κόνδυλος
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ὁ,
A knuckle, Arist.HA493b28: pl., Hp.Art.2; κονδύλοις ἡρμοττόμην (v. ἁρμόζω 1.4); κονδύλοις νουθετεῖν τινα Ar.V.254: so in sg., ib.1503; δοῦναι κόνδυλόν τινι Plu.2.439d; κονδύλους αὐτῷ δείδι (δίδου) POxy.1185.12 (ii/iii A.D.); κονδύλῳ καθικέσθαι τινός Plu.Alc.7, etc.; κονδύλοις [πατάξαι], opp. ἐπὶ κόρρης (a slap in the face), D.21.72: prov., κολλύραν καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπ' αὐτῇ pudding and knuckle-sauce to it, i.e. a good thrashing, Ar.Pax 123, ubi v. Sch.; λόγον ἔχειν τοῦ κ. προχειρότερον Plu.Cat.Mi.1; νὴ τοὺς κ. οὓς ἠνεσχόμην, Com. oath, Ar.Eq.411.
II generally, knuckle of any joint, as of the humerus, Gal.18(2).617; of the humerus and elbow, Poll.2.141; of the finger (middle joint), Ruf.Onom. 84; ποδός Luc.Ocyp.28.
2 knot in a string, Paul.Aeg.6.25.
III any hard, bony knob, of the teeth, Hp.Epid.4.19, 25.
German (Pape)
[Seite 1480] ὁ (vgl. κόνδος, 1) das Knochengelenk; bes. τὸ τοῦ δακτύλου καμπτικόν, Arist. H. A. 1, 15, τὸ προὖχον κατὰ τὰς συμβολὰς τοῦ δακτύλου, der mittlere Gelenkknochen der Finger; dah. die zusammengeballte Faust, an der die Gelenkknochen hervorstehen, u. der Schlagmitgeballter Faust, der Stoß ins Gesicht, der Puff, die Ohrfeige; εἰ κονδύλοις νουθετήσεθ' ἡμᾶς, mit Faustschlägen zurechtweisen, Ar. Vesp. 254; ἀπολῶ γὰρ αὐτὸν ἐμμελείᾳ κονδύλου 1503, nach dem Takt mit der Faust; ὅταν κονδύλοις, ὅταν ἐπὶ κόῤῥης (τυφθῇ) Dem. 21, 72; ἐνέτριψε κόνδυλον Plut. Alc. 8; Luc. Prom. 10 u. öfter, wie a. Sp.; λόγον ἔχων τοῦ κονδύλου προχειρότερον Plut. Cat. min. 1. – 2) jede Hervorragung, Geschwulst, Medic.; bes. Verhärtung, Verknöcherung. – 3) Längenmaaß, = 2 δάκτυλοι, Mathem. c
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 poing fermé (offrant en saillie les articulations des doigts) ; coup de poing;
2 condyle, mesure de long. att. valant 2 doigts ou ⅛ de pied.
Étymologie: DELG pê skr. kanda- « tubercule, bulbe », et -υλος comme δάκτυλος, σφόνδυλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόνδυλος -ου, ὁ [~ κόνδοι: uitsteeksels] knokkel, plur. vuist:; κονδυλοὺς ἐντρίβειν τινί zijn vuisten op iem. loslaten Plut. Alc. 8.1; uitbr. vuistslag:. ἕξετ’ ἐν ὥρᾳ... κόνδυλον ὄψον jullie zullen op het juiste moment een vuistslag als toetje krijgen Aristoph. Pax 123. geneesk. knobbel, verharding van het tandvlees.
Russian (Dvoretsky)
κόνδῠλος: ὁ
1 сустав (δακτύλου τὸ μὲν καμπτικὸν κ., τὸ δ᾽ ἄκαμπτον φάλαγξ Arst.);
2 кулак: λόγον ἔχειν τοῦ κονδύλου προχειρότερον Plut. быть склонным пользоваться больше словом, чем кулаком;
3 удар кулаком (κονδύλοις πατάξαι τινά Dem.; δοῦναι κόνδυλόν τινι, κονδύλῳ παίειν τινά и κονδύλῳ καθικέσθαι τινός Plut.).
Greek Monolingual
ο (ΑM κόνδυλος)
κυρτή υποστρόγγυλη ή ωοειδής αρθρική επιφάνεια ενός οστού
νεοελλ.
1. βοτ. διόγκωση του βλαστού, της ρίζας, του ριζώματος ή τών διακλαδώσεών τους η οποία περιέχει αποθησαυριστικές ουσίες («η πατάτα είναι αμυλούχος κόνδυλος».)
2. γεωλ. αποστρογγυλωμένο ορυκτό σύγκριμα το οποίο διακρίνεται και μπορεί να διαχωριστεί από τον γεωλογικό σχηματισμό μέσα στον οποίο απαντά
μσν.
μονάδα μήκους ίση με τον αντίχειρα ή με δύο δακτύλους
μσν.-αρχ.
