μεταγωγικό: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(24)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>βλ.</b> [[μεταγωγικός]].
|mltxt=<b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μεταγωγικό]]<br />μεταφορικό [[μέσο]], [[κυρίως]] του στρατού, όπως ζώο, όχημα, [[αεροσκάφος]], [[πλοίο]], το οποίο χρησιμοποιείται για στρατιωτικές μεταφορές.
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 16 May 2024

Greek Monolingual

το ουδ. ως ουσ. το μεταγωγικό
μεταφορικό μέσο, κυρίως του στρατού, όπως ζώο, όχημα, αεροσκάφος, πλοίο, το οποίο χρησιμοποιείται για στρατιωτικές μεταφορές.