3,274,873
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kondylos | |Transliteration C=kondylos | ||
|Beta Code=ko/ndulos | |Beta Code=ko/ndulos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[knuckle]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''493b28: pl., Hp.''Art.''2; <b class="b3">κονδύλοις ἡρμοττόμην</b> (v. [[ἁρμόζω]] 1.4); κονδύλοις νουθετεῖν τινα Ar.''V.''254: so in sg., ib.1503; δοῦναι κόνδυλόν τινι Plu.2.439d; <b class="b3">κονδύλους αὐτῷ δείδι</b> (δίδου) ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1185.12 (ii/iii A.D.); κονδύλῳ καθικέσθαι τινός Plu.''Alc.''7, etc.; <b class="b3">κονδύλοις [πατάξαι]</b>, opp. <b class="b3">ἐπὶ κόρρης</b> (a slap in the face), D.21.72: [[proverb|prov.]], <b class="b3">κολλύραν καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπ' αὐτῇ</b> pudding and [[knuckle]]-sauce to it, i.e. a good thrashing, Ar.''Pax'' 123, ubi v. Sch.; λόγον ἔχειν τοῦ κ. προχειρότερον Plu.''Cat.Mi.''1; <b class="b3">νὴ τοὺς κ. οὓς ἠνεσχόμην</b>, Com. oath, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''411.<br><span class="bld">II</span> generally, [[knuckle of any joint]], as of the humerus, Gal.18(2).617; of the humerus and elbow, Poll.2.141; of the finger (middle joint), Ruf.''Onom.'' 84; ποδός Luc.''Ocyp.''28.<br><span class="bld">2</span> [[knot]] in a string, Paul.Aeg.6.25.<br><span class="bld">III</span> any [[hard]], [[bony]] [[knob]], of the teeth, Hp.''Epid.''4.19, 25. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1480.png Seite 1480]] ὁ (vgl. [[κόνδος]], 1) das [[Knochengelenk]]; bes. τὸ τοῦ δακτύλου καμπτικόν, Arist. H. A. 1, 15, τὸ προὖχον κατὰ τὰς συμβολὰς τοῦ δακτύλου, der mittlere Gelenkknochen der Finger; dah. die zusammengeballte Faust, an der die Gelenkknochen hervorstehen, u. der [[Schlagmitgeballter Faust]], der Stoß ins Gesicht, der Puff, die [[Ohrfeige]]; εἰ κονδύλοις νουθετήσεθ' ἡμᾶς, mit Faustschlägen zurechtweisen, Ar. Vesp. 254; ἀπολῶ γὰρ αὐτὸν ἐμμελείᾳ κονδύλου 1503, nach dem Takt mit der Faust; [[ὅταν]] κονδύλοις, [[ὅταν]] ἐπὶ κόῤῥης (τυφθῇ) Dem. 21, 72; ἐνέτριψε κόνδυλον Plut. Alc. 8; Luc. Prom. 10 u. öfter, wie a. Sp.; λόγον ἔχων τοῦ κονδύλου προχειρότερον Plut. Cat. min. 1. – 2) jede Hervorragung, [[Geschwulst]], Medic.; bes. Verhärtung, Verknöcherung. – 3) Längenmaaß, = 2 δάκτυλοι, Mathem. c | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1480.png Seite 1480]] ὁ (vgl. [[κόνδος]], 1) das [[Knochengelenk]]; bes. τὸ τοῦ δακτύλου καμπτικόν, Arist. H. A. 1, 15, τὸ προὖχον κατὰ τὰς συμβολὰς τοῦ δακτύλου, der mittlere Gelenkknochen der Finger; dah. die zusammengeballte Faust, an der die Gelenkknochen hervorstehen, u. der [[Schlagmitgeballter Faust]], der Stoß ins Gesicht, der Puff, die [[Ohrfeige]]; εἰ κονδύλοις νουθετήσεθ' ἡμᾶς, mit Faustschlägen zurechtweisen, Ar. Vesp. 254; ἀπολῶ γὰρ αὐτὸν ἐμμελείᾳ κονδύλου 1503, nach dem Takt mit der Faust; [[ὅταν]] κονδύλοις, [[ὅταν]] ἐπὶ κόῤῥης (τυφθῇ) Dem. 21, 72; ἐνέτριψε κόνδυλον Plut. Alc. 8; Luc. Prom. 10 u. öfter, wie a. Sp.; λόγον ἔχων τοῦ κονδύλου προχειρότερον Plut. Cat. min. 1. – 2) jede Hervorragung, [[Geschwulst]], Medic.; bes. Verhärtung, Verknöcherung. – 3) Längenmaaß, = 2 δάκτυλοι, Mathem. c | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> poing fermé (offrant en saillie les articulations des doigts) ; coup de poing;<br /><b>2</b> condyle, <i>mesure de long. att. valant 2 doigts ou ⅛ de pied</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê <i>skr.