3,274,916
edits
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
mNo edit summary |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sminos | |Transliteration C=sminos | ||
|Beta Code=smh=nos | |Beta Code=smh=nos | ||
|Definition=Dor. [[σμᾶνος]] | |Definition=Dor. [[σμᾶνος]] Theoc.1.107, σμήνεος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[beehive]], σμήνεσσι κατηρεφέεσσι Hes. ''Th.''594, cf. ''IG''12.326.15, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 552c, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''624a6 sq.<br><span class="bld">II</span> [[swarm of bees]], σ. ὣς μελισσᾶν [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''128 (lyr.), cf. [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 293d, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''627b15, al.; of [[wasp]]s, Ar.''V.''425; of [[ἀνθρῆναι]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''629a7.<br><span class="bld">2</span> generally, [[swarm]], [[crowd]], <b class="b3">βομβεῖ δὲ νεκρῶν σμῆνος</b> [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]'' 879; <b class="b3">οἷον σοφιστῶν σμῆνος</b> Cratin.2; <b class="b3">σμῆνος θεῶν</b>, of the [[cloud]]s, Ar.''Nu.''297: metaph., <b class="b3">τὸ τῶν ἡδονῶν σμῆνος, σμῆνος τι ἀρετῶν</b>, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 574d, ''Men.''72a; ἀποικιῶν σμήνη Aristid.1.115 J.: heterocl. pl., <b class="b3">σμῆνα μελισσάων</b> Orac. ap. Plu. 2.96b. [pl. written ζμήνη, ''PCair.Zen.''151.4 (iii B.C.).] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] τό, 1) der Bienenstock, Bienenkorb; Hes. Th. 594; Arist. H. A. 9, 40 u. oft. – 2) gew. der Bienenschwarm, μελισσῶν, Aesch. Pers. 126, wie Plat. Polit. 293 d Xen. u. A., – Wespen, Ar. Vesp. 425; – übh. der [[Schwarm]]: θεῶν, Nubb. 297; νεκρῶν, Soph. frg. 693; τῶν ἡδονῶν, Plat. Rep. IX, 574 d; ἀρετῶν, Men. 72 a; ἀποικιῶν, Aristid. panath. I p. 185 Ddf. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] τό, 1) der [[Bienenstock]], [[Bienenkorb]]; Hes. Th. 594; Arist. H. A. 9, 40 u. oft. – 2) gew. der [[Bienenschwarm]], μελισσῶν, Aesch. Pers. 126, wie Plat. Polit. 293 d Xen. u. A., – Wespen, Ar. Vesp. 425; – übh. der [[Schwarm]]: θεῶν, Nubb. 297; νεκρῶν, Soph. frg. 693; τῶν ἡδονῶν, Plat. Rep. IX, 574 d; ἀρετῶν, Men. 72 a; ἀποικιῶν, Aristid. panath. I p. 185 Ddf. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion.</i> | |btext=<i>ion.</i> σμήνεος, <i>att.</i> σμήνους (τό) :<br /><b>1</b> [[ruche]];<br /><b>2</b> [[essaim d'abeilles]] <i>ou</i> de guêpes ; <i>p. ext.</i> essaim, multitude <i>en parl. de <i>pers.</i> ou de choses</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG vieux mot i.-e., mais sans étym. σμῆ-νος. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σμῆνος | |elnltext=σμῆνος σμήνεος, contr. σμήνους, τό, Dor. [[σμᾶνος]] [[bijenkorf]], bijenkast. [[zwerm]] (van bijen of wespen); uitbr. zwerm, [[menigte]], [[hoop]]:. σμῆνός τι ἀρετῶν een hele zwerm deugden Plat. Men. 72a. