ἑνόω
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
(εἷς) make one, unite, λίαν τὴν πόλιν Arist.Pol.1261b10† τὰ ἐναντιώτατα Archyt. ap. Stob.1.41.2; τὰ πολυμιγῆ Herm. ap. eund.1.49.3; τὸ ἀκούειν τῷ πράττειν Ph.1.609: ἑνοῦν τινὰ τῇ γῇ to bury him, Philostr.Im.2.29; of mixing drugs, ἀκριβῶς ἕνωσον Dsc.Eup. 1.13, cf. 1.31 (Pass.):—Pass., Ph.1.471, al., Cleom.2.1, etc.; ἡνῶσθαι τὰ πάντα Arr.Epict.1.14.2; λίμνη.. ἡνωμένη τῇ θαλάσσῃ Ath.7.311d; τὰ φύσει ἡνωμένα things united by nature, Longin.22.3; τὰ ἡ. propositions couched in the singular number, Id.24.1; ἡνωμένοι, opp. ἀσύντακτοι, of troops, J.BJ3.2.2; especially in Philos., unified, τὸ μὲν ὂν ἀριθμὸς ἡνωμένος Plot.6.6.9; τὸ ἡ., = τὸ ὄν, Dam.Pr.20, cf. 68, al.
Spanish (DGE)
• Morfología: [act. ind. pres. 3a plu. ἑνῶσιν Iul.Ascal.13.1]
I tr.
1 unificar partes o elementos, integrar bajo una unidad superior τὴν πόλιν Arist.Pol.1261b10, ἡ φύσις ... ἑνοῖ τὰ πολυμιγῆ πρὸς τὴν τῶν ἀστέρων ἁρμονίαν Corp.Herm.Fr.20.7
•en fil. neopl. τὸ ἡνωμένον lo unificado, componente unificado como principio subyacente a la pluralidad, Dam.Pr.1, 20, πᾶν πλῆθος ἢ ἐξ ἡνωμένων ἐστὶν ἢ ἐξ ἑνάδων Procl.Inst.6.
2 unir, juntar, disponer una cosa junto a otra, agrupar τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν Αἰγύπτιοι τὼ πόδε ζευγνύοντες καὶ ὥσπερ ἑνοῦντες ἱστᾶσιν Hld.3.13.3, δρέπανον ... τὸ πάντα διχάζειν καὶ μηδὲν ἑνοῦν Artem.2.24, οὐκ ὄντος τοῦ ἄλλο πρὸς ἄλλο μέρος αὐτοῦ ἑνοῦντος Plot.6.6.1, en v. pas. ἑνουμένην δὲ τὴν τῶν πολεμίων δύναμιν οὐχ ὑπομείνας I.BI 1.163.
3 medic. cerrar, cicatrizar heridas βοτάνην ἣ ... ἑνώσει πληγάς Hld.1.8.5, πτίλον ... περιστερᾶς ... τὰς ἐκ πληγῆς ῥήξεις τῶν ὀφθαλμῶν ἑνοῖ καὶ ἰᾶται Cyran.3.37.14.
4 farm. unir, mezclar gener. ingredientes machacados en un mortero, c. ac. y dat. ἐμβαλὼν ἐν θυίᾳ τὸ μέλι ... ἕνωσον αὐτῷ τὸ ὕδωρ Aët.5.140, en v. pas. τυρὸς ... ἀφεψήματι κρέως ὑείου δευθεὶς καὶ ἑνωθεὶς ἐν θυίᾳ καλῶς Orib.Eup.4.116.12, cf. Gal.13.346
•c. ac. y giro prep. λαβὼν τὸ ὕλισμα ἕνωσον αὐτὸ μετὰ τοῦ φάβατος εἰς ἰγδίον Hippiatr.Lugd.81, en v. pas. μυελὸς τοῦ προβάτου ἑνούμενος μετὰ χηνείου στέατος Hippiatr.Lugd.87
•c. dos ac. βούτυρον καὶ ψιμύθιον ἴσα ἐπιμελῶς ἑνώσας χρῶ Gal.13.731, cf. Orib.Eup.1.13.8
•ref. otros preparados θυμιῶντες ἑνῶσιν ὑπὸ τοὺς σχοίνους ἢ τὴν ἐρέαν τὸ πῦρ καὶ τὸ θεῖον al fumigar unen bajo los juncos o la lana el fuego y el azufre Iul.Ascal.l.c.
•fundir metales, en v. pas. τὰ ἑνούμενα σίδηρα Artem.2.37 (p.172).
II intr. en v. med.-pas.
