σμῆνος

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῆνος Medium diacritics: σμῆνος Low diacritics: σμήνος Capitals: ΣΜΗΝΟΣ
Transliteration A: smē̂nos Transliteration B: smēnos Transliteration C: sminos Beta Code: smh=nos

English (LSJ)

Dor. σμᾶνος Theoc.1.107, σμήνεος, τό,
A beehive, σμήνεσσι κατηρεφέεσσι Hes. Th.594, cf. IG12.326.15, Pl.R. 552c, Arist.HA624a6 sq.
II swarm of bees, σ. ὣς μελισσᾶν A.Pers.128 (lyr.), cf. Pl.Plt. 293d, Arist.HA627b15, al.; of wasps, Ar.V.425; of ἀνθρῆναι, Arist.HA629a7.
2 generally, swarm, crowd, βομβεῖ δὲ νεκρῶν σμῆνος S.Fr. 879; οἷον σοφιστῶν σμῆνος Cratin.2; σμῆνος θεῶν, of the clouds, Ar.Nu.297: metaph., τὸ τῶν ἡδονῶν σμῆνος, σμῆνος τι ἀρετῶν, Pl.R. 574d, Men.72a; ἀποικιῶν σμήνη Aristid.1.115 J.: heterocl. pl., σμῆνα μελισσάων Orac. ap. Plu. 2.96b. [pl. written ζμήνη, PCair.Zen.151.4 (iii B.C.).]

German (Pape)

[Seite 910] τό, 1) der Bienenstock, Bienenkorb; Hes. Th. 594; Arist. H. A. 9, 40 u. oft. – 2) gew. der Bienenschwarm, μελισσῶν, Aesch. Pers. 126, wie Plat. Polit. 293 d Xen. u. A., – Wespen, Ar. Vesp. 425; – übh. der Schwarm: θεῶν, Nubb. 297; νεκρῶν, Soph. frg. 693; τῶν ἡδονῶν, Plat. Rep. IX, 574 d; ἀρετῶν, Men. 72 a; ἀποικιῶν, Aristid. panath. I p. 185 Ddf.

French (Bailly abrégé)

ion. σμήνεος, att. σμήνους (τό) :
1 ruche;
2 essaim d'abeilles ou de guêpes ; p. ext. essaim, multitude en parl. de pers. ou de choses.
Étymologie: DELG vieux mot i.-e., mais sans étym. σμῆ-νος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμῆνος σμήνεος, contr. σμήνους, τό, Dor. σμᾶνος bijenkorf, bijenkast. zwerm (van bijen of wespen); uitbr. zwerm, menigte, hoop:. σμῆνός τι ἀρετῶν een hele zwerm deugden Plat. Men. 72a.

Russian (Dvoretsky)

σμῆνος: дор. σμᾶνος, σμήνεος τό
1 пчелиный улей Hes., Plat., Arst.;
2 рой (μελισσῶν Aesch.; sc. σφηκῶν Arph.);
3 толпа, сонм (θεῶν Arph.);
4 множество (τῶν ἡδονῶν Plat.).

Greek Monolingual

το / σμῆνος, ΝΑ, δωρ. τ. σμᾱνος, ονομ. πληθ. και ζμήνη και ετερόκλ. σμῆνα, Α
1. ομάδα μελισσών ή άλλων υμενόπτερων εντόμων που περιλαμβάνει άτομα διαφόρων κατηγοριών τα οποία ζουν από κοινού
2. αυτοτελές σύνολο μελισσών ή σφηκών
3. (κατ' επέκτ.) πυκνό πλήθος, πυκνή ομάδα
νεοελλ.
1. βιολ. α) σύνολο πτηνών σε πτήση
β) σύνολο κατοικίδιων ζώων του ίδιου είδους ή ειδών άγριων μηρυκαστικών που συμβιώνουν
γ) σύνολο ζώων ενός κατοικίδιου είδους που απαντούν σε μια αγροτική εκμετάλλευση
δ) σύνολο ζώων ενός κατοικίδιου είδους τών οποίων η φύλαξη ανατίθεται σε έναν ή περισσότερους ανθρώπους, αλλ. αγέλη ή κοπάδι
2. βασική μονάδα της πολεμικής αεροπορίας, η οποία μπορεί να αναλάβει αυτοδύναμη αποστολή
3. φρ. α) «αστρικά σμήνη» — μόνιμη συγκέντρωση αστέρων συγκρατούμενων με κοινή αμοιβαία έλξη, συγκέντρωση η οποία αποτελεί αυθύπαρκτη φυσική μονάδα με κοινή κίνηση και προέλευση
β) «ανοιχτά αστρικά σμήνη» ή «γαλαξιακά αστρικά σμήνη»
αστρον. αστρικά σμήνη που περιέχουν μικρό αριθμό αστέρων, από δέκα περίπου έως μερικές εκατοντάδες, συνήθως σε ασύμμετρη διάταξη
γ) «σφαιρωτά αστρικά σμήνη»
αστρον. ηλικιωμένα συστήματα, που περιέχουν χιλιάδες και εκατοντάδες χιλιάδες αστέρες, οι οποίοι βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους σε συμμετρική και σχεδόν σφαιρική διάταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, με επίθημα -νος (πρβλ. έθνος)].

