κάματος

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰ́μᾰτος Medium diacritics: κάματος Low diacritics: κάματος Capitals: ΚΑΜΑΤΟΣ
Transliteration A: kámatos Transliteration B: kamatos Transliteration C: kamatos Beta Code: ka/matos

English (LSJ)

ὁ, (κάμνω)
A toil, trouble, ἄτερ καμάτοιο Od.7.325; ἄνευ καμάτου Pi.P.12.28; κάματος ἵππων A.Fr.192.6 (anap.); οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι S.El.231, cf. 130 (both lyr.); of the pangs of childbirth, Id.OT174 (lyr.); εὐκάματος E.Ba.67 (lyr.): pl., καμάτων ἅλις AP9.359 (Posidipp. or Pl.Com.): rare in early Prose, κάματός ἐστι τοῖς αὐτοῖς μοχθεῖν Heraclit.84, cf. III; of the pains of disease, Hp. de Arte 3 (pl.); κάματος ὁ πολύς Luc.Herm.71; freq. later, Arist.Mu.397b23, OGI 717.8 (pl., iii A.D.), POxy.913.15 (pl., V A. D.).
2 the effect of toil, weariness, ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος Il.4.230, cf. 13.85,711, etc.; κάματος πολυάϊξ γυῖα δέδυκεν 5.811; αἴθρῳ καὶ κάματος δεδμημένον Od.14.318; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος 6.2; καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες 9.75, cf. Sapph. Supp.19.4, etc.: in Prose, Aen.Tact.26.8, Parth.1.1, Jul.Or.2.87b.
3 illness, Simon.85.10 (= Semon.29 Diehl): pl., D.H.10.53.
II the product of toil, ἡμέτερος κάματος, viz. the pigs we have reared, Od.14.417; ἀλλότριον κάματος σφετέρην ἐς γαστέρ' ἀμῶνται Hes. Th.599, cf. Thgn.925; τόρνου κάματος = a thing wrought by the lathe, A. Fr.57.3 (anap.), cf. AP6.206 (Antip. Sid.); κάματος μελίσσης, of honey, Nic.Al.71 (pl.), cf. 144.

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ (καμεῖν), 1) Mühe, Drangsal, Anstrengung; ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν Od. 7, 325; πολυάϊξ, vom Kriege, Il. 5, 810; die auf Anstrengung folgende Erschöpfung, Entkräftung, wie sie sich in den Gliedern, bes. den Knieen äußert, ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος Il. 4, 230, γούναθ' ἵκοιτο 13, 711; κάματος δ' ὑπὸ γούνατ' ἐδάμνα 21, 52; καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13, 85; αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Od. 14, 318; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος 6, 2; ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες 9, 75. – Pind. ὄλβος ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12, 28, ohne Anstrengung; παῦροι ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν N. 10, 79; δυσπενθής P. 12, 10; νώδυνος N. 8, 50; οὐδέποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι Soph. El. 128, vgl. O. R. 174 O. C. 1234, überall im Chor; εἰς γῆν γόνυ καμάτῳ καθεῖσαν Eur. I. T. 333; sp. D. Auch in sp. Prosa, πολλοὺς καμάτους ὑπομείνας καὶ τραύματα Luc. Macrob. 22; καμάτοις καὶ φροντίσι τετρυχωμένος Hdn. 1, 3, 1; Krankheit, Poll. 3, 104, neben ἀῤῥωστία; D. Hal. 10, 53 οὔτε τῶν ἰατρῶν ἀρκούντων ἔτι βοηθεῖν τοῖς καμάτοις. – 2) das mühsam Erarbeitete, das mit Anstrengung Erworbene; ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον νήποινον ἔδουσιν Od. 14, 417; Hes. Th. 599; das Werk, βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον Aesch. frg. 51; σάνδαλα, ἐρατὸν σκυτοτόμων κάματον Ant. Sid. 21 (VI, 206), vgl. 52 (IX, 58).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. travail pénible, effort;
II. p. suite
1 peine, fatigue;
2 οἱ κάματοι fruit du travail.
Étymologie: R. Καμ, cf. κάμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάματος -ου, ὁ [κάμνω] zwaar werk, inspanning:; ἄτερ καμάτοιο zonder moeite Od. 7.325; plur. ook voor barensweeën:; οὔτε... καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες en ook komen de vrouwen de barensweeën niet te boven Soph. OT 174; uitbr. product van gezwoeg:. ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμῶνται zij verzamelen de vrucht van andermans gezwoeg in hun eigen buik Hes. Th. 599. vermoeidheid:; ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος wanneer vermoeidheid zich meester maakt van zijn ledematen Il. 4.230; geneesk. plur. lichamelijke kwalen, ziektes.