1 unirse, juntarse en uno anat. (φλέβες) ἡνωμέναι Hp.Oss.17, οἱ ... δύο μύες ἑνούμενοί τε καὶ συμφυόμενοι Gal.18(2).981, cf. 3.558
•unirse, fundirse en un único ser, hacerse uno εἴχοντο ἀλλήλοις ... ὥσπερ ἡνωμένοι Hld.2.6.3, ὅταν ἑνουμένων δύο λέξεων ... ε ... εἰς υ μεταβληθῇ οἷον ‘τὸ ἔλαιον τοὔλαιον’ Trypho Pass.3.11, ἀσυγχύτως ἥνωται τῷ σώματι ἡ ψυχή Nemes.Nat.Hom.3.131, de los cristianos ἑνώθητε τῷ ἐπισκόπῳ Ign.Magn.6.2, κατὰ σάρκα καὶ πνεῦμα ἡνωμένοις πάσῃ ἐντολῇ αὐτοῦ Ign.Rom.proem., ὅσον γὰρ ἑνοῦταί τις τῷ πλησίον, τοσοῦτον ἑνοῦται τῷ Θεῷ Dor.Ab.Doct.77, cf. Hsch.H.Hom.18.6.16
•gener. en perf. ser uno, ser una unidad, formar una unidad διάσκεψαι τὰ μέρη, ὡς τόποις μὲν διέζευκται (ὁ κόσμος), δυνάμεσι δὲ ἥνωται Ph.1.471, ἐπὶ τὴν ἁπλῆν καὶ ἡνωμένην τῶν νοητῶν θεαμάτων ἀλήθειαν Dion.Ar.DN 1.4, οὐ δοκεῖ σοι ... ἡνῶσθαι τὰ πάντα; ¿no te parece que todo forma parte de una unidad? Arr.Epict.1.14.2, de las personas de la Trinidad θεόν ... καὶ υἱὸν ... καὶ πνεῦμα ἅγιον, ἑνούμενα ... κατὰ δύναμιν Athenag.Leg.24.2, cf. 12.3, πνευματικῶς ἡνωμένος τῷ πατρί de Cristo, Ign.Sm.3.3
•estar unido ἀδελφαὶ ... ἑνοῦνται φύσει καὶ συγγενείᾳ μιᾷ Ph.2.304, τὰ φύσει ἡνωμένα καὶ ἀδιανέμητα ... ταῖς ὑπερβάσεσιν ἀπ' ἀλλήλων ἄγειν separar unos de otros mediante hipérbatos elementos unidos por naturaleza e inseparables Longin.22.3.
2 unirse, juntarse, ponerse juntos, en perf. estar juntos o uno al lado del otro σύγκεινται δὲ στιχηδὸν ἄλλος ἐπ' ἄλλον ἡνώμενος están dispuestas en fila cada una unida a la siguiente las cañas de la siringe, Ach.Tat.8.6.3, ἡνωμένοι bien formados, en formación compacta de tropas, op. ἀσύντακτοι ‘desordenados’, I.BI 3.15
•contiguo, adyacente συνοικίας δύο ἡννομένας (sic) ἀλλήλ(αις) PSI 1159.20 (II d.C.), τὸ ἡνωμένον αὐτῷ (τῷ ἐργαστηρίῳ) σύστρωμα ποδῶν συστρώσαντες ISultan 511.13 (imper.).
German (Pape)
[Seite 851] vereinigen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑνόω: μέλλ. -ώσω, (ἓν) ἑνώνω, τὴν πόλιν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 8, πρβλ. Ἀρχύταν ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 714, Ἑρμῆν αὐτόθι 1. 802: - ἑνοῦν τινα τῇ γῇ, θάπτειν αὐτόν, Φιλόστρ. 854: - Παθ., λίμνη... ἡ ἡνωμένη τῇ θαλάσσῃ Ἀθήν. 311D˙ τὰ φύσει ἡνωμένα, τὰ ἐκ φύσεως ἡνωμένα, Λογγῖνος 22. 3˙ τὰ ἡνωμένα, ὀνόματα ἢ προτάσεις καθ’ ἑνικὸν ἀριθμόν, ὁ αὐτ. 24, 1˙ (ἀόρ. ἡνώθην οὐχὶ ἡνωσάμην, ὅρα Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 442, καὶ Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 71-78, ἔνθα μακρὸς γίνεται λόγος περὶ τοῦ ἑνόω).
Russian (Dvoretsky)
ἑνόω: объединять, соединять (ἀρρενότης καὶ θηλύτης ἡνωμέναι ἔν τινι Arst.; σώματα ἡνωμένα καὶ συμφυῆ Plut.).