Greek Monotonic

σμῆνος: Δωρ. σμᾶνος, σμήνεος, τό,
I. κυψέλη μελισσών, σε Ησίοδ., Πλάτ.
II. σμήνος μελισσών, σε Αισχύλ. κ.λπ.· λέγεται για σφήκες, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για σύννεφα, στον ίδ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

σμῆνος: Δωρ. σμᾶνος, σμήνεος, τό, = σίμβλος, κυψέλη μελισσῶν, «κρηνί», Λατ. alveare, σμήνεσσι (διάφ. γραφ. σίμβλοισι) κατηρεφέεσσι Ἡσ. Θ. 594, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 552C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 4 κἑξ.· - ἐν τῷ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 16, σμήνη, ἡ. ΙΙ. συνήθως = ἑσμός, πλῆθος μελισσῶν, ἓν ὅλον βασίλειον ἐξ αὐτῶν, σμ. ὡς μελισσῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 129, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 293D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9.40, 44, κ. ἀλλ.· ἐπὶ σφηκῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 425· ἐπὶ τῶν κερασφόρων σφηκῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3. 2) καθόλου, μέγα πλῆθος, βομβεῖ δὲ νεκρῶν σμ. Σοφ. Ἀποσπ. 693· οἷον σοφιστῶν σμ. Κρατῖν. ἐν «Ἀρχιλόχοις» 2· σμ. θεῶν, τῶν Νεφελῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 297· καὶ μεταφορ., τὸ τῶν ἡδονῶν σμ., σμ. τι ἀρετῶν Πλάτ. Πολ. 574D, Μένων 72Α· ἀποικιῶν σμήνη Ἀριστείδ. 1. 115· - ὁ πληθ., σμῆνα μελισσάων ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρὰ Πλουτ. 96Β.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: beehive, skep (Hes. Th. 594, IG 12, 326, 15, Pl. R. 552c, Arist.), swarm of bees (wasps), swarm in general (A. Pers. 128 [lyr.], S. Fr. 897, com., Pl., Arist. etc.); pl. σμῆνα (Orac. ap. Plu. 2, 96b), σμῆναι (leg. ?) τῶν μελισσῶν οἱ κηροδόχοι, ἤτοι αἱ θῆκαι H.; as des. of goddesses (for trad. σεμναί) h. Merc. 552 (Feyel Rev. Arch. 1946, 5ff.)?
Other forms: Dor. (Theoc.) σμα̃νος.
Compounds: Some compp., e. g. σμην-ουργός m. beekeeper (Ael., Poll.), φιλό-σμηνος (μέλισσα) loving swarms, appearing in swarms (Nonn.).
Derivatives: σμην-ίον n. dimin. beehive (Dsc.), = πρόπολις H.; -ών, -ῶνος m. station (stand) of beehives (Olymos Ia; ζμ-), -ιών id. (Apollon. Mir.), -ηδόν in swarms (Hdn. Epim.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation as ἔθνος, κτῆνος, ἔρνος, τέμενος a.o.; orig. meaning rather swarm (of bees) than beehive. Unexplained. To be rejected Johansson BB 13, 119 and Bezzenberger KZ 42, 192 (s. Bq); thus Prellwitz Glotta 19, 103. -- Furnée 376 compares ἰσμῆναι θῆκαι, ἀκόλουθοι H. (see Latte); this does not prove that the word is Pre-Greek, but this seems more probable to me (I don't see why DELG says "prob. of IE origin".)

Middle Liddell

σμῆνος, δοριξ σμᾶνος, ος, σμήνεος, τό,
I. a beehive, Hes., Plat.
II. a swarm of bees, Aesch., etc.; of wasps, Ar.:—metaph., of clouds, Ar., etc.

