σφριγάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶῶ")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfrigao
|Transliteration C=sfrigao
|Beta Code=sfriga/w
|Beta Code=sfriga/w
|Definition=[v. fin.],<br><span class="bld">A</span> to [[be full to bursting]], to [[be plump]], especially of a woman's [[breast]]s, Hp.Mul.1.71; οὔθατα σ. Poll.1.250: then,<br><span class="bld">2</span> generally, of young persons, high-fed horses, etc., to [[be fresh]], [[be vigorous]], [[be in full health and strength]], νέῳ τε καὶ σφριγῶντι σώματι E.Andr.196; εὐσωματεῖ καὶ σφριγᾷ Ar.Nu.799; σφριγᾷ τὸ σῶμά σου Id.Lys.80; τὰ σώματα σφριγῶντες Pl.Lg.840b; ἥβῃ σφριγῶντες Achae.4; οἱ μύες ([[muscle]]s) σφριγῶντες, ὡς ἂν εἴποι τις Archig. ap. Gal. 8.91; of animals, σφριγῶσα ἡμίονος Eust.1322.34; βόες τὸν αὐχένα σφριγῶντες Hld.3.1; of trees, δένδρα σφριγῶντα νέοις κλωσίν = [[luxuriant]], Luc.Am.12; βότρυες σφριγῶντες D.Chr.7.75; εὐδίᾳ καὶ γαλήνῃ σ. Ph.1.14.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[full-blooded]], [[swollen]] with [[passion]] or [[pride]], σφριγῶντα θυμόν A.Pr.382; μῦθον E.Supp.478.<br><span class="bld">4</span> [[swell with desire]], [[be at heat]], Opp.C.3.368; τῶν σφριγώντων ἐν λόγοις Com.Adesp. 276: c. inf., Ael.NA14.5. Chiefly used in the pres. part. [In Opp. l.c., for σφρῑγᾷ Lobeck conjectured σφρῐγάᾳ.]
|Definition=[v. fin.],<br><span class="bld">A</span> to [[be full to bursting]], to [[be plump]], especially of a woman's [[breast]]s, Hp.Mul.1.71; οὔθατα σ. Poll.1.250: then,<br><span class="bld">2</span> generally, of young persons, high-fed horses, etc., to [[be fresh]], [[be vigorous]], [[be in full health and strength]], νέῳ τε καὶ σφριγῶντι σώματι E.Andr.196; εὐσωματεῖ καὶ σφριγᾷ Ar.Nu.799; σφριγᾷ τὸ σῶμά σου Id.Lys.80; τὰ σώματα σφριγῶντες Pl.Lg.840b; ἥβῃ σφριγῶντες Achae.4; οἱ μύες ([[muscle]]s) σφριγῶντες, ὡς ἂν εἴποι τις Archig. ap. Gal. 8.91; of animals, σφριγῶσα ἡμίονος Eust.1322.34; βόες τὸν αὐχένα σφριγῶντες Hld.3.1; of trees, δένδρα σφριγῶντα νέοις κλωσίν = [[luxuriant]], Luc.Am.12; βότρυες σφριγῶντες D.Chr.7.75; εὐδίᾳ καὶ γαλήνῃ σ. Ph.1.14.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[full-blooded]], [[swollen]] with [[passion]] or [[pride]], σφριγῶντα θυμόν A.Pr.382; μῦθον E.Supp.478.