Russian (Dvoretsky)

κάμᾰτος: (κᾰ) ὁ
1 тяжелый труд, тж. напряжение, усилие (ἐπιπόνου ζῴου Arst.): ἄτερ καμάτοιο Hom. без труда, легко;
2 усталость, утомленность: αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένος Hom. обессиленный холодом и усталостью;
3 мука, мучение, страдание: ἀνέχειν καμάτων τόκοισιν Soph. терпеть родовые муки;
4 плод тяжелого труда: ἡμέτερος κ. Hom. нажитое нашими трудами достояние;
5 изделие (τόρνου Aesch.; σκυτοτόμων Anth.).

English (Autenrieth)

(κάμνω): fatigue, weariness, toil; ‘fruit of our labor,’ Od. 14.417.

English (Slater)

κᾰμᾰτος (-ου, -ῳ, -ον, -ων.) effort, trouble especially in attaining an object. εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι (O. 6.103) καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι (P. 1.46) πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων (P. 2.19) ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων (P. 3.96) ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ (P. 5.47) θρῆνον ἄιε λειβόμενον δυσπενθέι σὺν καμάτῳ (P. 12.10) εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται (P. 12.28) (Ἡρακλέα) ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον (N. 1.70) ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν (N. 8.50) “παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” (N. 10.79) Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον (I. 8.1) ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν Παρθ. 1. 19.

Greek Monolingual

ο (AM κάματος)
1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόποςἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.)
2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
1. το όργωμα τών αγρών
2. η εργασία τών μελισσών για την παρασκευή και την πλήρωση της κηρήθρας
3. οι κηρήθρες τών μελισσών
4. η κατεργασία του μαλλιού για κλώσιμο
5. η κατεργασία του μαλλιού για γνέσιμο και το ίδιο το μαλλί, το έριο
6. η κατασκευή του τυριού από τον κτηνοτρόφο, τυροκομία
μσν.
1. γεν. εργασία
2. τόκος από δανεισμό χρημάτων
αρχ.
1. ασθένεια, αρρώστια
2. αυτό που αποκτάται, που κερδίζεται με επίπονη εργασία, τα «κόπια» («ἄλλοι δ' ἡμέτερον κάματον... ἔδουσιν», Ομ. Οδ.)
3. οι πόνοι του τοκετού, ωδίνες
4. οι πόνοι της αρρώστιας
5. βάσανα, ταλαιπωρίες («οὐδεποτ' ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι», Σοφ.)
6. φρ. α) «τόρνου κάματος» — κατασκευασμένο με τον τόρνο
β) «κάματοι μελίσσης» — το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κάμă-τος συνδέεται με το ρ. κάμ-νω, -καμον και προέρχεται από ρίζα καμă-, που αποτελεί την απαθή και συνεσταλμένη μορφή αρχικής δισύλλαβης ρίζας καμᾱ-. Ο τ. συνδέεται με αρχ. ινδ. sami-tar «αυτός που παρασκευάζει, ετοιμάζει».
ΠΑΡ. καματεύω, καματηρός
αρχ.
καματώ, καματώδης
μσν.
καματηδόν, καματιά
μσν.- νεοελλ.
καματερός
νεοελλ.
καματάρης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καματηφόρος, καματουργία
νεοελλ.
καματογόνος. (Β' συνθετικό) ακάματος
αρχ.
ευκάματος, πολυκάματος
νεοελλ.
μεροκάματο].