Frisk Etymology German

σμῆνος: {smē̃nos}
Forms: dor. (Theok.) σμα̃νος
Grammar: n.
Meaning: ‘Bienenstock, -korb’ (Hes. Th. 594, IG 12, 326, 15, Pl. R. 552c, Arist.), ‘Schwarm von Bienen (Wespen), Schwarm im allg.’ (A. Pers. 128 [lyr.], S. Fr. 897, Kom., Pl., Arist. usw.); pl. σμῆνα (Orac. ap. Plu. 2, 96b), σμῆναι (leg. -η?)· τῶν μελισσῶν οἱ κηροδόχοι, ἤτοι αἱ θῆκαι H.; als Ben. von Göttinnen (für überl. σεμναί) h. Merc. 552 (Feyel Rev. Arch. 1946, 5ff.)?
Composita: Einige Kompp., z. B. σμηνουργός m. Imker (Ael., Poll.), φιλόσμηνος (μέλισσα) Schwärme liebend, in Schwärmen auftretend (Nonn.).
Derivative: Davon σμηνίον n. Demin. Bienenkorb (Dsk.), = πρόπολις H.; -ών, -ῶνος m. Stand von Bienenkörben (Olymos Ia; ζμ-), -ιών ib. (Apollon. Mir.), -ηδόν in Schwärmen (Hdn. Epim.).
Etymology: Bildung wie ἔθνος, κτῆνος, ἔρνος, τέμενος u.a.; urspr. Bed. eher ‘(Bienen)schwarm' als Bienenstock. Unerklärt. Abzulehnen Johansson BB 13, 119 und Bezzenberger KZ 42, 192 (s. Bq); ebenfalls Prellwitz Glotta 19, 103.
Page 2,749

English (Woodhouse)

swarm, swarm of bees

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=κυψέλη γιά μέλισσες, μεγάλο πλῆθος). Ἀπό τό ἑσμός (=πλῆθος), πού παράγεται ἀπό τό ἕζομαι.

Translations

beeswarm

Afrikaans: byeswerm; English: beeswarm, swarm of bees; Dutch: imme, bijenzwerm, bijendrom; French: essaim d'abeilles; Greek: μελισσολόι, μελισσοσμήνος, μελισσοσμάρι, σμήνος μελισσών, σμάρι μελισσών, μελίσσι; Ancient Greek: ἄφεσις, ἀφεσμός, ἔθνος μελισσάων, ἑσμός, μελίσσιον, μελίττιον, σμᾶνος, σμῆνος, φῦλα μελισσέων; German: Bienenschwarm, Imme; Spanish: enjambre

swarm of insects

Afrikaans: swerm; Albanian: shemë; Arabic: ثَوْل; Armenian: պարս; Belarusian: рой; Bulgarian: рой, рояк; Catalan: eixam; Chinese Mandarin: 群; Czech: roj; Danish: sværm; Dutch: zwerm; Finnish: parvi; Franco-Provençal: èssem; French: essaim, grouillement; Friulian: scuam; Galician: enxame; Georgian: ნაყარი; German: Schwarm; Greek: σμήνος; Ancient Greek: σμῆνος, ἑσμός; Hebrew: נְחִיל; Hungarian: raj; Hunsrik: Schwaarem; Ido: esamo; Irish: saithe, scaoth; Italian: sciame, nugolo; Japanese: 群れ, 雲霞; Korean: 떼, 무리; Latin: examen; Macedonian: рој; Maori: pōī; Mpade: mam; Norwegian Bokmål: sverm, bisverm; Nynorsk: sverm, bisverm; Occitan: eissam; Old East Slavic: рои; Persian: اِزدِحام; Plautdietsch: Schwoarm; Polish: rój; Portuguese: enxame, nuvem, correição; Romanian: roi; Russian: рой; Sardinian: schissura; Scottish Gaelic: sgaoth; Serbo-Croatian Cyrillic: рој; Roman: roj; Sicilian: sciamu, assamu; Slovak: roj; Slovene: roj; Sorbian Lower Sorbian: roj; Spanish: enjambre, nube; Swahili: jana; Swedish: svärm; Ukrainian: рій; Venetian: same, samo; Volapük: kümam; Welsh: haid

swarm of people

Bulgarian: стадо; Czech: dav, hejno, houf, zástup; Danish: sværm; Dutch: menigte, massa; Finnish: lauma; French: nuée, essaim; Galician: liorna, barafunda; German: Schwarm; Greek: στίφος, εσμός, όχλος; Hungarian: horda, sokaság; Japanese: 群衆; Polish: mrowie; Portuguese: multidão, enxame, turba, turbamulta, turbilhão, tropel, roda-viva, barafunda; Russian: толпа, стая; Scottish Gaelic: sgaoth, sluagh; Spanish: multitud, muchedumbre, masa, aglomeración, barahúnda; Swahili: jana; Swedish: myller, vimmel; Tamil: திரள்; Ukrainian: натовп, юрба