<br><span class="bld">4</span> [[swell with desire]], [[be at heat]], Opp.C.3.368; τῶν σφριγώντων ἐν λόγοις Com.Adesp. 276: c. inf., Ael.NA14.5. Chiefly used in the pres. part. [In Opp. [[l.c.]], for σφρῑγᾷ Lobeck conjectured σφρῐγάᾳ.]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1052.png Seite 1052]] (scheint verwandt mit [[σπαργάω]]), schwellen, strotzen, zum Platzen voll sein; [[σῶμα]], Eur. Andr. 195; εὐσωματεῖ γὰρ καὶ σφριγᾷ, Ar. Nubb. 789, vgl. Lys. 80; übertr., σφριγῶντα θυμόν, Aesch. Prom. 380; μὴ σφριγῶντ' ἀμείψῃ μῦθον, Suppl. 478; τὰ σώματα πολὺ [[μᾶλλον]] σφριγῶντες, in kräftiger Leibesfülle strotzend, Plat. Legg. VII, 840 b; u. so auch von Thieren u. Gewächsen, in voller Gesundheit, Lebenskraft od. Blüthe sein, von vollem, frischem Aussehen sein; aber auch übertr., von sinnlicher Begierde strotzen, wollüstig, lüstern sein, dah. heftig begehren, verlangen, Sp., Luc. amor. 12 Alciphr. 1, 39. 3, 19; vom brünstigen Eber, Opp. Cyn. 5, 368; c. inf., Ael. H. A. 14, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1052.png Seite 1052]] (scheint verwandt mit [[σπαργάω]]), schwellen, strotzen, zum Platzen voll sein; [[σῶμα]], Eur. Andr. 195; εὐσωματεῖ γὰρ καὶ σφριγᾷ, Ar. Nubb. 789, vgl. Lys. 80; übertr., σφριγῶντα θυμόν, Aesch. Prom. 380; μὴ σφριγῶντ' ἀμείψῃ μῦθον, Suppl. 478; τὰ σώματα πολὺ [[μᾶλλον]] σφριγῶντες, in kräftiger Leibesfülle strotzend, Plat. Legg. VII, 840 b; u. so auch von Tieren u. Gewächsen, in voller Gesundheit, Lebenskraft od. Blüte sein, von vollem, frischem Aussehen sein; aber auch übertr., von sinnlicher Begierde strotzen, wollüstig, lüstern sein, dah. heftig begehren, verlangen, Sp., Luc. amor. 12 Alciphr. 1, 39. 3, 19; vom brünstigen Eber, Opp. Cyn. 5, 368; c. inf., Ael. H. A. 14, 5.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σφρῐγάω''': [ἴδε ἐν τέλ.], εἶμαι [[πλήρης]] σφρίγους, [[γέμω]] ζωτικῶν χυμῶν, σπαργῶ, [[ἀκμάζω]], Λατ. turgere, turgescere, [[μάλιστα]] (ὡς τὸ [[κυδωνιάω]]) ἐπὶ τῶν μαστῶν γυναικός, Ἱππ. 618. 47., 684. 13 μαζοὺς σφριγόωντας Χριστοδ. Ἔκφρ. 105, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 250· ἀκολούθως, 2) [[καθόλου]], ἐπὶ νεανιῶν καὶ νεανίδων, ἐπὶ ἵππων [[καλῶς]] τεθραμμένων, κτλ., εἶμαι [[πλήρης]] σφρίγους, εἶμαι [[ἀκμαῖος]], [[ζωηρός]], ἐν πλήρει ὑγείᾳ καὶ ἀκμῇ, [[ἰσχυρός]], Λατιν. vigere, νέῳ τε καὶ σφριγῶντι σώματι Εὐρ. Ἀνδρ. 196· εὐσωματεῖ καὶ σφριγᾷ Ἀριστοφάν. Νεφ. 799· σφριγᾷ τὸ σῶμά σου Λυσί. 80 τὰ σώματα σφριγῶντες Πλάτ. Νόμ. 840Β· ἥβῃ σφριγῶντες Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 414D - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων, [[ἡμίονος]] σφριγῶσα Εὐστ. 1322. 