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σμῆνος:''' дор. [[σμᾶνος]], | |elrutext='''σμῆνος:''' дор. [[σμᾶνος]], σμήνεος τό<br /><b class="num">1</b> [[пчелиный улей]] Hes., Plat., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[рой]] (μελισσῶν Aesch.; ''[[sc.]]'' σφηκῶν Arph.);<br /><b class="num">3</b> [[толпа]], [[сонм]] ([[θεῶν]] Arph.);<br /><b class="num">4</b> [[множество]] (τῶν ἡδονῶν Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[σμῆνος]], ΝΑ, δωρ. τ. σμᾱνος, ονομ. πληθ. και ζμήνη και ετερόκλ. σμῆνα, Α<br /><b>1.</b> [[ομάδα]] [[μελισσών]] ή άλλων υμενόπτερων εντόμων που περιλαμβάνει άτομα διαφόρων κατηγοριών τα οποία ζουν από κοινού<br /><b>2.</b> αυτοτελές [[σύνολο]] [[μελισσών]] ή [[σφηκών]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) πυκνό [[πλήθος]], πυκνή [[ομάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> α) [[σύνολο]] πτηνών σε [[πτήση]]<br />β) [[σύνολο]] κατοικίδιων ζώων του ίδιου είδους ή ειδών άγριων μηρυκαστικών που συμβιώνουν<br />γ) [[σύνολο]] ζώων ενός κατοικίδιου είδους που απαντούν σε μια αγροτική [[εκμετάλλευση]]<br />δ) [[σύνολο]] ζώων ενός κατοικίδιου είδους τών οποίων η [[φύλαξη]] ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους ανθρώπους, αλλ. [[αγέλη]] ή [[κοπάδι]]<br /><b>2.</b> βασική [[μονάδα]] της πολεμικής αεροπορίας, η οποία μπορεί να αναλάβει αυτοδύναμη [[αποστολή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αστρικά [[σμήνη]]» — μόνιμη [[συγκέντρωση]] αστέρων συγκρατούμενων με [[κοινή]] αμοιβαία [[έλξη]], [[συγκέντρωση]] η οποία αποτελεί αυθύπαρκτη [[φυσική]] [[μονάδα]] με [[κοινή]] [[κίνηση]] και [[προέλευση]]<br />β) «ανοιχτά αστρικά [[σμήνη]]» ή «γαλαξιακά αστρικά [[σμήνη]]»<br /><b>αστρον.</b> αστρικά [[σμήνη]] που περιέχουν μικρό αριθμό αστέρων, από [[δέκα]] [[περίπου]] έως μερικές εκατοντάδες, [[συνήθως]] σε ασύμμετρη [[διάταξη]]<br />γ) «σφαιρωτά αστρικά [[σμήνη]]»<br /><b>αστρον.</b> ηλικιωμένα συστήματα, που περιέχουν χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες αστέρες, οι οποίοι βρίσκονται πολύ [[κοντά]] [[μεταξύ]] τους σε συμμετρική και [[σχεδόν]] σφαιρική [[διάταξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός τ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, με [[επίθημα]] -<i>νος</i> ( | |mltxt=το / [[σμῆνος]], ΝΑ, δωρ. τ. σμᾱνος, ονομ. πληθ. και ζμήνη και ετερόκλ. σμῆνα, Α<br /><b>1.</b> [[ομάδα]] [[μελισσών]] ή άλλων υμενόπτερων εντόμων που περιλαμβάνει άτομα διαφόρων κατηγοριών τα οποία ζουν από κοινού<br /><b>2.</b> αυτοτελές [[σύνολο]] [[μελισσών]] ή [[σφηκών]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) πυκνό [[πλήθος]], πυκνή [[ομάδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> α) [[σύνολο]] πτηνών σε [[πτήση]]<br />β) [[σύνολο]] κατοικίδιων ζώων του ίδιου είδους ή ειδών άγριων μηρυκαστικών που συμβιώνουν<br />γ) [[σύνολο]] ζώων ενός κατοικίδιου είδους που απαντούν σε μια αγροτική [[εκμετάλλευση]]<br />δ) [[σύνολο]] ζώων ενός κατοικίδιου είδους τών οποίων η [[φύλαξη]] ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους ανθρώπους, αλλ. [[αγέλη]] ή [[κοπάδι]]<br /><b>2.