ἑνόω: Difference between revisions

4,105 bytes added ,  18 September 2024
m
Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enoo
|Transliteration C=enoo
|Beta Code=e(no/w
|Beta Code=e(no/w
|Definition=(εἷς) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[make one]], [[unite]], λίαν τὴν πόλιν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1261b10</span>&lt;*&gt; [[τὰ]] ἐναντιώτατα Archyt. ap. Stob.1.41.2; τὰ πολυμιγῆ Herm. ap. eund.<span class="bibl">1.49.3</span>; τὸ ἀκούειν τῷ πράττειν <span class="bibl">Ph.1.609</span>: <b class="b3">ἑνοῦν τινὰ τῇ γῇ</b> to bury him, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.29</span>; of [[mixing]] drugs, ἀκριβῶς ἕνωσον Dsc.<span class="title">Eup.</span> 1.13, cf. 1.31 (Pass.):—Pass., <span class="bibl">Ph.1.471</span>, al., <span class="bibl">Cleom.2.1</span>, etc.; ἡνῶσθαι τὰ πάντα <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.14.2</span>; λίμνη . . ἡνωμένη τῇ θαλάσσῃ <span class="bibl">Ath.7.311d</span>; <b class="b3">τὰ φύσει ἡνωμένα</b> [[things united]] by nature, Longin.22.3; τὰ ἡ. [[propositions couched in the singular number]], Id.24.1; [[ἡνωμένοι]], opp. [[ἀσύντακτοι]], of troops, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.2.2</span>; esp. in Philos., [[unified]], τὸ μὲν ὂν ἀριθμὸς ἡνωμένος <span class="bibl">Plot.6.6.9</span>; <b class="b3">τὸ </b>., = [[τὸ ὄν]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>20</span>, cf. <span class="bibl">68</span>, al.</span>
|Definition=([[εἷς]]) [[make one]], [[unite]], λίαν τὴν πόλιν Arist.''Pol.''1261b10† [[τὰ]] ἐναντιώτατα Archyt. ap. Stob.1.41.2; τὰ πολυμιγῆ Herm. ap. eund.1.49.3; τὸ ἀκούειν τῷ πράττειν Ph.1.609: <b class="b3">ἑνοῦν τινὰ τῇ γῇ</b> to bury him, Philostr.''Im.''2.29; of [[mixing]] drugs, ἀκριβῶς ἕνωσον Dsc.''Eup.'' 1.13, cf. 1.31 (Pass.):—Pass., Ph.1.471, al., Cleom.2.1, etc.; ἡνῶσθαι τὰ πάντα Arr.''Epict.''1.14.2; λίμνη.. ἡνωμένη τῇ θαλάσσῃ Ath.7.311d; <b class="b3">τὰ φύσει ἡνωμένα</b> [[things united]] by nature, Longin.22.3; τὰ ἡ. [[propositions couched in the singular number]], Id.24.1; [[ἡνωμένοι]], opp. [[ἀσύντακτοι]], of troops, J.''BJ''3.2.2; especially in Philos., [[unified]], τὸ μὲν ὂν ἀριθμὸς ἡνωμένος Plot.6.6.9; <b class="b3">τὸ ἡ.</b>, = [[τὸ ὄν]], Dam.''Pr.''20, cf. 68, al.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [act. ind. pres. 3<sup>a</sup> plu. ἑνῶσιν Iul.Ascal.13.1]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[unificar partes o elementos]], [[integrar bajo una unidad superior]] τὴν πόλιν Arist.