γλωσσοκομείον: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=γλωσσοκομεῖον και γλωττοκομεῖον, το (Α) [[γλωσσόκομον]]<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]] για τη [[φύλαξη]] γλωττίδων, στομίων τών αυλών<br /><b>2.</b> ορθοπεδική [[συσκευή]] για να συγκρατεί ακίνητο κάποιο εξαρθρωμένο ή σπασμένο [[μέλος]] του σώματος<br /><b>3.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]]. | |mltxt=[[γλωσσοκομείον]], [[γλωσσοκομεῖον]] και [[γλωττοκομεῖον]], το (Α) [[γλωσσόκομον]]<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]] για τη [[φύλαξη]] γλωττίδων, στομίων τών αυλών<br /><b>2.</b> ορθοπεδική [[συσκευή]] για να συγκρατεί ακίνητο κάποιο εξαρθρωμένο ή σπασμένο [[μέλος]] του σώματος<br /><b>3.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:11, 28 June 2024
Greek Monolingual
γλωσσοκομείον, γλωσσοκομεῖον και γλωττοκομεῖον, το (Α) γλωσσόκομον
1. κιβώτιο για τη φύλαξη γλωττίδων, στομίων τών αυλών
2. ορθοπεδική συσκευή για να συγκρατεί ακίνητο κάποιο εξαρθρωμένο ή σπασμένο μέλος του σώματος
3. το γυναικείο αιδοίο.