</i> kanda- « tubercule, bulbe », et -υλος comme [[δάκτυλος]], [[σφόνδυλος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> poing fermé (offrant en saillie les articulations des doigts) ; coup de poing;<br /><b>2</b> condyle, <i>mesure de long. att. valant 2 doigts ou ⅛ de pied</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG pê <i>skr.</i> kanda- « tubercule, bulbe », et -υλος comme [[δάκτυλος]], [[σφόνδυλος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κόνδυλος -ου, ὁ [~ κόνδοι: uitsteeksels] knokkel, plur. vuist:; κονδυλοὺς ἐντρίβειν τινί zijn vuisten op iem. loslaten Plut. Alc. 8.1; uitbr. vuistslag:. ἕξετ’ ἐν ὥρᾳ... κόνδυλον ὄψον jullie zullen op het juiste moment een vuistslag als toetje krijgen Aristoph. Pax 123. geneesk. knobbel, verharding van het tandvlees. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κόνδῠλος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[сустав]] (δακτύλου τὸ μὲν καμπτικὸν κ., τὸ δ᾽ [[ἄκαμπτον]] [[φάλαγξ]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[кулак]]: λόγον ἔχειν τοῦ κονδύλου προχειρότερον Plut. быть склонным пользоваться больше словом, чем кулаком;<br /><b class="num">3</b> [[удар кулаком]] (κονδύλοις πατάξαι τινά Dem.; [[δοῦναι]] κόνδυλόν τινι, κονδύλῳ παίειν τινά и κονδύλῳ [[καθικέσθαι]] τινός Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑM [[κόνδυλος]])<br />κυρτή υποστρόγγυλη ή [[ωοειδής]] αρθρική [[επιφάνεια]] ενός οστού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[διόγκωση]] του βλαστού, της ρίζας, του ριζώματος ή τών διακλαδώσεών τους η οποία περιέχει αποθησαυριστικές ουσίες («η [[πατάτα]] [[είναι]] [[αμυλούχος]] [[κόνδυλος]]».)<br /><b>2.</b> <b>γεωλ.</b> αποστρογγυλωμένο [[ορυκτό]] [[σύγκριμα]] το οποίο διακρίνεται και μπορεί να διαχωριστεί από τον γεωλογικό σχηματισμό [[μέσα]] στον οποίο απαντά<br /><b>μσν.</b><br />[[μονάδα]] μήκους ίση με τον αντίχειρα ή με δύο δακτύλους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κάθε]] σκληρό και οστεώδες [[εξόγκωμα]] («εἶχεν [[ἄνωθεν]] τοῦ ἥλου δύο κονδύλους», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η κλειστή [[παλάμη]] του χεριού, η [[γροθιά]], η [[πυγμή]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[χτύπημα]] με τη [[γροθιά]], γρονθοκόπημα («παιδὸς | |mltxt=ο (ΑM [[κόνδυλος]])<br />κυρτή υποστρόγγυλη ή [[ωοειδής]] αρθρική [[επιφάνεια]] ενός οστού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[διόγκωση]] του βλαστού, της ρίζας, του ριζώματος ή τών διακλαδώσεών τους η οποία περιέχει αποθησαυριστικές ουσίες («η [[πατάτα]] [[είναι]] [[αμυλούχος]] [[κόνδυλος]]».)<br /><b>2.</b> <b>γεωλ.</b> αποστρογγυλωμένο [[ορυκτό]] [[σύγκριμα]] το οποίο διακρίνεται και μπορεί να διαχωριστεί από τον γεωλογικό σχηματισμό [[μέσα]] στον οποίο απαντά<br /><b>μσν.