κάματος: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kamatos
|Transliteration C=kamatos
|Beta Code=ka/matos
|Beta Code=ka/matos
|Definition=ὁ, ([[κάμνω]])<br><span class="bld">A</span> [[toil]], [[trouble]], ἄτερ καμάτοιο Od.7.325; ἄνευ καμάτου Pi.P.12.28; κάματος ἵππων A.Fr.192.6 (anap.); οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι S.El.231, cf. 130 (both lyr.); of the [[pang]]s of [[childbirth]], Id.OT174 (lyr.); [[εὐκάματος]] E.Ba.67 (lyr.): pl., καμάτων [[ἅλις]] AP9.359 (Posidipp. or Pl.Com.): rare in early Prose, κάματός ἐστι τοῖς αὐτοῖς [[μοχθεῖν]] Heraclit.84, cf. ''III''; of the [[pain]]s of [[disease]], Hp. de Arte 3 (pl.); κάματος ὁ πολύς Luc.Herm.71; freq. later, Arist.Mu.397b23, OGI 717.8 (pl., iii A.D.), POxy.913.15 (pl., V A. D.).<br><span class="bld">2</span> the [[effect of toil]], [[weariness]], ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος Il.4.230, cf. 13.85,711, etc.; κάματος [[πολυάϊξ]] γυῖα δέδυκεν 5.811; αἴθρῳ καὶ κάματος δεδμημένον Od.14.318; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος 6.2; καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες 9.75, cf. Sapph. Supp.19.4, etc.: in Prose, Aen.Tact.26.8, Parth.1.1, Jul.Or.2.87b.<br><span class="bld">3</span> [[illness]], Simon.85.10 (= Semon.29 Diehl): pl., D.H.10.53.<br><span class="bld">II</span> the [[product of toil]], [[ἡμέτερος]] κάματος, viz. the [[pig]]s we have reared, Od.14.417; ἀλλότριον κάματος σφετέρην ἐς γαστέρ' ἀμῶνται Hes. Th.599, cf. Thgn.925; τόρνου κάματος = a thing [[wrought]] by the [[lathe]], A. Fr.57.3 (anap.), cf. AP6.206 (Antip. Sid.); κάματος [[μέλισσα|μελίσσης]], of [[honey]], Nic.Al.71 (pl.), cf. 144.
|Definition=ὁ, ([[κάμνω]])<br><span class="bld">A</span> [[toil]], [[trouble]], [[ἄτερ]] καμάτοιο Od.7.325; ἄνευ καμάτου Pi.P.12.28; κάματος ἵππων A.Fr.192.6 (anap.); οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι S.El.231, cf. 130 (both lyr.); of the [[pang]]s of [[childbirth]], Id.OT174 (lyr.); [[εὐκάματος]] E.Ba.67 (lyr.): pl., καμάτων [[ἅλις]] AP9.359 (Posidipp. or Pl.Com.): rare in early Prose, κάματός ἐστι τοῖς αὐτοῖς [[μοχθεῖν]] Heraclit.84, cf. ''III''; of the [[pain]]s of [[disease]], Hp. de Arte 3 (pl.); κάματος ὁ πολύς Luc.Herm.71; freq. later, Arist.Mu.397b23, OGI 717.8 (pl., iii A.D.), POxy.913.15 (pl., V A. D.).<br><span class="bld">2</span> the [[effect of toil]], [[weariness]], ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος Il.4.230, cf. 13.85,711, etc.; κάματος [[πολυάϊξ]] γυῖα δέδυκεν 5.811; αἴθρῳ καὶ κάματος δεδμημένον Od.14.318; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος 6.2; καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες 9.75, cf. Sapph. Supp.19.4, etc.: in Prose, Aen.Tact.26.8, Parth.1.1, Jul.Or.2.87b.<br><span class="bld">3</span> [[illness]], Simon.85.10 (= Semon.29 Diehl): pl., D.H.10.53.<br><span class="bld">II</span> the [[product of toil]], [[ἡμέτερος]] κάματος, viz. the [[pig]]s we have reared, Od.14.417; ἀλλότριον κάματος σφετέρην ἐς γαστέρ' ἀμῶνται Hes. Th.599, cf. Thgn.925; τόρνου κάματος = a thing [[wrought]] by the [[lathe]], A. Fr.57.3 (anap.), cf. AP6.206 (Antip. Sid.); κάματος [[μέλισσα|μελίσσης]], of [[honey]], Nic.Al.71 (pl.), cf. 144.