34· βόες τὸν αὐχένα σφριγῶντες Ἡλιόδ. 3. 1· - ἐπὶ δένδρων, δένδρα σφριγῶντα νέοις κλωσίν, ζωηρῶς θάλλοντα, πλήρη ζωῆς, ἀκμάζοντα, Λουκ. Ἔρωτ. 12, πρβλ. Δίωνα Χρυσ. 113D· οὕτω, εὐδίᾳ καὶ γαλήνῃ σφρ. Φίλων 1. 14. 3) μεταφορ., ἐπὶ λέξεων καὶ ἐνεργειῶν. (ἴδε ἐν λ. [[σφυδάω]]), σφριγῶν [[μῦθος]], [[ζωηρός]], σφοδρὸς [[λόγος]], Εὐρ. Ἱκ. 478· σφριγᾷ ὁ [[πόλεμος]], μαίνεται, Θεοφυλ. 4) εἶμαι [[πλήρης]] ἐπιθυμίας, εὑρίσκομαι εἰς ὑπερβολικὸν ἐρεθισμὸν ἐπιθυμίας, Ὀππ. Κυν. 3. 368· μὴ σφριγᾶν περὶ τὰ [[Ἀφροδίσια]] Κλήμ. Ἀλ. 850 τῶν σφριγώντων ἐν λόγοις Κωμ. Ἀνών. 205· - μετ’ ἀπαρ., Αἰλ. π. Ζ. 14. 5. - Περὶ τῆς λέξεως ἴδε Ruhnk Tim. - Τὰ μνημονευθέντα παραδείγματα δεικνύουσιν ὅτι [[εἶναι]] [[κυρίως]] ἐν χρήσει ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ ἐνεστ. ([[σφριγάω]] [[εἶναι]] κατὰ τὸ φαινόμενον μόνον [[ἕτερος]] [[τύπος]] τοῦ [[σπαργάω]], [[ἴσως]] δὲ συγγενὲς τῷ [[σφαραγέομαι]], [[σφάραγος]] ὃ ἴδε· περὶ δὲ τῆς μεταβολῆς τοῦ π εἰς φ ἴδε ἐν λ. [[σφαδάζω]]). [Παρ’ Ὀππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἀντὶ σφρῑγᾷ προτείνουσι τὴν γραφὴν σφρῐγάᾳ].
|btext=[[σφριγῶ]] :<br /><i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> [[être plein à craquer]];<br /><b>2</b> [[être dans toute sa force]];<br /><b>2</b> désirer ardemment de, inf..<br />'''Étymologie:''' forme parallèle de [[σπαργάω]], cf. <i>lat.</i> [[turgeo]].
}}
{{elnl
|elnltext=σφρῐγάω [[vol zitten]], [[weldoorvoed zijn]]:; σφριγῶντι σώματι door een lichaam vol van kracht Eur. Andr. 196; ὡς δὲ σφριγᾷ τὸ σῶμά σου wat zit jij goed in je vlees Aristoph. Lys. 80; van planten:; σφριγῶντα νέοις κλωσίν vol zittend met jonge loten [Luc.] 49.12; overdr.. σφριγῶντα θυμόν opzwellend gemoed Aeschl. PV 380; μή... σφριγῶντ’ ἀμείψῃ μῦθον geef niet een gezwollen verhaal als antwoord Eur. Suppl. 478.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> être plein à craquer;<br /><b>2</b> être dans toute sa force;<br /><b>2</b> désirer ardemment de, inf..<br />'''Étymologie:''' forme parallèle de [[σπαργάω]], cf. <i>lat.</i> turgeo.