</b> βασική [[μονάδα]] της πολεμικής αεροπορίας, η οποία μπορεί να αναλάβει αυτοδύναμη [[αποστολή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αστρικά [[σμήνη]]» — μόνιμη [[συγκέντρωση]] αστέρων συγκρατούμενων με [[κοινή]] αμοιβαία [[έλξη]], [[συγκέντρωση]] η οποία αποτελεί αυθύπαρκτη [[φυσική]] [[μονάδα]] με [[κοινή]] [[κίνηση]] και [[προέλευση]]<br />β) «ανοιχτά αστρικά [[σμήνη]]» ή «γαλαξιακά αστρικά [[σμήνη]]»<br /><b>αστρον.</b> αστρικά [[σμήνη]] που περιέχουν μικρό αριθμό αστέρων, από [[δέκα]] [[περίπου]] έως μερικές εκατοντάδες, [[συνήθως]] σε ασύμμετρη [[διάταξη]]<br />γ) «σφαιρωτά αστρικά [[σμήνη]]»<br /><b>αστρον.</b> ηλικιωμένα συστήματα, που περιέχουν χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες αστέρες, οι οποίοι βρίσκονται πολύ [[κοντά]] [[μεταξύ]] τους σε συμμετρική και [[σχεδόν]] σφαιρική [[διάταξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκός τ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, με [[επίθημα]] -<i>νος</i> ([[πρβλ]]. [[έθνος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σμῆνος:''' Δωρ. σμᾶνος, <i> | |lsmtext='''σμῆνος:''' Δωρ. σμᾶνος, <i>σμήνεος</i>, <i>τό</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κυψέλη]] [[μελισσών]], σε Ησίοδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[σμήνος]] [[μελισσών]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· λέγεται για σφήκες, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για σύννεφα, στον ίδ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σμῆνος''': Δωρ. σμᾶνος, | |lstext='''σμῆνος''': Δωρ. σμᾶνος, σμήνεος, τό, = [[σίμβλος]], [[κυψέλη]] μελισσῶν, «κρηνί», Λατ. alveare, σμήνεσσι (διάφ. γραφ. σίμβλοισι) κατηρεφέεσσι Ἡσ. Θ. 594, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 552C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 4 κἑξ.· - ἐν τῷ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 16, σμήνη, ἡ. ΙΙ. συνήθως = [[ἑσμός]], [[πλῆθος]] μελισσῶν, ἓν ὅλον [[βασίλειον]] ἐξ αὐτῶν, σμ. ὡς μελισσῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 129, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 293D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 44, κ. ἀλλ.· ἐπὶ σφηκῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 425· ἐπὶ τῶν κερασφόρων σφηκῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3. 2) [[καθόλου]], μέγα [[πλῆθος]], βομβεῖ δὲ νεκρῶν σμ. Σοφ. Ἀποσπ. 693· [[οἷον]] σοφιστῶν σμ. Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 2· σμ. θεῶν, τῶν Νεφελῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 297· καὶ μεταφορ., τὸ τῶν ἡδονῶν σμ., σμ. τι ἀρετῶν Πλάτ. Πολ. 574D, Μένων 72Α· ἀποικιῶν σμήνη Ἀριστείδ. 1. 115· - ὁ πληθ., σμῆνα μελισσάων ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρὰ Πλουτ. 96Β. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σμῆνος]], δοριξ σμᾶνος, ος, | |mdlsjtxt=[[σμῆνος]], δοριξ σμᾶνος, ος, σμήνεος, τό,<br /><b class="num">I.</b> a [[beehive]], Hes., Plat.<br /><b class="num">II.</b> a [[swarm]] of bees, Aesch., etc.; of wasps, Ar.:—metaph., of clouds, Ar., etc. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
