3,274,216
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
mNo edit summary |
||
(28 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synochi | |Transliteration C=synochi | ||
|Beta Code=sunoxh/ | |Beta Code=sunoxh/ | ||
|Definition=ἡ, (συνέχω) < | |Definition=ἡ, ([[συνέχω]])<br><span class="bld">A</span> [[holding together]], μηχανημάτων Orib.49.4.75; [[grasping in the hand]], ῥόας Philostr.''VA''4.28.<br><span class="bld">2</span> [[maintenance]], [[control]], [[συνοχὴ ἡ ἑαυτοῦ]] = [[self-maintenance]], Chrysipp.Stoic.2.173; προνοίᾳ καὶ σ. θεοῦ ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''2.4.2; συνοχὴ τῆς ἰδίας εὐδαιμονίας Epicur.''Fr.''361.<br><span class="bld">II</span> ([[συνέχομαι]]) [[a being held together]],<br><span class="bld">1</span> [[contraction]], <b class="b3">ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ</b> where the [[road]] [[contract]]s, [[at a narrow part]] of the [[road]], Il.23.330; <b class="b3">ἁλὸς ἐν ξυνοχῇσιν</b> in the [[narrows]] or [[straits]], A.R.2.318; ἐνὶ ξυνοχῇ λιμένος Id.1.1006.<br><span class="bld">2</span> [[conflict]] in [[battle]], ἐνὶ ξυνοχῇσιν ἀγῶνος Q.S.4.342; ἐνὶ ξυνοχῇ πολέμοιο A.R.1.160; στυγερῶν ἐγ ξυνοχαῖς πολέμων ''IG''9(1).1064 (Anticyra, iii B.C.).<br><span class="bld">3</span> [[continuity]], Arist.''Top.''122b26, cf. Alex.Aphr.ad loc.; συνοχὴ κατὰ τόπον Apollod.Stoic. 3.260; [[coherence]], συνοχὴ καὶ [[ἕνωσις]] τῶν μερῶν Dam.''Pr.''112, al.; [[combination]] of elements, Plot.2.9.5.<br><span class="bld">b</span> [[intension]] or [[connotation]], Dam.''Pr.''263.<br><span class="bld">4</span> [[line of union]], [[meeting-place]], βλεφάρων Coluth.74; <b class="b3">ξυνοχὴ χιτῶνος</b> the [[joining]] of the [[tunic]] on the [[shoulder]], A.R.1.744; <b class="b3">ἡ κατὰ τὴν ἐσθῆτα συνοχή</b> the [[clinging]] of the [[garment]] to the [[body]], Arr.''Epict.''4.11.12.<br><span class="bld">5</span> metaph., [[distress]], [[affliction]], Ev.Luc.21.25, ''2 Ep.Cor.''2.4; [[oppression]], Vett.Val.2.8(pl.),''PMag.Lond.''122.35; [[detention]], [[imprisonment]], ''BGU'' 1821.21 (i B.C.), ''PLond.''2.354.24 (i B.C.), Vett.Val.74.23, Man.1.313 (pl.), al.: but of [[going to bed]] in [[disease]], <b class="b3">ἀκίνδυνος ἔσται ἡ συνοχή</b> Serapio in ''Cat.Cod.Astr.''1.102.<br><span class="bld">6</span> [[trap]], [[gin]], [[snare]], [[LXX]] ''Jd.''2.3 (pl.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[cohésion]], [[jonction]], [[union]] ; [[contention d'esprit]], [[attention]];<br /><b>2</b> [[resserrement]] : [[ἐν]] ξυνοχῇσιν ὁδοῦ IL à l'endroit où la route se resserre, carrefour;<br />[[NT]]: [[angoisse]] ; [[détresse]].<br />'''Étymologie:''' [[συνέχω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνοχή -ῆς, ἡ Att. ook [[ξυνοχή]] [[συνέχω]] [[vernauwing]]:; ἐν ξυνοχῇσι ὁδοῦ bij een versmalling van de weg Il. 23.330; overdr. [[beklemming]]:. συνοχὴ καρδίας = beklemming des harten NT 2 Cor. 2.4. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Zusammenhalt]], [[Zusammenhang]], das [[Zusammenstoßen]]</i>; ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, <i>Il</i>. 23.330, <i>beim [[Zusammentreffen]] der Wege, auf dem Kreuzwege; vom [[Zusammentreffen]] in der [[Schlacht]]</i>, sp.D., wie Ap.Rh., πολέμοιο, 1.160; ἐνὶ ξυνοχῇσιν ἀγῶνος, Qu.Sm. 4.342. – Überh. <i>[[Verbindung]]</i>, ξυνοχὴ κεχάλαστο χιτῶνος, Ap.Rh. 1.744; vgl. Opp. <i>Hal</i>. 5.131; und im plur. <i>[[Fesseln]], [[Bande]]</i>, Maneth. 2.282.