Translations
mix
Acehnese: lawök; Arabic: خَلَطَ, مَزَجَ; Egyptian Arabic: خلط; Armenian: խառնել; Aromanian: meastic, ameastic, mintescu; Assamese: মিহলা, মিহলোৱা; Asturian: amestar; Azerbaijani: qarışdırmaq; Belarusian: змешваць, змяшаць, мяшаць; Bulgarian: забъ́рквам, забъ́ркам, разбъ́рквам, разбъ́ркам, бъ́ркам, смесвам, смеся; Burmese: နယ်, မွှေ, စရနယ်; Catalan: barrejar, mesclar; Cherokee: ᎠᏑᎨᎭ; Chinese Cantonese: 混合, 溝/沟, 撈/捞; Mandarin: 混合; Czech: míchat, smíchat, mísit, smísit; Danish: blande, mikse, røre; Dutch: mengen; Esperanto: miksi; Estonian: segama; Finnish: sekoittaa; French: mélanger; Friulian: miscliçâ, messedâ, misturâ; Georgian: არევა; German: mischen, vermischen, vermengen, mixen; Greek: αναδεύω, ανακατώνω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω; Ancient Greek: ἀματίζω, ἀμμείγνυμι, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, ἀνακεράννυμι, ἀνακεραννύω, ἀνακίρναμαι, ἀνακιρνάω, ἀνακίρνημι, ἀνακυκάω, ἀναμείγνυμι, ἀναμίγνυμι, ἀναμιγνύω, ἀναμίσγω, ἀναφορύσσω, ἀναφυράω, ἀναφύρω, δεύω, διακεράννυμι, διαμιγνύω, διαμίσγω, διασυγχέω, διαφυράω, διαφύρω, διηθέω, ἐγκατακεράννυμι, ἐγκαταμείγνυμι, ἐγκαταμίσγω, ἐγκεράννυμι, ἐγκεραννύω, ἐγκεράω, ἐγκίρνημι, ἐγκυκάω, εἰσκεραννύω, εἰσφύρω, ἐμμείγνυμι, ἐμφυράω, ἐνιμίσγω, ἑνόω, ἐνστύφω, κατακεράννυμι, κεράννυμι, κιρνάω, κίρνημι, κιρνῶ, κυκάω, κυκῶ, κυρκανάω, κυρκανῶ, μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μιγνύω, παραχραίνω, περιπλέκω, προσκατακυκάω, προσκατακυκῶ, συγκεράννυμι, συμπλέκω, ταράσσω, ταράττω, φύρω; Hindi: मिलाना; Hungarian: kever; Icelandic: blanda; Indonesian: mencampurkan; Ingrian: sotkia; Interlingua: miscer; Irish: measc; Italian: mischiare, mixare, mescolare; Japanese: 混ぜる; Javanese: nyampur; Kazakh: араластыру; Khmer: កូរ, លាយ; Korean: 섞다; Kumyk: булгъамакъ; Kurdish Central Kurdish: تێکەڵ بکە; Kyrgyz: аралаштыруу; Ladin: mescedèr; Ladino: karishtrear, mesklar; Lao: ປະສົມ; Latgalian: maiseit; Latin: misceo, remisceo; Latvian: maisīt; Lithuanian: maišyti; Low German: mengen; Macedonian: меша, измеша, помеша; Malay: campur; Maori: ranu, whakaranu, whāranu, natu, miki; Maranao: sambor; Mongolian: холих; Cyrillic: хутгалдах; Norman: mêler; Norwegian Bokmål: blande, mikse; Occitan: barrejar, mesclar; Old East Slavic: мѣшати; Old English: menġan; Persian: آمیختن; Polish: mieszać, zmieszać, bełtać, zbełtać; Portuguese: misturar; Romanian: amesteca, mesteca; Romansch: maschadar, mischedar, masdar, masder; Russian: смешивать, смешать, мешать, помешать, размешать; Sanskrit: श्रीणाति; Sardinian: ammasturai; Scottish Gaelic: measg; Serbo-Croatian Cyrillic: мешати, помешати, мијешати, помијешати; Roman: méšati, poméšati, mijéšati, pomijéšati; Sicilian: mmiscari, miscari, ammiscari; Slovak: miešať, zmiešať, zmiešavať; Slovene: mešati, zmešati; Somali: qasid; Southern Altai: булгаар; Spanish: mezclar, mixturar; Swedish: blanda; Tajik: омехтан, аралаш кардан, қатӣ кардан; Thai: ผสม; Tocharian B: triw-; Turkish: karıştırmak; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎋; Ukrainian: змі́шувати, змішати, мішати; Urdu: ملانا; Uzbek: aralashtirmoq; Venetian: misciar, misiar, mesedar; Vietnamese: pha; Walloon: maxhî; Yiddish: מישן