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] ὁ ([[καμεῖν]]), 1) Mühe, Drangsal, Anstrengung; [[ἄτερ]] καμάτοιο τέλεσσαν Od. 7, 325; [[πολυάϊξ]], vom Kriege, Il. 5, 810; die auf Anstrengung folgende Erschöpfung, Entkräftung, wie sie sich in den Gliedern, bes. den Knieen äußert, [[ὁππότε]] κέν μιν γυῖα λάβῃ [[κάματος]] Il. 4, 230, γούναθ' ἵκοιτο 13, 711; [[κάματος]] δ' ὑπὸ γούνατ' ἐδάμνα 21, 52; καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13, 85; αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Od. 14, 318; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]] 6, 2; [[ὁμοῦ]] καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες 9, 75. – Pind. [[ὄλβος]] [[ἄνευ]] καμάτου οὐ φαίνεται P. 12, 28, ohne Anstrengung; παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν N. 10, 79; [[δυσπενθής]] P. 12, 10; [[νώδυνος]] N. 8, 50; οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι Soph. El. 128, vgl. O. R. 174 O. C. 1234, überall im Chor; εἰς γῆν [[γόνυ]] καμάτῳ καθεῖσαν Eur. I. T. 333; sp. D. Auch in sp. Prosa, πολλοὺς καμάτους ὑπομείνας καὶ τραύματα Luc. Macrob. 22; καμάτοις καὶ φροντίσι τετρυχωμένος Hdn. 1, 3, 1; Krankheit, Poll. 3, 104, neben [[ἀῤῥωστία]]; D. Hal. 10, 53 [[οὔτε]] τῶν ἰατρῶν ἀρκούντων ἔτι βοηθεῖν τοῖς καμάτοις. – 2) das mühsam Erarbeitete, das mit Anstrengung Erworbene; ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν Od. 14, 417; Hes. Th. 599; das Werk, βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον Aesch. frg. 51; σάνδαλα, ἐρατὸν σκυτοτόμων κάματον Ant. Sid. 21 (VI, 206), vgl. 52 (IX, 58).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] ὁ ([[καμεῖν]]), 1) [[Mühe]], [[Drangsal]], [[Anstrengung]]; [[ἄτερ]] καμάτοιο τέλεσσαν Od. 7, 325; [[πολυάϊξ]], vom Kriege, Il. 5, 810; die auf Anstrengung folgende Erschöpfung, Entkräftung, wie sie sich in den Gliedern, bes. den Knieen äußert, [[ὁππότε]] κέν μιν γυῖα λάβῃ [[κάματος]] Il. 4, 230, γούναθ' ἵκοιτο 13, 711; [[κάματος]] δ' ὑπὸ γούνατ' ἐδάμνα 21, 52; καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13, 85; αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Od. 14, 318; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]] 6, 2; [[ὁμοῦ]] καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες 9, 75. – Pind. [[ὄλβος]] [[ἄνευ]] καμάτου οὐ φαίνεται P. 12, 28, ohne Anstrengung; παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν N. 10, 79; [[δυσπενθής]] P. 12, 10; [[νώδυνος]] N. 8, 50; οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι Soph. El. 128, vgl. O. R. 174 O. C. 1234, überall im Chor; εἰς γῆν [[γόνυ]] καμάτῳ καθεῖσαν Eur. I. T. 333; sp. D. Auch in sp. Prosa, πολλοὺς καμάτους ὑπομείνας καὶ τραύματα Luc. Macrob. 22; καμάτοις καὶ φροντίσι τετρυχωμένος Hdn. 1, 3, 1; Krankheit, Poll. 3, 104, neben [[ἀῤῥωστία]]; D. Hal. 10, 53 [[οὔτε]] τῶν ἰατρῶν ἀρκούντων ἔτι βοηθεῖν τοῖς καμάτοις. – 2) das mühsam Erarbeitete, das mit Anstrengung Erworbene; ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν Od. 14, 417; Hes. Th. 599; das Werk, βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον Aesch. frg. 51; σάνδαλα, ἐρατὸν σκυτοτόμων κάματον Ant. Sid. 21 (VI, 206), vgl. 52 (IX, 58).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κάμᾰτος''': , ([[κάμνω]]) [[μόχθος]], [[κόπος]], ἄτερ καμάτοιο Ὀδ. Ζ. 325· [[ἄνευ]] καμάτου Πινδ. Π. 12. 50· κάματόν θ’ ἵππων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192. 