</b><br />[[μονάδα]] μήκους ίση με τον αντίχειρα ή με δύο δακτύλους<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κάθε]] σκληρό και οστεώδες [[εξόγκωμα]] («εἶχεν [[ἄνωθεν]] τοῦ ἥλου δύο κονδύλους», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η κλειστή [[παλάμη]] του χεριού, η [[γροθιά]], η [[πυγμή]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[χτύπημα]] με τη [[γροθιά]], γρονθοκόπημα («παιδὸς ὀψοφαγοῦν | ||
τος ὁ Διογένης τῷ παιδαγωγῷ κόνδυλον ἔδωκεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> η [[κλείδωση]] του δακτύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνδοι]] «αστράγαλοι» (<b>Ησύχ.</b>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ύλος</i>, που απαντά και σε άλλες ονομ. μελών του σώματος ([[πρβλ]]. [[δάκτυλος]], [[σφόνδυλος]] / <i>σπόνδ</i>-<i>υλος</i>). Η [[σύνδεση]] της λ. με αρχ ινδ. <i>kanda</i>- «[[βολβός]], όγκος» [[είναι]] αβέβαιη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κονδυλώδης]], [[κονδύλωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κονδυλούμαι]], [[κονδύλωσις]], [[κονδυλωτός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κονδυλίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κονδυλοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κονδυλόρριζος]], [[κονδυλοφόρος]]. (Β' συνθετικό) [[ακόνδυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δαμασικόνδυλος]], [[δικόνδυλος]], <i>μετακόνδυλος</i>, [[μονοκόνδυλος]], [[ρυποκόνδυλος]]]. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κόνδῠλος:''' ὁ, [[γρονθοκοπώ]], <i>κονδύλοις πατάξαι</i>, αντίθ. προς το <i>ἐπὶ κόρρης</i> ([[χτύπημα]] στο [[πρόσωπο]], [[ράπισμα]], [[χαστούκι]]), σε Δημ.· παροιμ., <i>κολλύραν καὶ κόνδυλον ὕψον ἐπ' αὐτῇ</i>, [[κουλούρι]] με [[ξύλο]] για [[προσφάι]], δηλ. «γερό [[ξύλο]]», σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κόνδῠλος:''' ὁ, [[γρονθοκοπώ]], <i>κονδύλοις πατάξαι</i>, αντίθ. προς το <i>ἐπὶ κόρρης</i> ([[χτύπημα]] στο [[πρόσωπο]], [[ράπισμα]], [[χαστούκι]]), σε Δημ.· παροιμ., <i>κολλύραν καὶ κόνδυλον ὕψον ἐπ' αὐτῇ</i>, [[κουλούρι]] με [[ξύλο]] για [[προσφάι]], δηλ. «γερό [[ξύλο]]», σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κόνδῠλος''': ὁ, προέχων ἁρμὸς τοῦ δακτύλου, «κλείδωσις», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 3· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἁρμοὶ τῶν δακτύλων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· [[ἐντεῦθεν]], ἡ κεκλεισμένη [[παλάμη]] τῆς χειρός, [[πυγμή]], «[[γρόνθος]]», ἡ «γροθιά», «μπουνιὰ»· κονδύλοις ἡρμοττόμην (ἴδε [[ἁρμόζω]] Ι. 4)· κονδύλοις νουθετεῖν τινα Ἀριστοφ. Σφ. 254· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἑνικ., [[αὐτόθι]] 1503· δοῦναι κόνδυλόν τινι Πλούτ. 2. 439D· κονδύλῳ καθικέσθαι τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 7, κτλ.· κονδύλοις πατάξαι, ἦτο ἀντίθετ. τῷ: ἐπὶ κόρρης ([[ῥάπισμα]] εἰς τὸ [[πρόσωπον]]), Δημ. 537, ἐν τέλ.· παροιμ., κολλύραν καὶ κόνδυλον [[ὄψον]] ἐπ’ αὐτῇ «κουλλοῦρι καὶ ξύλο διὰ προσφάγι», δηλ. «γερὸ ξύλο», Ἀριστοφ. Εἰρ. 123, [[ἔνθα]] Σχολ.