<i>Pol</i>.1261<sup>b</sup>10, ἡ φύσις ... ἑνοῖ τὰ πολυμιγῆ πρὸς τὴν τῶν ἀστέρων ἁρμονίαν <i>Corp.Herm.Fr</i>.20.7<br /><b class="num">•</b>en fil. neopl. τὸ ἡνωμένον [[lo unificado]], [[componente unificado]] como principio subyacente a la pluralidad, Dam.<i>Pr</i>.1, 20, πᾶν πλῆθος ἢ ἐξ ἡνωμένων ἐστὶν ἢ ἐξ ἑνάδων Procl.<i>Inst</i>.6.<br /><b class="num">2</b> [[unir]], [[juntar]], [[disponer una cosa junto a otra]], [[agrupar]] τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν Αἰγύπτιοι τὼ πόδε ζευγνύοντες καὶ ὥσπερ ἑνοῦντες ἱστᾶσιν Hld.3.13.3, [[δρέπανον]] ... τὸ πάντα διχάζειν καὶ μηδὲν ἑνοῦν Artem.2.24, οὐκ ὄντος τοῦ ἄλλο πρὸς ἄλλο μέρος αὐτοῦ ἑνοῦντος Plot.6.6.1, en v. pas. ἑνουμένην δὲ τὴν τῶν πολεμίων δύναμιν οὐχ ὑπομείνας I.<i>BI</i> 1.163.<br /><b class="num">3</b> medic. [[cerrar]], [[cicatrizar]] heridas βοτάνην ἣ ... ἑνώσει πληγάς Hld.1.8.5, πτίλον ... περιστερᾶς ... τὰς ἐκ πληγῆς ῥήξεις τῶν ὀφθαλμῶν ἑνοῖ καὶ ἰᾶται <i>Cyran</i>.3.37.14.<br /><b class="num">4</b> farm. [[unir]], [[mezclar]] gener. ingredientes machacados en un mortero, c. ac. y dat. ἐμβαλὼν ἐν θυίᾳ τὸ μέλι ... ἕνωσον αὐτῷ τὸ ὕδωρ Aët.5.140, en v. pas. τυρὸς ... ἀφεψήματι κρέως ὑείου δευθεὶς καὶ ἑνωθεὶς ἐν θυίᾳ καλῶς Orib.<i>Eup</i>.4.116.12, cf. Gal.13.346<br /><b class="num">•</b>c. ac. y giro prep. λαβὼν τὸ ὕλισμα ἕνωσον αὐτὸ μετὰ τοῦ φάβατος εἰς ἰγδίον <i>Hippiatr.Lugd</i>.81, en v. pas. μυελὸς τοῦ προβάτου ἑνούμενος μετὰ χηνείου στέατος <i>Hippiatr.Lugd</i>.87<br /><b class="num">•</b>c. dos ac. [[βούτυρον]] καὶ ψιμύθιον ἴσα ἐπιμελῶς ἑνώσας χρῶ Gal.13.731, cf. Orib.<i>Eup</i>.1.13.8<br /><b class="num">•</b>ref. otros preparados θυμιῶντες ἑνῶσιν ὑπὸ τοὺς σχοίνους ἢ τὴν ἐρέαν τὸ πῦρ καὶ τὸ θεῖον al fumigar unen bajo los juncos o la lana el fuego y el azufre</i> Iul.Ascal.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[fundir]] metales, en v. pas. τὰ ἑνούμενα σίδηρα Artem.2.37 (p.172).<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[unirse]], [[juntarse en uno]] anat. (φλέβες) ἡνωμέναι Hp.<i>Oss</i>.17, οἱ ... δύο μύες ἑνούμενοί τε καὶ συμφυόμενοι Gal.18(2).981, cf. 3.558<br /><b class="num">•</b>[[unirse]], [[fundirse en un único ser]], [[hacerse uno]] εἴχοντο ἀλλήλοις ... ὥσπερ ἡνωμένοι Hld.2.6.3, ὅταν ἑνουμένων δύο λέξεων ... ε ... εἰς υ μεταβληθῇ οἷον ‘τὸ [[ἔλαιον]] τοὔλαιον’ Trypho <i>Pass</i>.3.11, ἀσυγχύτως ἥνωται τῷ σώματι ἡ ψυχή Nemes.