φύλαξη
From LSJ
Greek Monolingual
η / φύλαξις, -άξεως, ΝΜΑ φυλάσσω
νεοελλ.
1. περιφρούρηση, διαφύλαξη («φύλαξη τών θησαυρών του»)
2. στάση κατά τη λογχομαχία
νεοελλ.-μσν.
προφύλαξη, προστασία
μσν.-αρχ.
φρούρηση («εἰς πόλεως φύλαξιν τεταγμένοι», Νικ. Χων.)
αρχ.
ασφάλεια, εξασφάλιση.