· λόγον ἔχειν τοῦ κονδύλου προχειρότερον Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1· νὴ τοὺς κονδύλους, μὰ τοὺς γρόνθους τούτους, κωμικὸς [[ὅρκος]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 411· πρβλ. [[κόλαφος]]. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ ἁρμὸς πάσης ἀρθρώσεως, [[οἷον]] τοῦ πήχεως, Γαλην. 12. 261, Πολυδ. Α΄, 141. ΙΙΙ. πᾶν σκληρὸν καὶ ὀστεῶδες [[ὄγκωμα]], ὡς τὸ [[κονδύλωμα]], Ἱππ. 1125Η, 1131D. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «κόνδοι· κεραῖαι, ἀστράγαλοι», ὀγκώματα, ὄγκοι). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[knuckle]], [[bony knob]], [[clenched fist, swelling of the gum etc.]] (IA.).<br />Compounds: As 2. member e. g. in <b class="b3">μονο-</b>, <b class="b3">δι-κόνδυλος</b> (Arist.)<br />Derivatives: [[κονδυλώδης]] [[κ.-like]], [[knuckly]], [[κονδύλωμα]], <b class="b3">-σις</b> [[hard swelling]], [[tumour]] (Hp.), [[κονδυλωτός]] <b class="b2">with κ. </b> (Att. inscr. IVa), hardly through [[κονδυλόομαι]] [[get κ.]], [[swell]] (Aspasia ap. Aët., H.). - [[κονδυλίζω]] [[hit the face with the fist]], [[muffet]], [[maltreat]] (Hyp., LXX) with [[κονδυλισμός]] (LXX).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Other body-parts in <b class="b3">-υλος</b> are [[δάκτυλος]], [[σφόνδυλος]] (cf. Güntert Reimwortbildungen 116ff.); the stem is seen in <b class="b3">κόνδοι ἀστράγαλοι</b> H. Connections outside Greek are quite uncertain or to be rejected: Skt. [[kanda-]] m. [[root of a knol]], <b class="b2">kandúka-</b> m. [[playball]], [[kanduka-]] n. [[cushion]] (cf. Mayrhofer s. vv., who considers Dravidian origin); Lith. <b class="b2">kánduolas</b> [[kernel]] (to <b class="b2">kándu</b>, <b class="b2">ką́sti</b> [[bite]]; s. Fraenkel Lit. et. Wb. s. v.). Older lit. in Bq. - The word will be Pre-Greek because of its structure, <b class="b3">κονδ-υλ-</b>. It may continue <b class="b3">*κανδυλος</b> with [[ο]] < [[α]] before [[υ]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 38: | Line 39: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''κόνδυλος''': {kóndŭlos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Knöchel]], [[Knochengelenk]], [[geballte Faust]], [[Wulst des Zahnfleisches]] (ion. att.).<br />'''Composita''' : Als Hinterglied z. B. in μονο-, [[δικόνδυλος]] (Arist.).<br />'''Derivative''': Davon [[κονδυλώδης]] ‘κ.-artig, knollig’, [[κονδύλωμα]], -σις [[harte Anschwellung]], [[Schwulst]], [[Verhärtung]] (Hp. u. a.), [[κονδυλωτός]] ‘mit κ. versehen’ (att. Inschr. IV<sup>a</sup>), kaum über [[κονδυλόομαι]] ‘κ. erhalten, anschwellen’ (Aspasia ap. Aët., H.). — [[κονδυλίζω]] ‘mit der Faust (ins Gesicht) schlagen, ohrfeigen, mißhandeln’ (Hyp., LXX usw.) mit [[κονδυλισμός]] (LXX u. a.).<br />'''Etymology''' : Andere Körperteilbenennungen auf -υλος sind [[δάκτυλος]], [[σφόνδυλος]] (vgl. Güntert Reimwortbildungen 116ff.); der Stamm erscheint in [[κόνδοι]] | |ftr='''κόνδυλος''': {kóndŭlos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Knöchel]], [[Knochengelenk]], [[geballte Faust]], [[Wulst des Zahnfleisches]] (ion. att.).<br />'''Composita''': Als Hinterglied z. B. in μονο-, [[δικόνδυλος]] (Arist.).