<i>Nat.Hom</i>.3.131, de los cristianos ἑνώθητε τῷ ἐπισκόπῳ Ign.<i>Magn</i>.6.2, κατὰ σάρκα καὶ πνεῦμα ἡνωμένοις πάσῃ ἐντολῇ αὐτοῦ Ign.<i>Rom</i>.proem., ὅσον γὰρ ἑνοῦταί τις τῷ πλησίον, τοσοῦτον ἑνοῦται τῷ Θεῷ Dor.Ab.<i>Doct</i>.77, cf. Hsch.H.<i>Hom</i>.18.6.16<br /><b class="num">•</b>gener. en perf. [[ser uno]], [[ser una unidad]], [[formar una unidad]] διάσκεψαι τὰ μέρη, ὡς τόποις μὲν διέζευκται (ὁ κόσμος), δυνάμεσι δὲ ἥνωται Ph.1.471, ἐπὶ τὴν ἁπλῆν καὶ ἡνωμένην τῶν νοητῶν θεαμάτων ἀλήθειαν Dion.Ar.<i>DN</i> 1.4, οὐ δοκεῖ σοι ... ἡνῶσθαι τὰ πάντα; ¿no te parece que todo forma parte de una unidad?</i> Arr.<i>Epict</i>.1.14.2, de las personas de la Trinidad θεόν ... καὶ υἱὸν ... καὶ πνεῦμα [[ἅγιον]], ἑνούμενα ... κατὰ δύναμιν Athenag.<i>Leg</i>.24.2, cf. 12.3, πνευματικῶς ἡνωμένος τῷ πατρί de Cristo, Ign.<i>Sm</i>.3.3<br /><b class="num">•</b>[[estar unido]] ἀδελφαὶ ... ἑνοῦνται φύσει καὶ συγγενείᾳ μιᾷ Ph.2.304, τὰ φύσει ἡνωμένα καὶ ἀδιανέμητα ... ταῖς ὑπερβάσεσιν ἀπ' ἀλλήλων ἄγειν separar unos de otros mediante hipérbatos elementos unidos por naturaleza e inseparables</i> Longin.22.3.<br /><b class="num">2</b> [[unirse]], [[juntarse]], [[ponerse juntos]], en perf. [[estar juntos o uno al lado del otro]] σύγκεινται δὲ στιχηδὸν [[ἄλλος]] ἐπ' ἄλλον ἡνώμενος están dispuestas en fila cada una unida a la siguiente</i> las cañas de la siringe, Ach.Tat.8.6.3, ἡνωμένοι bien formados</i>, en formación compacta</i> de tropas, op. [[ἀσύντακτοι]] ‘[[desordenados]]’, I.<i>BI</i> 3.15<br /><b class="num">•</b>[[contiguo]], [[adyacente]] συνοικίας δύο ἡννομένας (<i>sic</i>) ἀλλήλ(αις) <i>PSI</i> 1159.20 (II d.C.), τὸ ἡνωμένον αὐτῷ (τῷ ἐργαστηρίῳ) σύστρωμα ποδῶν συστρώσαντες <i>ISultan</i> 511.13 (imper.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 19:
|lstext='''ἑνόω''': μέλλ. -ώσω, (ἓν) ἑνώνω, τὴν πόλιν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 8, πρβλ. Ἀρχύταν ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 714, Ἑρμῆν [[αὐτόθι]] 1. 802: - ἑνοῦν τινα τῇ γῇ, θάπτειν αὐτόν, Φιλόστρ. 854: - Παθ., [[λίμνη]]... ἡ ἡνωμένη τῇ θαλάσσῃ Ἀθήν. 311D˙ τὰ φύσει ἡνωμένα, τὰ ἐκ φύσεως ἡνωμένα, Λογγῖνος 22. 3˙ τὰ ἡνωμένα, ὀνόματα ἢ προτάσεις καθ’ ἑνικὸν ἀριθμόν, ὁ αὐτ. 24, 1˙ (ἀόρ. ἡνώθην οὐχὶ ἡνωσάμην, ὅρα Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 442, καὶ Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 71-78, [[ἔνθα]] μακρὸς γίνεται [[λόγος]] περὶ τοῦ [[ἑνόω]]).