<br>übertragen, <i>[[Beklemmung]], [[Angst]]</i>, Sp., wie <i>[[LXX]]</i>. und [[NT]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνοχή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> pl. [[сужение]], [[узкое место]]: ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ Hom. в узкой части дороги, по по друг. на скрещении дорог;<br /><b class="num">2</b> [[непрерывность]], [[сплошная связь]] Arst.;<br /><b class="num">3</b> [[задержка]], [[остановка]] (τῆς κινήσεως Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[удерживание]], [[сохранение]] ([[ἑαυτοῦ]] Plut.);<br /><b class="num">5</b> [[стеснение]], [[томление]] (καρδίας NT);<br /><b class="num">6</b> [[смятение]], [[испуг]] (ἐθνῶν ἐπὶ γῆς NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνοχή''': Ἀττ. ξυν-, ἡ, ([[συνέχω]]) συγκράτησις, τὸ κατέχειν ἐν τῇ χειρί, τινος Φιλόστρ. 168. ΙΙ. (συνέχομαι, τὸ συνέχεσθαι, συγκρατεῖσθαι, 1) [[συστολή]], σμίκρυνσις, ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, [[ἔνθα]] ἡ ὁδὸς συστέλλεται, στενεύει, Ἰλ. Χ. 330· ἁλὸς ἐν ξυνοχῇσιν, εἰς τὰ στενὰ τῆς θαλάσσης, ἐν τοῖς πορθμοῖς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 318· ἐνὶ ξυνοχῇ λιμένος ὁ αὐτ. 1. 1006 2) [[συμπλοκή]], ξυνοχῇσιν ἀγῶνος Κόϊντ. Σμ. 4. 342· ἐνὶ ξυνοχῇ πολέμοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 160. 3) [[συνέχεια]], Ἀριστ. Τοπ. 4. 2, 13, πρβλ. Ἀλέξ. Ἀφρ. παρὰ Σουΐδ. 4) γραμμὴ ἢ [[σημεῖον]] ἑνώσεως ἢ συναντήσεως, βλεφάρων Κόλουθ. 73· ξυν. χιτῶνος, ἡ κατὰ τὸν ὦμον [[σύνδεσις]] τοῦ χιτῶνος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 744· ἡ κατὰ ἐσθῆτα σ., ἡ εἰς τὸ [[σῶμα]] συναρμογὴ τοῦ ἐνδύματος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11, 12. 5) ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], τῆς κινήσεως Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 2, 4, πρβλ. 1. 3, 8· σ. [[ἑαυτοῦ]], ἡ ἐφ’ [[ἑαυτοῦ]] συγκράτησις, [[κυριότης]], Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F· προνοίᾳ καὶ συν θεοῦ [[αὐτόθι]] 886Ε, πρβλ. 881Β. 6) μεταφορ., [[ἀνάγκη]], [[στενοχωρία]], [[θλῖψις]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 25. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. β΄, 4· ― ἐπὶ φυλακίσεως, εἱρκτῆς, Μανέθ. 1. 313, κ. ἀλλ | |lstext='''συνοχή''': Ἀττ. ξυν-, ἡ, ([[συνέχω]]) [[συγκράτησις]], τὸ κατέχειν ἐν τῇ χειρί, τινος Φιλόστρ. 168. ΙΙ. (συνέχομαι, τὸ συνέχεσθαι, συγκρατεῖσθαι, 1) [[συστολή]], σμίκρυνσις, ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, [[ἔνθα]] ἡ ὁδὸς συστέλλεται, στενεύει, Ἰλ. Χ. 330· ἁλὸς ἐν ξυνοχῇσιν, εἰς τὰ στενὰ τῆς θαλάσσης, ἐν τοῖς πορθμοῖς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 318· ἐνὶ ξυνοχῇ λιμένος ὁ αὐτ. 1. 1006 2) [[συμπλοκή]], ξυνοχῇσιν ἀγῶνος Κόϊντ. Σμ. 4. 342· ἐνὶ ξυνοχῇ πολέμοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 160. 3) [[συνέχεια]], Ἀριστ. Τοπ. 4. 2, 13, πρβλ. Ἀλέξ. Ἀφρ. παρὰ Σουΐδ. 4) γραμμὴ ἢ [[σημεῖον]] ἑνώσεως ἢ συναντήσεως, βλεφάρων Κόλουθ. 73· ξυν. χιτῶνος, ἡ κατὰ τὸν ὦμον [[σύνδεσις]] τοῦ χιτῶνος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 744· ἡ κατὰ ἐσθῆτα σ., ἡ εἰς τὸ [[σῶμα]] συναρμογὴ τοῦ ἐνδύματος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11, 12. 5) ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], τῆς κινήσεως Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 2, 4, πρβλ. 1. 3, 8· σ. [[ἑαυτοῦ]], ἡ ἐφ’ [[ἑαυτοῦ]] συγκράτησις, [[κυριότης]], Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F· προνοίᾳ καὶ συν θεοῦ [[αὐτόθι]] 886Ε, πρβλ. 881Β. 6) μεταφορ., [[ἀνάγκη]], [[στενοχωρία]], [[θλῖψις]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 25. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. β΄, 4· ― ἐπὶ φυλακίσεως, εἱρκτῆς, Μανέθ. 1. 313, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 29: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αττ. τ. [[ξυνοχή]] Α [[συνέχω]]<br /><b>1.</b> [[συγκράτηση]], [[σύνδεση]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[λογική]] [[αλληλουχία]], [[ειρμός]] (α. «λείπει η [[συνοχή]] από τον λόγο του» β. «τὰς... εὐτονωτάτας καὶ στερροτάτας συνοχὰς οὐ [[συντριπτέον]] οὐδὲ [[διακοπτέον]]», Ωριγ.)<br />β) [[στενοχώρια]], [[θλίψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> διαμοριακή ελκτική [[δύναμη]] η οποία ασκείται [[ανάμεσα]] σε δύο προσκείμενα τμήματα ενός υλικού, [[συνήθως]] στερεού ή υγρού<br /><b>2.</b> (κοινων.-ψυχολ.) η [[συνισταμένη]] όλων τών δυνάμεων που επιδρούν στα [[μέλη]] μιας ομάδας ώστε αυτά να αντισταθούν στις δυνάμεις διάσπασης της ομάδας και να μείνουν στους κόλπους της<br /><b>3.</b> <b>γλωσσ.</b> καθοριστική εσωτερική [[σχέση]] του λόγου στο επίπεδο της μορφής, [[δηλαδή]] στο καθαρώς γλωσσικό επίπεδο, [[χάρη]] στην οποία οι προτάσεις μετατρέπονται σε εκφωνήματα και το [[σύνολο]] τών εκφωνημάτων σε [[κείμενο]], το οποίο με τον τρόπο αυτόν καθίσταται οργανωμένη [[ενότητα]] λόγου και όχι απλό [[άθροισμα]] γλωσσικών στοιχείων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[συνάφεια]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πρόθεση]], [[σκοπός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[σημείο]] ένωσης τών βλεφάρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να κρατά [[κανείς]] [[κάτι]] στο [[χέρι]] του<br /><b>2.</b> [[συστολή]], [[σμίκρυνση]], [[στένεμα]] («ἐν ξυνοχῇσιν | |mltxt=η, ΝΜΑ, και αττ. τ. [[ξυνοχή]] Α [[συνέχω]]<br /><b>1.</b> [[συγκράτηση]], [[σύνδεση]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[λογική]] [[αλληλουχία]], [[ειρμός]] (α. «λείπει η [[συνοχή]] από τον λόγο του» β. «τὰς... εὐτονωτάτας καὶ στερροτάτας συνοχὰς οὐ [[συντριπτέον]] οὐδὲ [[διακοπτέον]]», Ωριγ.)<br />β) [[στενοχώρια]], [[θλίψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> διαμοριακή ελκτική [[δύναμη]] η οποία ασκείται [[ανάμεσα]] σε δύο προσκείμενα τμήματα ενός υλικού, [[συνήθως]] στερεού ή υγρού<br /><b>2.</b> (κοινων.-ψυχολ.) η [[συνισταμένη]] όλων τών δυνάμεων που επιδρούν στα [[μέλη]] μιας ομάδας ώστε αυτά να αντισταθούν στις δυνάμεις διάσπασης της ομάδας και να μείνουν στους κόλπους της<br /><b>3.</b> <b>γλωσσ.</b> καθοριστική εσωτερική [[σχέση]] του λόγου στο επίπεδο της μορφής, [[δηλαδή]] στο καθαρώς γλωσσικό επίπεδο, [[χάρη]] στην οποία οι προτάσεις μετατρέπονται σε εκφωνήματα και το [[σύνολο]] τών εκφωνημάτων σε [[κείμενο]], το οποίο με τον τρόπο αυτόν καθίσταται οργανωμένη [[ενότητα]] λόγου και όχι απλό [[άθροισμα]] γλωσσικών στοιχείων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[συνάφεια]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πρόθεση]], [[σκοπός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[σημείο]] ένωσης τών βλεφάρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να κρατά [[κανείς]] [[κάτι]] στο [[χέρι]] του<br /><b>2.</b> [[συστολή]], [[σμίκρυνση]], [[στένεμα]] («ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ» — όπου ο [[δρόμος]] στενεύει, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμπλοκή]] («ἐνὶ ξυνοχῇ πολέμοιο», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>4.</b> [[συνέχεια]]<br /><b>5.</b> [[συνδυασμός]] στοιχείων<br /><b>6.