6· οὐδέποτ’ ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι, δεν θὰ τελειώσουν ποτὲ τὰ βάσανά μου, Σοφ. Ἠλ. 231, πρβλ. 130: ἐπὶ τῶν ὠδίνων τοῦ τοκετοῦ, [[οὔτε]] τόκοισιν ἰηίων καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 174· [[ἁπλῶς]] [[κόπος]], πόνον ἡδὺν κάματόν τ’ εὐκάματον Εὐρ. Βάκχ. 68· [[κάματος]] ὁ πολὺς Λουκ. Ἑρμότ. 71· πρβλ., καμάτων [[ἅλις]] Ἀνθ. Π. 9. 359. 2) τὰ ἀποτελέσματα τοῦ καμάτου, [[κόπωσις]], ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ [[κάματος]] Ἰλ. Δ. 230, πρβλ. Ν. 85, 711, κτλ.· κ. [[πολυᾶϊξ]] γυῖα δέδυκεν Ε. 811· αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Ὀδ. Ξ. 318· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]] ([[οὕτως]] ὁ Ὁράτ., ludo faligatumque somno), Ὀδ. Ζ. 2· καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες I. 75. 3) [[ἀσθένεια]], Σιμωνίδ. 85. 10· ἐν τῷ πληθ., Διον. Ἁλ. 10. 53. ΙΙ. τὸ διὰ κόπου κερδαινόμενον, [[ἡμέτερος]] [[κάματος]], τὰ διὰ τῶν ἡμετέρων κόπων κτηθέντα, Ὀδ. Ξ. 417· ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμώνται Ἡσ. Θ. 599, πρβλ. Θέογν. 925. 2) τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τοῦ κόπου, ὡς τὸ [[πόνος]], Λατ. (abor, τόρνου [[κάματος]], [[πρᾶγμα]] κατασκευασμένον διὰ τοῦ τόρνου, Αἰσχύλου Ἀποσπ. 55, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 206. - Ποιητικὴ [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις πεζογράφοις.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> [[travail pénible]], [[effort]];<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> [[peine]], [[fatigue]];<br /><b>2</b> οἱ κάματοι fruit du travail.<br />'''Étymologie:''' R. Καμ, cf. [[κάμνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κάματος -ου, [κάμνω] [[zwaar werk]], [[inspanning]]:; ἄτερ καμάτοιο zonder moeite Od. 7.325; plur. ook voor barensweeën:; οὔτε... καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες en ook komen de vrouwen de barensweeën niet te boven Soph. OT 174; uitbr. product van gezwoeg:. ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμῶνται zij verzamelen de vrucht van andermans gezwoeg in hun eigen buik Hes. Th. 599. vermoeidheid:; ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος wanneer vermoeidheid zich meester maakt van zijn ledematen Il. 4.230; geneesk. plur. lichamelijke kwalen, ziektes.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> travail pénible, effort;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> peine, fatigue;<br /><b>2</b> [[οἱ]] κάματοι fruit du travail.<br />'''Étymologie:''' R. Καμ, cf. [[κάμνω]].
|elrutext='''κάμᾰτος:''' (κᾰ) ὁ<br /><b class="num">1</b> [[тяжелый труд]], тж. [[напряжение]], [[усилие]] (ἐπιπόνου ζῴου Arst.): [[ἄτερ]] καμάτοιο Hom. без труда, легко;<br /><b class="num">2</b> [[усталость]], [[утомленность]]: αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένος Hom. обессиленный холодом и усталостью;<br /><b class="num">3</b> [[мука]], [[мучение]], [[страдание]]: ἀνέχειν καμάτων τόκοισιν Soph. терпеть родовые муки;<br /><b class="num">4</b> [[плод тяжелого труда]]: [[ἡμέτερος]] κ. Hom. нажитое нашими трудами достояние;<br /><b class="num">5</b> [[изделие]] (τόρνου Aesch.; σκυτοτόμων Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[κάμνω]]): [[fatigue]], [[weariness]], [[toil]]; ‘[[fruit]] of [[our]] labor,’ Od. 14.417.