beehive

Abaza: щхамартан, мартан; Abkhaz: а-шьхымӡа; Adyghe: бжьэматэ; Albanian: koshere, zgjua, kurpi, qengjë, korube, krodhë; Amharic: ቀፎ; Arabic: خَلِيَّة, قَفِير, كُوَارَة, جَبْح, عَسَّالَة, مَنْحَل; Egyptian Arabic: خلاية; Aramaic Jewish: כַּוְּורְתָּא / כַּוְּרְתָּא, כַּוְּורָא / כַּוְּרָא; Syriac: ܟܘܪܬܐ, ܟܘܪܐ; Armenian: մեղվաբույն, փեթակ; Assamese: মৌচাক, চাক; Avar: найил тӏала; Azerbaijani: pətək, arı səbəti; Bashkir: солоҡ, умарта; Basque: erlauntza; Bats: სკა; Belarusian: вулей; Bulgarian: кошер, улище; Burmese: ပျားအုံ; Catalan: arna, buc, casera, rusc; Chechen: никх; Chinese Mandarin: 蜂箱, 蜂巢, 蜂房; Corsican: arna, arnia, bugna, bugnu; Czech: hnízdo, úl, včelín; Dalmatian: alviar, buc; Danish: bikube; Dirasha: kakurt; Dutch: bijenkorf, bijenhuif, huif, bijennest, immenhuif, immenkorf, korf; Erzya: нешке; Estonian: taru; Farefare: sĩn-yoko; Finnish: mehiläispesä, pesä; French: ruche; Galician: colmea, trobo, albariza, covo, cortizo, arna; Georgian: სკა; German: Bienenstaat, Bienenstock, Bienenkorb; Greek: κυψέλη; Ancient Greek: γαυλός, κηρών, κυψέλη, κυψέλιον, μελίσσειον, μελισσία, μελίσσιον, μελισσουργεῖον, μελισσοφάτνη, μελιττία, μελίττιον, μελιττουργεῖον, μελιττοφάτνη, νεοσσιά, νεοσσιή, νεοττιά, νοσσιά, νοσσιή, σίμβλος, σμᾶνος, σμῆνος, τεῦχος; Hebrew: כוורת \ כַּוֶּרֶת; Hindi: छत्ता, मधुमक्खी का छत्ता; Hungarian: méhkas; Icelandic: býkúpa, býflugnabú; Ingrian: mehiläispatsas; Ingush: накх; Interlingua: apiculario; Irish: coirceog bheach; Italian: alveare, arnia; Japanese: 蜂巣, 蜂の巣; Kabardian: бжьэматэ; Kannada: ಜೇನುಗೂಡು; Kazakh: ара ұясы; Khmer: បង្គងឃ្មុំ; Khonso: kaakurta; Korean: 벌통, 벌집; Kyrgyz: бал челек; Ladin: sant; Lao: ຮັງເຜິ້ງ; Latgalian: aviļs, kūzuls; Latin: alvearium, mellarium; Latvian: strops; Laz: მცქა, კავრანი, ღუნი; Lithuanian: avilys; Louisiana Creole French: rish; Macedonian: кошница, улиште; Malay: rumah lebah; Maori: whare mīere; Marathi: पोळे; Mingrelian: სკა, ბუკი, ქოფე; Mongolian Cyrillic: зөгийн үүр; Navajo: tsísʼná bighan; Norman: rueûque; Norwegian Bokmål: bikube; Nynorsk: biekube, bikube; Occitan: bornat, bornhon, buc, brusc; Old Church Slavonic Cyrillic: улии; Old English: hȳf; Old Portuguese: colmẽa; Ongota: gorgora; Oromo: gaagura; Ossetian: мыдычыргъӕд; Ottoman Turkish: آریلق; Persian: کندو, شان; Plautdietsch: Bieeromp; Polabian: väul; Polish: ul; Portuguese: colmeia; Romanian: stup; Romansch: avieuler, aviouler, ualer; Russian: улей; Scots: byke, bink; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̏шница, пчѐлиња̄к; Roman: kȍšnica, pčèlinjāk; Slovak: úľ; Slovene: panj; Sorbian Lower Sorbian: wul; Upper Sorbian: kołć; Spanish: colmena; Svan: ღუ̂ებ; Swahili: mzinga; Swedish: bikoloni, bisamhälle, kupa, bikupa; Sylheti: ꠝꠌꠣꠇ; Tagalog: panilan, bahay-pukyutan; Tajik: канду; Telugu: తేనెగూడు; Thai: รวงผึ้ง; Tibetan: སྦྲང་ཚང; Turkish: kovan, arı kovanı; Ukrainian: вулик, вулій, улик, улій; Urdu: چهتا; Uyghur: ھەرە ئۇۋىسى, ھەرە كۆنىكى; Uzbek: asalari uyasi, asalari qutisi, arixona; Vietnamese: tổ ong; Volapük: bienabäset; Walloon: tchetoere; Welsh: cwch gwenyn, llestr gwenyn; Yiddish: בינשטאָק