</b> (για χιτώνα) το [[δέσιμο]] στους ώμους<br /><b>7.</b> (για [[ρούχο]]) [[εφαρμογή]]<br /><b>8.</b> [[καταπίεση]]<br /><b>9.</b> <b>ιατρ.</b> [[κατάκλιση]] («[[ἀκίνδυνος]] ἔσται ἡ [[συνοχή]]», Σεραπ.)<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[έλεγχος]]<br /><b>11.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συνοχαί</i><br />α) [[φυλάκιση]]<br />β) [[παγίδα]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «συνοχὴ ἡ ἑαυτοῦ» — [[αυτοέλεγχος]], [[αυτοσυγκράτηση]] (Χρύσ. Στωικ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνοχή:''' Αττ. ξυν-, <i>ἡ</i> (<i>συνέχομαι</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[συγκράτηση]], [[κράτημα]] με το [[χέρι]]· <i>ἐν ξυνοχῆσιν ὁδοῦ</i>, σε ένα [[σημείο]] όπου ο [[δρόμος]] στενεύει, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταναγκασμός]], στενοχώρια, [[άγχος]], [[θλίψη]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συνοχή:''' Αττ. ξυν-, <i>ἡ</i> (<i>συνέχομαι</i>),<br /><b class="num">I.</b> [[συγκράτηση]], [[κράτημα]] με το [[χέρι]]· <i>ἐν ξυνοχῆσιν ὁδοῦ</i>, σε ένα [[σημείο]] όπου ο [[δρόμος]] στενεύει, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταναγκασμός]], στενοχώρια, [[άγχος]], [[θλίψη]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 45: | Line 48: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':sunÒch 尋-哦黑<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':共-有的 相當於: ([[מָצֹור]]‎)<br />'''字義溯源''':抑制,痛苦,困苦;源自([[συνέχω]])=共同持有),由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[ἔχω]])*=持)組成<br />'''出現次數''':總共(2);路(1);林後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 痛苦的(1) 林後2:4;<br />2) 困苦(1) 路21:25 | |sngr='''原文音譯''':sunÒch 尋-哦黑<br />'''詞類次數''':名詞(2)<br />'''原文字根''':共-有的 相當於: ([[מָצֹור]]‎)<br />'''字義溯源''':抑制,痛苦,困苦;源自([[συνέχω]])=共同持有),由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[ἔχω]])*=持)組成<br />'''出現次數''':總共(2);路(1);林後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 痛苦的(1) 林後2:4;<br />2) 困苦(1) 路21:25 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[συνέχω]] → σύν + [[ἔχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ἡ [[posesión]] por parte de un ser maligno διάσωσόν με πάντοτε εἰς τὸν αἰῶνα ... ἀπὸ πάσης συνοχῆς <b class="b3">líbrame en todo momento y para siempre de toda posesión</b> P VIII 35 | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[affliction]]=== | |||
Armenian: վիշտ; Bulgarian: болка, измъчване, огорчение; Chinese Cantonese: 痛苦; Mandarin: 痛苦; Dutch: [[lijden]], [[pijn]]; Esperanto: aflikto; Finnish: kärsimys, tuska; French: [[affliction]], [[détresse]]; Galician: anoto; German: [[Leiden]], [[Behinderung]]; Gothic: 𐍃𐌻𐌰𐌷𐍃, 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: [[συμφορά]], [[βάσανο]]; Ancient Greek: [[ἀπόκναισις]], [[ἄχεα]], [[ἄχη]], [[ἀχθηδών]], [[ἄχος]], [[δυηπάθια]], [[δυηπαθίη]], [[δυσπάθεια]], [[δυσπαθία]], [[δυσχέρημα]], [[ἔκθλιψις]], [[ἔτασις]], [[θλῖψις]], [[κακοπάθεια]], [[κακοπαθία]], [[καταπόνησις]], [[λύπη]], [[μέρμηρα]], [[ξυνοχή]], [[πεῖσις]], [[πένθος]], [[πωρητύς]], [[σαββώ]], [[συνοχή]], [[συντριβή]], [[σύντριμμα]], [[συντριμμός]], [[τὰ δύσφορα]]; Irish: angar, galar, doilíos; Italian: [[afflizione]]; Ladino: afrision, afriisyon; Malay: kepayahan; Plautdietsch: Älent; Polish: cierpienie, przypadłość, afekcja; Portuguese: [[aflição]]; Russian: [[страдание]], [[печаль]], [[огорчение]], [[боль]], [[горе]], [[мучение]]; Serbo-Croatian: patnja, trpljenje; Spanish: [[aflicción]], [[tribulación]], [[quebranto]]; Turkish: ızdırap, dert, keder | |||
}} | }} |