|auten=([[κάμνω]]): [[fatigue]], [[weariness]], [[toil]]; ‘[[fruit]] of [[our]] [[labor]],’ Od. 14.417.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κάμᾰτος:''' ὁ ([[κάμνω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μόχθος]], [[κόπος]], εξαντλητική [[εργασία]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> συνέπειες μόχθου, [[εξάντληση]], [[κούραση]], [[κόπωση]], σε Όμηρ.· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]], (ομοίως και στον Οράτ., [[ludo]] fatigatum [[que]] somno), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> εκείνο που κερδίζεται με μόχθο, [[ἡμέτερος]] [[κάματος]], αυτά που αποκτήθηκαν με τους δικούς μας κόπους, στο ίδ.· [[ἀλλότριος]] [[κάματος]], κέρδη από το μόχθο άλλων, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> το [[αποτέλεσμα]] του κόπου, [[έργο]], [[εργασία]], δουλειά, [[πράγμα]] κατασκευασμένο μέσω τόρνου, σε Ανθ.
|lsmtext='''κάμᾰτος:''' ὁ ([[κάμνω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μόχθος]], [[κόπος]], εξαντλητική [[εργασία]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> συνέπειες μόχθου, [[εξάντληση]], [[κούραση]], [[κόπωση]], σε Όμηρ.· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]], (ομοίως και στον Οράτ., [[ludo]] fatigatum [[que]] somno), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> εκείνο που κερδίζεται με μόχθο, [[ἡμέτερος]] [[κάματος]], αυτά που αποκτήθηκαν με τους δικούς μας κόπους, στο ίδ.· [[ἀλλότριος]] [[κάματος]], κέρδη από το μόχθο άλλων, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> το [[αποτέλεσμα]] του κόπου, [[έργο]], [[εργασία]], δουλειά, [[πράγμα]] κατασκευασμένο μέσω τόρνου, σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κάμᾰτος:''' (κᾰ) <br /><b class="num">1)</b> тяжелый труд, тж. напряжение, усилие (ἐπιπόνου ζῴου Arst.): [[ἄτερ]] καμάτοιο Hom. без труда, легко;<br /><b class="num">2)</b> [[усталость]], [[утомленность]]: αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένος Hom. обессиленный холодом и усталостью;<br /><b class="num">3)</b> [[мука]], [[мучение]], [[страдание]]: ἀνέχειν καμάτων τόκοισιν Soph. терпеть родовые муки;<br /><b class="num">4)</b> [[плод тяжелого труда]]: [[ἡμέτερος]] κ. Hom. нажитое нашими трудами достояние;<br /><b class="num">5)</b> [[изделие]] (τόρνου Aesch.; σκυτοτόμων Anth.).
|lstext='''κάμᾰτος''': ὁ, ([[κάμνω]]) [[μόχθος]], [[κόπος]], ἄτερ καμάτοιο Ὀδ. Ζ. 325· [[ἄνευ]] καμάτου Πινδ. Π. 12. 50· κάματόν θ’ ἵππων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192. 6· οὐδέποτ’ ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι, δεν θὰ τελειώσουν ποτὲ τὰ βάσανά μου, Σοφ. Ἠλ. 231, πρβλ. 130: ἐπὶ τῶν ὠδίνων τοῦ τοκετοῦ, [[οὔτε]] τόκοισιν ἰηίων καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 174· [[ἁπλῶς]] [[κόπος]], πόνον ἡδὺν κάματόν τ’ εὐκάματον Εὐρ. Βάκχ. 68· [[κάματος]] ὁ πολὺς Λουκ. Ἑρμότ. 71· πρβλ., καμάτων [[ἅλις]] Ἀνθ. Π. 9. 359. 2) τὰ ἀποτελέσματα τοῦ καμάτου, [[κόπωσις]], ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ [[κάματος]] Ἰλ. Δ. 230, πρβλ. Ν. 85, 711, κτλ.· κ. [[πολυᾶϊξ]] γυῖα δέδυκεν Ε. 811· αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Ὀδ. Ξ. 318· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ [[ἀρημένος]] ([[οὕτως]] ὁ Ὁράτ., ludo faligatumque somno), Ὀδ. Ζ. 2· καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες I. 75. 3) [[ἀσθένεια]], Σιμωνίδ. 85. 10· ἐν τῷ πληθ., Διον. Ἁλ. 10. 53. ΙΙ. τὸ διὰ κόπου κερδαινόμενον, [[ἡμέτερος]] [[κάματος]], τὰ διὰ τῶν ἡμετέρων κόπων κτηθέντα, Ὀδ. Ξ. 417· ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμώνται Ἡσ. Θ. 599, πρβλ. Θέογν. 925. 2) τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τοῦ κόπου, ὡς τὸ [[πόνος]], Λατ. (abor, τόρνου [[κάματος]], [[πρᾶγμα]] κατασκευασμένον διὰ τοῦ τόρνου, Αἰσχύλου Ἀποσπ. 55, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 206. - Ποιητικὴ [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις πεζογράφοις.