Greek Monotonic

κάμᾰτος: ὁ (κάμνω),
I. 1. μόχθος, κόπος, εξαντλητική εργασία, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ., Ευρ.
2. συνέπειες μόχθου, εξάντληση, κούραση, κόπωση, σε Όμηρ.· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος, (ομοίως και στον Οράτ., ludo fatigatum que somno), σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. εκείνο που κερδίζεται με μόχθο, ἡμέτερος κάματος, αυτά που αποκτήθηκαν με τους δικούς μας κόπους, στο ίδ.· ἀλλότριος κάματος, κέρδη από το μόχθο άλλων, σε Ησίοδ.
2. το αποτέλεσμα του κόπου, έργο, εργασία, δουλειά, πράγμα κατασκευασμένο μέσω τόρνου, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κάμᾰτος: ὁ, (κάμνω) μόχθος, κόπος, ἄτερ καμάτοιο Ὀδ. Ζ. 325· ἄνευ καμάτου Πινδ. Π. 12. 50· κάματόν θ’ ἵππων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192. 6· οὐδέποτ’ ἐκ καμάτων ἀποπαύσομαι, δεν θὰ τελειώσουν ποτὲ τὰ βάσανά μου, Σοφ. Ἠλ. 231, πρβλ. 130: ἐπὶ τῶν ὠδίνων τοῦ τοκετοῦ, οὔτε τόκοισιν ἰηίων καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 174· ἁπλῶς κόπος, πόνον ἡδὺν κάματόν τ’ εὐκάματον Εὐρ. Βάκχ. 68· κάματος ὁ πολὺς Λουκ. Ἑρμότ. 71· πρβλ., καμάτων ἅλις Ἀνθ. Π. 9. 359. 2) τὰ ἀποτελέσματα τοῦ καμάτου, κόπωσις, ὁππότε κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος Ἰλ. Δ. 230, πρβλ. Ν. 85, 711, κτλ.· κ. πολυᾶϊξ γυῖα δέδυκεν Ε. 811· αἴθρῳ καὶ καμάτῳ δεδμημένον Ὀδ. Ξ. 318· ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος (οὕτως ὁ Ὁράτ., ludo faligatumque somno), Ὀδ. Ζ. 2· καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἔδοντες I. 75. 3) ἀσθένεια, Σιμωνίδ. 85. 10· ἐν τῷ πληθ., Διον. Ἁλ. 10. 53. ΙΙ. τὸ διὰ κόπου κερδαινόμενον, ἡμέτερος κάματος, τὰ διὰ τῶν ἡμετέρων κόπων κτηθέντα, Ὀδ. Ξ. 417· ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ’ ἀμώνται Ἡσ. Θ. 599, πρβλ. Θέογν. 925. 2) τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ κόπου, ὡς τὸ πόνος, Λατ. (abor, τόρνου κάματος, πρᾶγμα κατασκευασμένον διὰ τοῦ τόρνου, Αἰσχύλου Ἀποσπ. 55, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 206. - Ποιητικὴ λέξις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις πεζογράφοις.

Middle Liddell

κάμᾰτος, ὁ, κάμνω
I. toil, trouble, labour, Od., Soph., Eur.
2. the effects of toil, distress, weariness, Hom.; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος (so Hor., ludo fatigatumque somno), Od.
II. that which is earned by toil, ἡμέτερος κάματος our hard-won earnings, Od.; ἀλλότριος κάματος the earnings of other men's toil, Hes.
2. the result of labour, a work, a thing wrought by the lathe, Anth.

English (Woodhouse)

effort, exhaustion, labor, labour, toil, weariness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=κόπος, κούραση). Ἀπό τό κάμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

fatigue

Albanian: lodhje; Arabic: إِرْهَاق‎, تَعَب‎; Armenian: հոգնածություն, ուժասպառություն; Azerbaijani: yorğunluq; Belarusian: стома, стомленасць, зморанасць; Bulgarian: умора, изтощение; Catalan: fatiga; Chinese Mandarin: 疲勞, 疲劳, 倦怠, 乏力, 勞累, 劳累; Czech: únava; Dalmatian: fataica; Danish: træthed, udmatning; Dutch: vermoeidheid; Esperanto: laceco; Estonian: väsimus; Finnish: väsymys, uupumus, väsyminen, uupuminen; French: fatigue, épuisement; Galician: fatiga; Georgian: დაღლილობა; German: Müdigkeit, Ermüdung, Schlappheit, Überdruss, Erschöpfung; Greek: κόπος, κούραση, καταπόνηση; Hindi: थकान; Hungarian: fáradtság; Icelandic: þreyta; Indonesian: kelelahan; Irish: tuirse; Istriot: fadeîga; Italian: stanchezza, stanchezza, affaticamento; Japanese: 疲労, 疲れ; Kazakh: шаршау, шаршағандық, болдырғандық; Korean: 피곤(疲困), 피로(疲勞); Kyrgyz: чарчоо, чарчагандык; Latin: fatigatio; Latvian: nogurums; Lithuanian: nuovargis; Macedonian: умор, замор; Malay: keletihan; Maori: kurutai, mākinokino; Miyako: ブガリ; Mongolian Cyrillic: ядаргаа; Nahuatl: ciammiquiliztli; Norwegian Bokmål: tretthet, utmattelse; Persian: خستگی‎; Polish: zmęczenie; Portuguese: fadiga; Romanian: extenuare, oboseală; Russian: усталость, утомление; Serbo-Croatian Cyrillic: умор; Roman: úmor; Slovak: únava; Slovene: utrujenost; Spanish: fatiga; Swedish: trötthet, utmattning; Tagalog: pagod; Tajik: хастагӣ; Thai: ความล้า; Turkish: yorgunluk, bitkinlik; Turkmen: ýadawlyk; Ukrainian: утома, утомленість, стомленість, змореність; Urdu: تکان‎; Uzbek: charchaganlik, horganlik; Vietnamese: mệt mỏi; Venetian: fadiga