|elrutext='''σφρῐγάω:''' ([[только]] praes.)<br /><b class="num">1</b> досл. [[быть набухшим]], [[пышным]], перен. [[быть крепким]], [[цветущим]] (εὐσωματεῖν καὶ σ. Arph.): σφριγῶν [[σῶμα]] Eur., Arph., Plat. [[свежее тело]], [[расцвет физических сил]]; σφριγῶντα νέοις κλωσὶν (δένδρα) Luc. [[деревья]], [[цветущие молодыми побегами]];<br /><b class="num">2</b> [[быть раздраженным]] (σφριγῶν [[θυμός]] Aesch.);<br /><b class="num">3</b> [[быть заносчивым]], [[гордым]], [[резким]] (σφριγῶν [[μῦθος]] Eur.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[σφριγῶ]], [[σφριγάω]], ΝΜΑ<br /> [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[σφρίγος]], σφίζω από [[υγεία]] και σωματική [[δύναμη]], [[είμαι]] [[σφριγηλός]], [[ακμαίος]], [[ρωμαλέος]], [[ζωηρός]]<br /> <b>μσν.-αρχ.</b><br /> <b>μτφ.</b> (για [[λόγια]] [[αλλά]] και για δραστηριότητες) [[είμαι]] [[σφοδρός]] (α. «σφριγᾷ ὁ [[πόλεμος]]» — μαίνεται ο [[πόλεμος]], Θεοφύλ.<br /> β. «σφριγῶν μῡθος» — [[έντονος]] [[λόγος]], <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> ([[ιδίως]] για τους γυναικείους μαστούς) [[είμαι]] πρησμένος από την [[αφθονία]] γάλακτος (α. «μαζοὺς... σφριγόωντας ἐδείκνυεν», Χριστόδ.<br /> β. «σφριγᾷ [[στῆθος]]», Ιπποκρ.)<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] [[γεμάτος]] από θυμό, από [[οργή]] ή από [[έπαρση]] («σφριγῶντα θυμόν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> β) κατέχομαι από σφοδρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]] («τοῡ μη σφριγᾱν περὶ τὰ ἀφροδίσια τὴν [[σάρκα]]», Κλήμ. Αλ.).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>reig</i>- «[[είμαι]] [[σφριγηλός]], [[περήφανος]]» και συνδέεται με τα: νορβ. <i>sprikja</i> «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]» και σουηδ. διαλ. <i>sprika</i> «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]»].
|mltxt=[[σφριγῶ]], [[σφριγάω]], ΝΜΑ<br /> [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[σφρίγος]], σφίζω από [[υγεία]] και σωματική [[δύναμη]], [[είμαι]] [[σφριγηλός]], [[ακμαίος]], [[ρωμαλέος]], [[ζωηρός]]<br /> <b>μσν.-αρχ.</b><br /> <b>μτφ.</b> (για [[λόγια]] [[αλλά]] και για δραστηριότητες) [[είμαι]] [[σφοδρός]] (α. «σφριγᾷ ὁ [[πόλεμος]]» — μαίνεται ο [[πόλεμος]], Θεοφύλ.<br /> β. «σφριγῶν μῡθος» — [[έντονος]] [[λόγος]], <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> ([[ιδίως]] για τους γυναικείους μαστούς) [[είμαι]] πρησμένος από την [[αφθονία]] γάλακτος (α. «μαζοὺς... σφριγόωντας ἐδείκνυεν», Χριστόδ.<br /> β. «σφριγᾷ [[στῆθος]]», Ιπποκρ.)<br /> <b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[είμαι]] [[γεμάτος]] από θυμό, από [[οργή]] ή από [[έπαρση]] («σφριγῶντα θυμόν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /> β) κατέχομαι από σφοδρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]] («τοῦ μη σφριγᾱν περὶ τὰ ἀφροδίσια τὴν [[σάρκα]]», Κλήμ. Αλ.).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>reig</i>- «[[είμαι]] [[σφριγηλός]], [[περήφανος]]» και συνδέεται με τα: νορβ. <i>sprikja</i> «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]» και σουηδ. διαλ. <i>sprika</i> «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]»].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σφρῐγάω:''' ([[только]] praes.)<br /><b class="num">1)</b> досл. [[быть набухшим]], [[пышным]], перен. [[быть крепким]], [[цветущим]] (εὐσωματεῖν καὶ σ. Arph.): σφριγῶν [[σῶμα]] Eur., Arph., Plat. [[свежее тело]], [[расцвет физических сил]]; σφριγῶντα νέοις κλωσὶν (δένδρα) Luc. [[деревья]], [[цветущие молодыми побегами]];<br /><b class="num">2)</b> [[быть раздраженным]] (σφριγῶν [[θυμός]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[быть заносчивым]], [[гордым]], [[резким]] (σφριγῶν [[μῦθος]] Eur.).