}}
{{elnl
|elnltext=κάματος -ου, ὁ [κάμνω] zwaar werk, inspanning:; ἄτερ καμάτοιο zonder moeite Od. 7.325; plur. ook voor barensweeën:; οὔτε... καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες en ook komen de vrouwen de barensweeën niet te boven Soph. OT 174; uitbr. product van gezwoeg:. ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμῶνται zij verzamelen de vrucht van andermans gezwoeg in hun eigen buik Hes. Th. 599. vermoeidheid:; ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος wanneer vermoeidheid zich meester maakt van zijn ledematen Il. 4.230; geneesk. plur. lichamelijke kwalen, ziektes.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 42: Line 42:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[effort]], [[exhaustion]], [[labor]], [[labour]], [[toil]], [[weariness]]
|woodrun=[[effort]], [[exhaustion]], [[labor]], [[labour]], [[toil]], [[weariness]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κόπος]], [[κούραση]]). Ἀπό τό [[κάμνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{trml
|trtx====[[fatigue]]===
Albanian: lodhje; Arabic: إِرْهَاق‎, تَعَب‎; Armenian: հոգնածություն, ուժասպառություն; Azerbaijani: yorğunluq; Belarusian: стома, стомленасць, зморанасць; Bulgarian: умора, изтощение; Catalan: fatiga; Chinese Mandarin: 疲勞, 疲劳, 倦怠, 乏力, 勞累, 劳累; Czech: únava; Dalmatian: fataica; Danish: træthed, udmatning; Dutch: [[vermoeidheid]]; Esperanto: laceco; Estonian: väsimus; Finnish: väsymys, uupumus, väsyminen, uupuminen; French: [[fatigue]], [[épuisement]]; Galician: fatiga; Georgian: დაღლილობა; German: [[Müdigkeit]], [[Ermüdung]], [[Schlappheit]], [[Überdruss]], [[Erschöpfung]]; Greek: [[κόπος]], [[κούραση]], [[καταπόνηση]]; Hindi: थकान; Hungarian: fáradtság; Icelandic: þreyta; Indonesian: kelelahan; Irish: tuirse; Istriot: fadeîga; Italian: [[stanchezza]], [[stanchezza]], [[affaticamento]]; Japanese: 疲労, 疲れ; Kazakh: шаршау, шаршағандық, болдырғандық; Korean: 피곤(疲困), 피로(疲勞); Kyrgyz: чарчоо, чарчагандык; Latin: [[fatigatio]]; Latvian: nogurums; Lithuanian: nuovargis; Macedonian: умор, замор; Malay: keletihan; Maori: kurutai, mākinokino; Miyako: ブガリ; Mongolian Cyrillic: ядаргаа; Nahuatl: ciammiquiliztli; Norwegian Bokmål: tretthet, utmattelse; Persian: خستگی‎; Polish: zmęczenie; Portuguese: [[fadiga]]; Romanian: extenuare, oboseală; Russian: [[усталость]], [[утомление]]; Serbo-Croatian Cyrillic: умор; Roman: úmor; Slovak: únava; Slovene: utrujenost; Spanish: [[fatiga]]; Swedish: trötthet, utmattning; Tagalog: pagod; Tajik: хастагӣ; Thai: ความล้า; Turkish: yorgunluk, bitkinlik; Turkmen: ýadawlyk; Ukrainian: утома, утомленість, стомленість, змореність; Urdu: تکان‎; Uzbek: charchaganlik, horganlik; Vietnamese: mệt mỏi; Venetian: fadiga
}}
}}