|lstext='''ἑνόω''': μέλλ. -ώσω, (ἓν) ἑνώνω, τὴν πόλιν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 8, πρβλ. Ἀρχύταν ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 714, Ἑρμῆν [[αὐτόθι]] 1. 802: - ἑνοῦν τινα τῇ γῇ, θάπτειν αὐτόν, Φιλόστρ. 854: - Παθ., [[λίμνη]]... ἡ ἡνωμένη τῇ θαλάσσῃ Ἀθήν. 311D˙ τὰ φύσει ἡνωμένα, τὰ ἐκ φύσεως ἡνωμένα, Λογγῖνος 22. 3˙ τὰ ἡνωμένα, ὀνόματα ἢ προτάσεις καθ’ ἑνικὸν ἀριθμόν, ὁ αὐτ. 24, 1˙ (ἀόρ. ἡνώθην οὐχὶ ἡνωσάμην, ὅρα Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 442, καὶ Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 71-78, [[ἔνθα]] μακρὸς γίνεται [[λόγος]] περὶ τοῦ [[ἑνόω]]).
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [act. ind. pres. 3<sup>a</sup> plu. ἑνῶσιν Iul.Ascal.13.1]<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[unificar partes o elementos]], [[integrar bajo una unidad superior]] τὴν πόλιν Arist.<i>Pol</i>.1261<sup>b</sup>10, ἡ φύσις ... ἑνοῖ τὰ πολυμιγῆ πρὸς τὴν τῶν ἀστέρων ἁρμονίαν <i>Corp.Herm.Fr</i>.20.7<br /><b class="num">•</b>en fil. neopl. τὸ ἡνωμένον [[lo unificado]], [[componente unificado]] como principio subyacente a la pluralidad, Dam.<i>Pr</i>.1, 20, πᾶν πλῆθος ἢ ἐξ ἡνωμένων ἐστὶν ἢ ἐξ ἑνάδων Procl.<i>Inst</i>.6.<br /><b class="num">2</b> [[unir]], [[juntar]], [[disponer una cosa junto a otra]], [[agrupar]] τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν Αἰγύπτιοι τὼ πόδε ζευγνύοντες καὶ ὥσπερ ἑνοῦντες ἱστᾶσιν Hld.3.13.3, [[δρέπανον]] ... τὸ πάντα διχάζειν καὶ μηδὲν ἑνοῦν Artem.2.24, οὐκ ὄντος τοῦ ἄλλο πρὸς ἄλλο μέρος [[αὐτοῦ]] ἑνοῦντος Plot.6.6.1, en v. pas. ἑνουμένην δὲ τὴν τῶν πολεμίων δύναμιν οὐχ ὑπομείνας I.<i>BI</i> 1.163.<br /><b class="num">3</b> medic. [[cerrar]], [[cicatrizar]] heridas βοτάνην ἣ ... ἑνώσει πληγάς Hld.1.8.5, πτίλον ... περιστερᾶς ... τὰς ἐκ πληγῆς ῥήξεις τῶν ὀφθαλμῶν ἑνοῖ καὶ ἰᾶται <i>Cyran</i>.3.37.14.<br /><b class="num">4</b> farm. [[unir]], [[mezclar]] gener. ingredientes machacados en un mortero, c. ac. y dat. ἐμβαλὼν ἐν θυίᾳ τὸ μέλι ... ἕνωσον αὐτῷ τὸ ὕδωρ Aët.5.140, en v. pas. τυρὸς ... ἀφεψήματι κρέως ὑείου δευθεὶς καὶ ἑνωθεὶς ἐν θυίᾳ καλῶς Orib.