|lstext='''σφρῐγάω''': [ἴδε ἐν τέλ.], εἶμαι [[πλήρης]] σφρίγους, [[γέμω]] ζωτικῶν χυμῶν, σπαργῶ, [[ἀκμάζω]], Λατ. turgere, turgescere, [[μάλιστα]] (ὡς τὸ [[κυδωνιάω]]) ἐπὶ τῶν μαστῶν γυναικός, Ἱππ. 618. 47., 684. 13 μαζοὺς σφριγόωντας Χριστοδ. Ἔκφρ. 105, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 250· ἀκολούθως, 2) [[καθόλου]], ἐπὶ νεανιῶν καὶ νεανίδων, ἐπὶ ἵππων [[καλῶς]] τεθραμμένων, κτλ., εἶμαι [[πλήρης]] σφρίγους, εἶμαι [[ἀκμαῖος]], [[ζωηρός]], ἐν πλήρει ὑγείᾳ καὶ ἀκμῇ, [[ἰσχυρός]], Λατιν. vigere, νέῳ τε καὶ σφριγῶντι σώματι Εὐρ. Ἀνδρ. 196· εὐσωματεῖ καὶ σφριγᾷ Ἀριστοφάν. Νεφ. 799· σφριγᾷ τὸ σῶμά σου Λυσί. 80 τὰ σώματα σφριγῶντες Πλάτ. Νόμ. 840Β· ἥβῃ σφριγῶντες Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 414D - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ζῴων, [[ἡμίονος]] σφριγῶσα Εὐστ. 1322. 34· βόες τὸν αὐχένα σφριγῶντες Ἡλιόδ. 3. 1· - ἐπὶ δένδρων, δένδρα σφριγῶντα νέοις κλωσίν, ζωηρῶς θάλλοντα, πλήρη ζωῆς, ἀκμάζοντα, Λουκ. Ἔρωτ. 12, πρβλ. Δίωνα Χρυσ. 113D· οὕτω, εὐδίᾳ καὶ γαλήνῃ σφρ. Φίλων 1. 14. 3) μεταφορ., ἐπὶ λέξεων καὶ ἐνεργειῶν. (ἴδε ἐν λ. [[σφυδάω]]), σφριγῶν [[μῦθος]], [[ζωηρός]], σφοδρὸς [[λόγος]], Εὐρ. Ἱκ. 478· σφριγᾷ ὁ [[πόλεμος]], μαίνεται, Θεοφυλ. 4) εἶμαι [[πλήρης]] ἐπιθυμίας, εὑρίσκομαι εἰς ὑπερβολικὸν ἐρεθισμὸν ἐπιθυμίας, Ὀππ. Κυν. 3. 368· μὴ σφριγᾶν περὶ τὰ [[Ἀφροδίσια]] Κλήμ. Ἀλ. 850 τῶν σφριγώντων ἐν λόγοις Κωμ. Ἀνών. 205· - μετ’ ἀπαρ., Αἰλ. π. Ζ. 14. 5. - Περὶ τῆς λέξεως ἴδε Ruhnk Tim. - Τὰ μνημονευθέντα παραδείγματα δεικνύουσιν ὅτι [[εἶναι]] [[κυρίως]] ἐν χρήσει ἐν τῇ μετοχῇ τοῦ ἐνεστ. ([[σφριγάω]] [[εἶναι]] κατὰ τὸ φαινόμενον μόνον [[ἕτερος]] [[τύπος]] τοῦ [[σπαργάω]], [[ἴσως]] δὲ συγγενὲς τῷ [[σφαραγέομαι]], [[σφάραγος]] ὃ ἴδε· περὶ δὲ τῆς μεταβολῆς τοῦ π εἰς φ ἴδε ἐν λ. [[σφαδάζω]]). [Παρ’ Ὀππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἀντὶ σφρῑγᾷ προτείνουσι τὴν γραφὴν σφρῐγάᾳ].