Line 45: | Line 45: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[κυψέλη]] γιά μέλισσες, μεγάλο [[πλῆθος]]). Ἀπό τό [[ἑσμός]] (=[[πλῆθος]]), πού παράγεται ἀπό τό [[ἕζομαι]]. | |mantxt=(=[[κυψέλη]] γιά μέλισσες, μεγάλο [[πλῆθος]]). Ἀπό τό [[ἑσμός]] (=[[πλῆθος]]), πού παράγεται ἀπό τό [[ἕζομαι]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[beeswarm]]=== | |||
Afrikaans: byeswerm; English: [[beeswarm]], [[swarm of bees]]; Dutch: [[imme]], [[bijenzwerm]], [[bijendrom]]; French: [[essaim d'abeilles]]; Greek: [[μελισσολόι]], [[μελισσοσμήνος]], [[μελισσοσμάρι]], [[σμήνος μελισσών]], [[σμάρι μελισσών]], [[μελίσσι]]; Ancient Greek: [[ἄφεσις]], [[ἀφεσμός]], [[ἔθνος μελισσάων]], [[ἑσμός]], [[μελίσσιον]], [[μελίττιον]], [[σμᾶνος]], [[σμῆνος]], [[φῦλα μελισσέων]]; German: [[Bienenschwarm]], [[Imme]]; Spanish: [[enjambre]] | |||
===swarm of insects=== | |||
Afrikaans: swerm; Albanian: shemë; Arabic: ثَوْل; Armenian: պարս; Belarusian: рой; Bulgarian: рой, рояк; Catalan: eixam; Chinese Mandarin: 群; Czech: roj; Danish: sværm; Dutch: [[zwerm]]; Finnish: parvi; Franco-Provençal: èssem; French: [[essaim]], [[grouillement]]; Friulian: scuam; Galician: enxame; Georgian: ნაყარი; German: [[Schwarm]]; Greek: [[σμήνος]]; Ancient Greek: [[σμῆνος]], [[ἑσμός]]; Hebrew: נְחִיל; Hungarian: raj; Hunsrik: Schwaarem; Ido: esamo; Irish: saithe, scaoth; Italian: [[sciame]], [[nugolo]]; Japanese: 群れ, 雲霞; Korean: 떼, 무리; Latin: [[examen]]; Macedonian: рој; Maori: pōī; Mpade: mam; Norwegian Bokmål: sverm, bisverm; Nynorsk: sverm, bisverm; Occitan: eissam; Old East Slavic: рои; Persian: اِزدِحام; Plautdietsch: Schwoarm; Polish: rój; Portuguese: [[enxame]], [[nuvem]], [[correição]]; Romanian: roi; Russian: [[рой]]; Sardinian: schissura; Scottish Gaelic: sgaoth; Serbo-Croatian Cyrillic: рој; Roman: roj; Sicilian: sciamu, assamu; Slovak: roj; Slovene: roj; Sorbian Lower Sorbian: roj; Spanish: [[enjambre]], [[nube]]; Swahili: jana; Swedish: svärm; Ukrainian: рій; Venetian: same, samo; Volapük: kümam; Welsh: haid | |||
===swarm of people=== | |||
Bulgarian: стадо; Czech: dav, hejno, houf, zástup; Danish: sværm; Dutch: [[menigte]], [[massa]]; Finnish: lauma; French: [[nuée]], [[essaim]]; Galician: liorna, barafunda; German: [[Schwarm]]; Greek: [[στίφος]], [[εσμός]], [[όχλος]]; Hungarian: horda, sokaság; Japanese: 群衆; Polish: mrowie; Portuguese: [[multidão]], [[enxame]], [[turba]], [[turbamulta]], [[turbilhão]], [[tropel]], [[roda-viva]], [[barafunda]]; Russian: [[толпа]], [[стая]]; Scottish Gaelic: sgaoth, sluagh; Spanish: [[multitud]], [[muchedumbre]], [[masa]], [[aglomeración]], [[barahúnda]]; Swahili: jana; Swedish: myller, vimmel; Tamil: திரள்; Ukrainian: натовп, юрба | |||
===[[beehive]]=== | |||
