud. 88); Beziehung zu κεάζω u. Verw. (s. d.) kann ebensogut in Betracht kommen. — Abweichende Vermutung bei Schwyzer 269 und 329: ξέω aus *qes-ō (= aksl. čes-) umgestellt? Mann Lang. 28,40 vergleicht alb. shesh raze, level, angebl. aus *ksesi̯ō.
Page 2,335-336
Mantoulidis Etymological
(=ξύνω, γυαλίζω μέ τό ξύσιμο). Εἶναι συγγενικό μέ τά ξαίνω, ξύω. Θέμα ξεσ+ω καί μέ ἀποβολή τοῦ σ ἀνάμεσα σέ δυό φωνήεντα ξέω.
Παράγωγα: ξέσις, ξέσμα, ξεστήρ, ξέστης, ξεστικός, ξεστός (=στιλπνός), ἄξεστος (=ἀπελέκητος), ἀκατάξεστος, ξέστρον, ξόανον (=εἴδωλο), ξόος ἤ ξοός, λιθοξόος, ξοΐς -ίδος (=ἐργαλεῖο), ἀντίξοος.