}}
{{elnl
|elnltext=σφρῐγάω [[vol zitten]], [[weldoorvoed zijn]]:; σφριγῶντι σώματι door een lichaam vol van kracht Eur. Andr. 196; ὡς δὲ σφριγᾷ τὸ σῶμά σου wat zit jij goed in je vlees Aristoph. Lys. 80; van planten:; σφριγῶντα νέοις κλωσίν vol zittend met jonge loten [Luc.] 49.12; overdr.. σφριγῶντα θυμόν opzwellend gemoed Aeschl. PV 380; μή... σφριγῶντ ’ ἀμείψῃ μῦθον geef niet een gezwollen verhaal als antwoord Eur. Suppl. 478.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">to teem, to be full unto bursting</b>, of women's breasts and udders, [[to brim with vitality and lust]], of men, animals and plants (Hp., A. Pr. 382, E., Pl.).<br />Other forms: only pres.stem, esp. ptc.<br />Derivatives: Backformation [[σφρίγος]] n. [[power]], [[strength]] (Hermipp.), <b class="b3">-ώδης</b> [[teeming]] (Orib.), <b class="b3">-ανός</b> [[teeming]], [[swelling]] (Theoc. 11, 21 [[varia lectio|v.l.]], Hp. ap. Tim. Lex., Poll., sch.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Intensive formation in <b class="b3">-άω</b> (Schwyzer 719) of popular character, which makes the search for a direct etymology a difficult enterprise. An "evident" (Persson Beitr. 2. 871 n. 2) connection with Norw. dial. [[sprikja]], Swed. dial. [[sprika]] <b class="b2">unyoke, spread out, split apart etc.</b> in Bugge KZ 20, 40 (also in Bq, WP. 2, 683f., Pok. 1001). -- Unclear <b class="b3">σφριαί ἀπειλαί</b>, [[ὀργαί]] H. If this belongs here, prob. loss of the γ; cf. Hiersche Ten. asp. 200 n. 50 w. lit. -- Furnée 175 compares Celtic <b class="b2">*brigos</b> [[power]], [[courage]], [[liveliness]] (It. brio REW 1297); beside [[σφριαί]] he adduces 168 [[βρι]], [[βριάω]], 247 [[βριμάω]], 375 [[ὄβριμος]], [[βριμός]]; the word would be Pre-Greek.