Abaza: щхамартан, мартан; Abkhaz: а-шьхымӡа; Adyghe: бжьэматэ; Albanian: koshere, zgjua, kurpi, qengjë, korube, krodhë; Amharic: ቀፎ; Arabic: خَلِيَّة, قَفِير, كُوَارَة, جَبْح, عَسَّالَة, مَنْحَل; Egyptian Arabic: خلاية; Aramaic Jewish: כַּוְּורְתָּא / כַּוְּרְתָּא, כַּוְּורָא / כַּוְּרָא; Syriac: ܟܘܪܬܐ, ܟܘܪܐ; Armenian: մեղվաբույն, փեթակ; Assamese: মৌচাক, চাক; Avar: найил тӏала; Azerbaijani: pətək, arı səbəti; Bashkir: солоҡ, умарта; Basque: erlauntza; Bats: სკა; Belarusian: вулей; Bulgarian: кошер, улище; Burmese: ပျားအုံ; Catalan: arna, buc, casera, rusc; Chechen: никх; Chinese Mandarin: 蜂箱, 蜂巢, 蜂房; Corsican: arna, arnia, bugna, bugnu; Czech: hnízdo, úl, včelín; Dalmatian: alviar, buc; Danish: bikube; Dirasha: kakurt; Dutch: [[bijenkorf]], [[bijenhuif]], [[huif]], [[bijennest]], [[immenhuif]], [[immenkorf]], [[korf]]; Erzya: нешке; Estonian: taru; Farefare: sĩn-yoko; Finnish: mehiläispesä, pesä; French: [[ruche]]; Galician: colmea, trobo, albariza, covo, cortizo, arna; Georgian: სკა; German: [[Bienenstaat]], [[Bienenstock]], [[Bienenkorb]]; Greek: [[κυψέλη]]; Ancient Greek: [[γαυλός]], [[κηρών]], [[κυψέλη]], [[κυψέλιον]], [[μελίσσειον]], [[μελισσία]], [[μελίσσιον]], [[μελισσουργεῖον]], [[μελισσοφάτνη]], [[μελιττία]], [[μελίττιον]], [[μελιττουργεῖον]], [[μελιττοφάτνη]], [[νεοσσιά]], [[νεοσσιή]], [[νεοττιά]], [[νοσσιά]], [[νοσσιή]], [[σίμβλος]], [[σμᾶνος]], [[σμῆνος]], [[τεῦχος]]; Hebrew: כוורת \ כַּוֶּרֶת; Hindi: छत्ता, मधुमक्खी का छत्ता; Hungarian: méhkas; Icelandic: býkúpa, býflugnabú; Ingrian: mehiläispatsas; Ingush: накх; Interlingua: apiculario; Irish: coirceog bheach; Italian: [[alveare]], [[arnia]]; Japanese: 蜂巣, 蜂の巣; Kabardian: бжьэматэ; Kannada: ಜೇನುಗೂಡು; Kazakh: ара ұясы; Khmer: បង្គងឃ្មុំ; Khonso: kaakurta; Korean: 벌통, 벌집; Kyrgyz: бал челек; Ladin: sant; Lao: ຮັງເຜິ້ງ; Latgalian: aviļs, kūzuls; Latin: [[alvearium]], [[mellarium]]; Latvian: strops; Laz: მცქა, კავრანი, ღუნი; Lithuanian: avilys; Louisiana Creole French: rish; Macedonian: кошница, улиште; Malay: rumah lebah; Maori: whare mīere; Marathi: पोळे; Mingrelian: სკა, ბუკი, ქოფე; Mongolian Cyrillic: зөгийн үүр; Navajo: tsísʼná bighan; Norman: rueûque; Norwegian Bokmål: bikube; Nynorsk: biekube, bikube; Occitan: bornat, bornhon, buc, brusc; Old Church Slavonic Cyrillic: улии; Old English: hȳf; Old Portuguese: colmẽa; Ongota: gorgora; Oromo: gaagura; Ossetian: мыдычыргъӕд; Ottoman Turkish: آریلق; Persian: کندو, شان; Plautdietsch: Bieeromp; Polabian: väul; Polish: ul; Portuguese: [[colmeia]]; Romanian: stup; Romansch: avieuler, aviouler, ualer; Russian: [[улей]]; Scots: byke, bink; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̏шница, пчѐлиња̄к; Roman: kȍšnica, pčèlinjāk; Slovak: úľ; Slovene: panj; Sorbian Lower Sorbian: wul; Upper Sorbian: kołć; Spanish: [[colmena]]; Svan: ღუ̂ებ; Swahili: mzinga; Swedish: bikoloni, bisamhälle, kupa, bikupa; Sylheti: ꠝꠌꠣꠇ; Tagalog: panilan, bahay-pukyutan; Tajik: канду; Telugu: తేనెగూడు; Thai: รวงผึ้ง; Tibetan: སྦྲང་ཚང; Turkish: kovan, arı kovanı; Ukrainian: вулик, вулій, улик, улій; Urdu: چهتا; Uyghur: ھەرە ئۇۋىسى, ھەرە كۆنىكى; Uzbek: asalari uyasi, asalari qutisi, arixona; Vietnamese: tổ ong; Volapük: bienabäset; Walloon: tchetoere; Welsh: cwch gwenyn, llestr gwenyn; Yiddish: בינשטאָק | |||
}} | }} |