<i>Eup</i>.4.116.12, cf. Gal.13.346<br /><b class="num">•</b>c. ac. y giro prep. λαβὼν τὸ ὕλισμα ἕνωσον αὐτὸ μετὰ τοῦ φάβατος εἰς ἰγδίον <i>Hippiatr.Lugd</i>.81, en v. pas. μυελὸς τοῦ προβάτου ἑνούμενος μετὰ χηνείου στέατος <i>Hippiatr.Lugd</i>.87<br /><b class="num">•</b>c. dos ac. [[βούτυρον]] καὶ ψιμύθιον ἴσα ἐπιμελῶς ἑνώσας χρῶ Gal.13.731, cf. Orib.<i>Eup</i>.1.13.8<br /><b class="num">•</b>ref. otros preparados θυμιῶντες ἑνῶσιν ὑπὸ τοὺς σχοίνους ἢ τὴν ἐρέαν τὸ πῦρ καὶ τὸ θεῖον al fumigar unen bajo los juncos o la lana el fuego y el azufre</i> Iul.Ascal.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[fundir]] metales, en v. pas. τὰ ἑνούμενα σίδηρα Artem.2.37 (p.172).<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[unirse]], [[juntarse en uno]] anat. (φλέβες) ἡνωμέναι Hp.<i>Oss</i>.17, οἱ ... δύο μύες ἑνούμενοί τε καὶ συμφυόμενοι Gal.18(2).981, cf. 3.558<br /><b class="num">•</b>[[unirse]], [[fundirse en un único ser]], [[hacerse uno]] εἴχοντο ἀλλήλοις ... ὥσπερ ἡνωμένοι Hld.2.6.3, ὅταν ἑνουμένων δύο λέξεων ... ε ... εἰς υ μεταβληθῇ οἷον ‘τὸ [[ἔλαιον]] τοὔλαιον’ Trypho <i>Pass</i>.3.11, ἀσυγχύτως ἥνωται τῷ σώματι ἡ ψυχή Nemes.<i>Nat.Hom</i>.3.131, de los cristianos ἑνώθητε τῷ ἐπισκόπῳ Ign.<i>Magn</i>.6.2, κατὰ σάρκα καὶ πνεῦμα ἡνωμένοις πάσῃ ἐντολῇ [[αὐτοῦ]] Ign.<i>Rom</i>.proem., ὅσον γὰρ ἑνοῦταί τις τῷ πλησίον, τοσοῦτον ἑνοῦται τῷ Θεῷ Dor.Ab.<i>Doct</i>.77, cf. Hsch.H.<i>Hom</i>.18.6.16<br /><b class="num">•</b>gener. en perf. [[ser uno]], [[ser una unidad]], [[formar una unidad]] διάσκεψαι τὰ μέρη, ὡς τόποις μὲν διέζευκται (ὁ κόσμος), δυνάμεσι δὲ ἥνωται Ph.1.471, ἐπὶ τὴν ἁπλῆν καὶ ἡνωμένην τῶν νοητῶν θεαμάτων ἀλήθειαν Dion.Ar.<i>DN</i> 1.4, οὐ δοκεῖ σοι ... ἡνῶσθαι τὰ πάντα; ¿no te parece que todo forma parte de una unidad?</i> Arr.<i>Epict</i>.1.14.2, de las personas de la Trinidad θεόν ... καὶ υἱὸν ... καὶ πνεῦμα [[ἅγιον]], ἑνούμενα ... κατὰ δύναμιν Athenag.<i>Leg</i>.24.2, cf. 12.3, πνευματικῶς ἡνωμένος τῷ πατρί de Cristo, Ign.<i>Sm</i>.3.3<br /><b class="num">•</b>[[estar unido]] ἀδελφαὶ ... ἑνοῦνται φύσει καὶ συγγενείᾳ μιᾷ Ph.2.304, τὰ φύσει ἡνωμένα καὶ ἀδιανέμητα ... ταῖς ὑπερβάσεσιν ἀπ' ἀλλήλων ἄγειν separar unos de otros mediante hipérbatos elementos unidos por naturaleza e inseparables</i> Longin.22.3.