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[to teem]], [[to be full unto bursting]], of women's breasts and udders, [[to brim with vitality and lust]], of men, animals and plants (Hp., A. Pr. 382, E., Pl.).<br />Other forms: only pres.stem, esp. ptc.<br />Derivatives: Backformation [[σφρίγος]] n. [[power]], [[strength]] (Hermipp.), <b class="b3">-ώδης</b> [[teeming]] (Orib.), <b class="b3">-ανός</b> [[teeming]], [[swelling]] (Theoc. 11, 21 [[varia lectio|v.l.]], Hp. ap. Tim. Lex., Poll., sch.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Intensive formation in <b class="b3">-άω</b> (Schwyzer 719) of popular character, which makes the search for a direct etymology a difficult enterprise. An "evident" (Persson Beitr. 2. 871 n. 2) connection with Norw. dial. [[sprikja]], Swed. dial. [[sprika]] [[unyoke]], [[spread out]], [[split apart etc.]] in Bugge KZ 20, 40 (also in Bq, WP. 2, 683f., Pok. 1001). -- Unclear <b class="b3">σφριαί ἀπειλαί</b>, [[ὀργαί]] H. If this belongs here, prob. loss of the γ; cf. Hiersche Ten. asp. 200 n. 50 w. lit. -- Furnée 175 compares Celtic <b class="b2">*brigos</b> [[power]], [[courage]], [[liveliness]] (It. brio REW 1297); beside [[σφριαί]] he adduces 168 [[βρι]], [[βριάω]], 247 [[βριμάω]], 375 [[ὄβριμος]], [[βριμός]]; the word would be Pre-Greek.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σφριγάω''': {sphrĭgáō}<br />'''Forms''': nur Präs.stamm, bes. Ptz.,<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[strotzen]], [[zum Platzen voll sein]], von Frauenbrüsten und Eutern, [[von Lebenskraft und Lust übersprudeln]], von Menschen, Tieren und Pflanzen (Hp., A. ''Pr''. 382, E., Pl. usw.).<br />'''Derivative''': Davon als Rückbildung [[σφρίγος]] n. [[Kraftfülle]], [[Stärke]] (Hermipp.), -ώδης [[strotzend]] (Orib.), -ανός [[strotzend]], [[schwellend]] (Theok. 11, 21 [[varia lectio|v.l.]], Hp. ap. Tim. ''Lex''., Poll., Sch.).<br />'''Etymology''' : Intensivbildung auf -άω (Schwyzer 719) volkstümlichen Charakters, was die Suche nach einer gradlinigen Etymologie zu einem gewagten Unter. nehmen macht. Eine "evidente" (Persson Beitr. 2. 871 A 2) Zusammenstellung mit norw. dial. ''sprikja'', schwed. dial. ''sprika'' [[ausspannen]], [[spreizen]], [[auseinanderklaffen]] bei Bugge KZ 20, 40 (auch bei Bq, WP. 2, 683f., Pok. 1001). — Unklar σφριαί· ἀπειλαί, ὀργαί H. Wenn hierher, wohl Wegfall des γ; vgl. Hiersche Ten. asp. 200 A. 50 m. Lit.<br />'''Page''' 2,834
|ftr='''σφριγάω''': {sphrĭgáō}<br />'''Forms''': nur Präs.stamm, bes. Ptz.,<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[strotzen]], [[zum Platzen voll sein]], von Frauenbrüsten und Eutern, [[von Lebenskraft und Lust übersprudeln]], von Menschen, Tieren und Pflanzen (Hp., A. ''Pr''. 382, E., Pl. usw.).<br />'''Derivative''': Davon als Rückbildung [[σφρίγος]] n. [[Kraftfülle]], [[Stärke]] (Hermipp.), -ώδης [[strotzend]] (Orib.), -ανός [[strotzend]], [[schwellend]] (Theok. 11, 21 [[varia lectio|v.l.]], Hp. ap. Tim. ''Lex''., Poll., Sch.).<br />'''Etymology''': Intensivbildung auf -άω (Schwyzer 719) volkstümlichen Charakters, was die Suche nach einer gradlinigen Etymologie zu einem gewagten Unter. nehmen macht. Eine "evidente" (Persson Beitr. 2. 871 A 2) Zusammenstellung mit norw. dial. ''sprikja'', schwed. dial. ''sprika'' [[ausspannen]], [[spreizen]], [[auseinanderklaffen]] bei Bugge KZ 20, 40 (auch bei Bq, WP. 2, 683f., Pok. 1001). — Unklar σφριαί· ἀπειλαί, ὀργαί H. Wenn hierher, wohl Wegfall des γ; vgl. Hiersche Ten. asp. 200 A. 50 m. Lit.<br />'''Page''' 2,834
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ Ἀπό τό [[σφρίγος]] (=[[δύναμη]]). Ἴσως συγγενεύει μέ τά σφαραγοῦμαι, σπαργῶ.
}}
}}