<br />'''Derivative''': Davon [[κονδυλώδης]] ‘κ.-artig, knollig’, [[κονδύλωμα]], -σις [[harte Anschwellung]], [[Schwulst]], [[Verhärtung]] (Hp. u. a.), [[κονδυλωτός]] ‘mit κ. versehen’ (att. Inschr. IV<sup>a</sup>), kaum über [[κονδυλόομαι]] ‘κ. erhalten, anschwellen’ (Aspasia ap. Aët., H.). — [[κονδυλίζω]] ‘mit der Faust (ins Gesicht) schlagen, ohrfeigen, mißhandeln’ (Hyp., [[LXX]] usw.) mit [[κονδυλισμός]] (LXX u. a.).<br />'''Etymology''': Andere Körperteilbenennungen auf -υλος sind [[δάκτυλος]], [[σφόνδυλος]] (vgl. Güntert Reimwortbildungen 116ff.); der Stamm erscheint in [[κόνδοι]]· ἀστράγαλοι H. Auswärtige Beziehungen sind ganz unsicher oder abzulehnen: aind. ''kanda''- m. [[Knollenwurzel]], ''kandúka''- m. [[Spielball]], ''kanduka''- n. [[Kissen]] (vgl. Mayrhofer s. vv., der dravidische Herkunft erwägt); lit. ''kánduolas'' [[Kern]] (zu ''kándu'', ''ką́sti'' [[beißen]]; s. Fraenkel Lit. et. Wb. s. v. m. Lit.). Ältere Lit. bei Bq und WP. 1, 390.<br />'''Page''' 1,911 | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[box on the ear]], [[box-on-the ear]], [[slap in the face]] | |woodrun=[[box on the ear]], [[box-on-the ear]], [[slap in the face]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=ὁ [[ἁρμός]] τῶν δακτύλων, κλείδωση). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του.<br><b>Παράγωγα:</b> [[κονδυλίζω]] (=[[δίνω]] γροθιά), [[κονδυλισμός]] (=[[γροθοκτύπημα]]), κονδυλοῦμαι (=[[ἐξογκώνομαι]]), [[κονδύλωμα]] (=[[ὄγκος]]), [[κονδύλωσις]], [[κατακονδύλιστος]] (=χτυπημένος με μπουνιές). | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[knuckle]]=== | |||
Afrikaans: kneukel; Arabic: بُرْجُمَة, مَفْصِل, أَشْجَع; Egyptian Arabic: عقلة; Bulgarian: става на пръст; Catalan: artell, nus; Chinese Cantonese: [[指關節]], [[指关节]]; Mandarin: [[指關節]], [[指关节]]; Danish: kno; Dutch: [[knokkel]]; Esperanto: artiko; Estonian: nukk; Finnish: rysty, rystynen; French: [[articulation du doigt]], [[articulation]], [[jointure du doigt]]; Galician: cotobelo, cotomelo, coteno, nocello, nortello, artello, noelo; Georgian: თითის სახსარი; German: [[Fingerknöchel]]; Greek: [[κόνδυλος]], [[γροθιά]], [[μπουνιά]]; Ancient Greek: [[ἀκροκονδύλιον]], [[ἀστράγαλος]], [[κόνδυλος]]; Greenlandic: saaneq; Hebrew: מפרק האצבע; Hungarian: ujjízület, ujjbütyök, bütyök; Icelandic: kjúka, hnúi; Ingrian: rysty, ryssys; Irish: alt; Italian: [[nocca]], [[giuntura]]; Japanese: 指関節; Khmer: ក្រញរ, ថ្នាំងដៃ; Korean: 손가락마디; Latgalian: piersta lūcaveica; Latin: [[articulus digiti]]; Latvian: pirksta locītava; Lombardic: knohha; Macedonian: глужд; Maori: monamona; Middle English: knokel; Middle High German: knöchel; Norwegian: knoke; Old English: cnucel; Oromo: buusaa; Persian: مفصل; Polish: kłykieć; Portuguese: [[nó]], [[junta dos dedos]]; Russian: [[сустав пальца]]; Scottish Gaelic: rùdan; Serbo-Croatian: zglob; Spanish: [[nudillo]], [[ñudillo]]; Swedish: knoge; Tagalog: buko; Thai: ข้อนิ้ว; Tibetan: མཛུབ་མོའི་ཚིགས, སོར་མོའི་ཚིགས; Vietnamese: khớp; Welsh: migwrn; West Frisian: knokkel; White Yiddish: קנעכל; Zhuang: lwggyag | |||
}} | }} |