<br /><b class="num">2</b> [[unirse]], [[juntarse]], [[ponerse juntos]], en perf. [[estar juntos o uno al lado del otro]] σύγκεινται δὲ στιχηδὸν [[ἄλλος]] ἐπ' ἄλλον ἡνώμενος están dispuestas en fila cada una unida a la siguiente</i> las cañas de la siringe, Ach.Tat.8.6.3, ἡνωμένοι bien formados</i>, en formación compacta</i> de tropas, op. ἀσύντακτοι ‘desordenados’, I.<i>BI</i> 3.15<br /><b class="num">•</b>[[contiguo]], [[adyacente]] συνοικίας δύο ἡννομένας (<i>sic</i>) ἀλλήλ(αις) <i>PSI</i> 1159.20 (II d.C.), τὸ ἡνωμένον αὐτῷ (τῷ ἐργαστηρίῳ) σύστρωμα ποδῶν συστρώσαντες <i>ISultan</i> 511.13 (imper.).
|elrutext='''ἑνόω:''' [[объединять]], [[соединять]] ([[ἀρρενότης]] καὶ [[θηλύτης]] ἡνωμέναι ἔν τινι Arst.; σώματα ἡνωμένα καὶ συμφυῆ Plut.).
}}
}}
{{elru
{{trml
|elrutext='''ἑνόω:''' объединять, соединять ([[ἀρρενότης]] καὶ [[θηλύτης]] ἡνωμέναι ἔν τινι Arst.; σώματα ἡνωμένα καὶ συμφυῆ Plut.).
|trtx====[[mix]]===
Acehnese: lawök; Arabic: ⁧خَلَطَ⁩, ⁧مَزَجَ⁩; Egyptian Arabic: ⁧خلط⁩; Armenian: խառնել; Aromanian: meastic, ameastic, mintescu; Assamese: মিহলা, মিহলোৱা; Asturian: amestar; Azerbaijani: qarışdırmaq; Belarusian: змешваць, змяшаць, мяшаць; Bulgarian: забъ́рквам, забъ́ркам, разбъ́рквам, разбъ́ркам, бъ́ркам, смесвам, смеся; Burmese: နယ်, မွှေ, စရနယ်; Catalan: barrejar, mesclar; Cherokee: ᎠᏑᎨᎭ; Chinese Cantonese: 混合, 溝/沟, 撈/捞; Mandarin: 混合; Czech: míchat, smíchat, mísit, smísit; Danish: blande, mikse, røre; Dutch: [[mengen]]; Esperanto: miksi; Estonian: segama; Finnish: sekoittaa; French: [[mélanger]]; Friulian: miscliçâ, messedâ, misturâ; Georgian: არევა; German: [[mischen]], [[vermischen]], [[vermengen]], [[mixen]]; Greek: [[αναδεύω]], [[ανακατώνω]], [[ανακατεύω]], [[αναμειγνύω]], [[αναμιγνύω]]; Ancient Greek: [[ἀματίζω]], [[ἀμμείγνυμι]], [[ἀμφικυκάω]], [[ἀναδεύω]], [[ἀνακεράννυμι]], [[ἀνακεραννύω]], [[ἀνακίρναμαι]], [[ἀνακιρνάω]], [[ἀνακίρνημι]], [[ἀνακυκάω]], [[ἀναμείγνυμι]], [[ἀναμίγνυμι]], [[ἀναμιγνύω]], [[ἀναμίσγω]], [[ἀναφορύσσω]], [[ἀναφυράω]], [[ἀναφύρω]], [[δεύω]], [[διακεράννυμι]], [[διαμιγνύω]], [[διαμίσγω]], [[διασυγχέω]], [[διαφυράω]], [[διαφύρω]], [[διηθέω]], [[ἐγκατακεράννυμι]], [[ἐγκαταμείγνυμι]], [[ἐγκαταμίσγω]], [[ἐγκεράννυμι]], [[ἐγκεραννύω]], [[ἐγκεράω]], [[ἐγκίρνημι]], [[ἐγκυκάω]], [[εἰσκεραννύω]], [[εἰσφύρω]], [[ἐμμείγνυμι]], [[ἐμφυράω]], [[ἐνιμίσγω]], [[ἑνόω]], [[ἐνστύφω]], [[κατακεράννυμι]], [[κεράννυμι]], [[κιρνάω]], [[κίρνημι]], [[κιρνῶ]], [[κυκάω]], [[κυκῶ]], [[κυρκανάω]], [[κυρκανῶ]], [[μείγνυμι]], [[μειγνύω]], [[μίγνυμι]], [[μιγνύω]], [[παραχραίνω]], [[περιπλέκω]], [[προσκατακυκάω]], [[προσκατακυκῶ]], [[συγκεράννυμι]], [[συμπλέκω]], [[ταράσσω]], [[ταράττω]], [[φύρω]]; Hindi: मिलाना; Hungarian: kever; Icelandic: blanda; Indonesian: mencampurkan; Ingrian: sotkia; Interlingua: miscer; Irish: measc; Italian: [[mischiare]], [[mixare]], [[mescolare]]; Japanese: 混ぜる; Javanese: nyampur; Kazakh: араластыру; Khmer: កូរ, លាយ; Korean: 섞다; Kumyk: булгъамакъ; Kurdish Central Kurdish: ⁧تێکەڵ بکە⁩; Kyrgyz: аралаштыруу; Ladin: mescedèr; Ladino: karishtrear, mesklar; Lao: ປະສົມ; Latgalian: maiseit; Latin: [[misceo]], [[remisceo]]; Latvian: maisīt; Lithuanian: maišyti; Low German: mengen; Macedonian: меша, измеша, помеша; Malay: campur; Maori: ranu, whakaranu, whāranu, natu, miki; Maranao: sambor; Mongolian: холих; Cyrillic: хутгалдах; Norman: mêler; Norwegian Bokmål: blande, mikse; Occitan: barrejar, mesclar; Old East Slavic: мѣшати; Old English: menġan; Persian: ⁧آمیختن⁩; Polish: mieszać, zmieszać, bełtać, zbełtać; Portuguese: [[misturar]]; Romanian: amesteca, mesteca; Romansch: maschadar, mischedar, masdar, masder; Russian: [[смешивать]], [[смешать]], [[мешать]], [[помешать]], [[размешать]]; Sanskrit: श्रीणाति; Sardinian: ammasturai; Scottish Gaelic: measg; Serbo-Croatian Cyrillic: мешати, помешати, мијешати, помијешати; Roman: méšati, poméšati, mijéšati, pomijéšati; Sicilian: mmiscari, miscari, ammiscari; Slovak: miešať, zmiešať, zmiešavať; Slovene: mešati, zmešati; Somali: qasid; Southern Altai: булгаар; Spanish: [[mezclar]], [[mixturar]]; Swedish: blanda; Tajik: омехтан, аралаш кардан, қатӣ кардан; Thai: ผสม; Tocharian B: triw-; Turkish: karıştırmak; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎋; Ukrainian: змі́шувати, змішати, мішати; Urdu: ⁧ملانا⁩; Uzbek: aralashtirmoq; Venetian: misciar, misiar, mesedar; Vietnamese: pha; Walloon: maxhî; Yiddish: ⁧מישן⁩‎
}}
}}