κάθε σκληρό και οστεώδες εξόγκωμα («εἶχεν ἄνωθεν τοῦ ἥλου δύο κονδύλους», Ιπποκρ.)
αρχ.
1. η κλειστή παλάμη του χεριού, η γροθιά, η πυγμή
2. συνεκδ. χτύπημα με τη γροθιά, γρονθοκόπημα («παιδὸς ὀψοφαγοῦν
τος ὁ Διογένης τῷ παιδαγωγῷ κόνδυλον ἔδωκεν», Πλούτ.)
3. η κλείδωση του δακτύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδοι «αστράγαλοι» (Ησύχ.) + επίθημα -ύλος, που απαντά και σε άλλες ονομ. μελών του σώματος (πρβλ. δάκτυλος, σφόνδυλος / σπόνδ-υλος). Η σύνδεση της λ. με αρχ ινδ. kanda- «βολβός, όγκος» είναι αβέβαιη.
ΠΑΡ. κονδυλώδης, κονδύλωμα
αρχ.
κονδυλούμαι, κονδύλωσις, κονδυλωτός
αρχ.-μσν.
κονδυλίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κονδυλοειδής
νεοελλ.
κονδυλόρριζος, κονδυλοφόρος. (Β' συνθετικό) ακόνδυλος
αρχ.
δαμασικόνδυλος, δικόνδυλος, μετακόνδυλος, μονοκόνδυλος, ρυποκόνδυλος].
Greek Monotonic
κόνδῠλος: ὁ, γρονθοκοπώ, κονδύλοις πατάξαι, αντίθ. προς το ἐπὶ κόρρης (χτύπημα στο πρόσωπο, ράπισμα, χαστούκι), σε Δημ.· παροιμ., κολλύραν καὶ κόνδυλον ὕψον ἐπ' αὐτῇ, κουλούρι με ξύλο για προσφάι, δηλ. «γερό ξύλο», σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κόνδῠλος: ὁ, προέχων ἁρμὸς τοῦ δακτύλου, «κλείδωσις», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 3· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἁρμοὶ τῶν δακτύλων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· ἐντεῦθεν, ἡ κεκλεισμένη παλάμη τῆς χειρός, πυγμή, «γρόνθος», ἡ «γροθιά», «μπουνιὰ»· κονδύλοις ἡρμοττόμην (ἴδε ἁρμόζω Ι. 4)· κονδύλοις νουθετεῖν τινα Ἀριστοφ. Σφ. 254· καὶ οὕτως ἐν τῷ ἑνικ., αὐτόθι 1503· δοῦναι κόνδυλόν τινι Πλούτ. 2. 439D· κονδύλῳ καθικέσθαι τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 7, κτλ.· κονδύλοις πατάξαι, ἦτο ἀντίθετ. τῷ: ἐπὶ κόρρης (ῥάπισμα εἰς τὸ πρόσωπον), Δημ. 537, ἐν τέλ.· παροιμ., κολλύραν καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπ’ αὐτῇ «κουλλοῦρι καὶ ξύλο διὰ προσφάγι», δηλ. «γερὸ ξύλο», Ἀριστοφ. Εἰρ. 123, ἔνθα Σχολ.· λόγον ἔχειν τοῦ κονδύλου προχειρότερον Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1· νὴ τοὺς κονδύλους, μὰ τοὺς γρόνθους τούτους, κωμικὸς ὅρκος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 411· πρβλ. κόλαφος. ΙΙ. καθόλου, ὁ ἁρμὸς πάσης ἀρθρώσεως, οἷον τοῦ πήχεως, Γαλην. 12. 261, Πολυδ. Α΄, 141. ΙΙΙ. πᾶν σκληρὸν καὶ ὀστεῶδες ὄγκωμα, ὡς τὸ κονδύλωμα, Ἱππ. 1125Η, 1131D. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει: «κόνδοι· κεραῖαι, ἀστράγαλοι», ὀγκώματα, ὄγκοι).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: knuckle, bony knob, clenched fist, swelling of the gum etc. (IA.).
Compounds: As 2. member e. g. in μονο-, δι-κόνδυλος (Arist.)
Derivatives: κονδυλώδης κ.-like, knuckly, κονδύλωμα, -σις hard swelling, tumour (Hp.), κονδυλωτός with κ. (Att. inscr. IVa), hardly through κονδυλόομαι get κ., swell (Aspasia ap. Aët., H.). - κονδυλίζω hit the face with the fist, muffet, maltreat (Hyp., LXX) with κονδυλισμός (LXX).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Other body-parts in -υλος are δάκτυλος, σφόνδυλος (cf. Güntert Reimwortbildungen 116ff.); the stem is seen in κόνδοι ἀστράγαλοι H. Connections outside Greek are quite uncertain or to be rejected: Skt. kanda- m. root of a knol, kandúka- m. playball, kanduka- n. cushion (cf. Mayrhofer s. vv., who considers Dravidian origin); Lith. kánduolas kernel (to kándu, ką́sti bite; s. Fraenkel Lit. et. Wb. s. v.). Older lit. in Bq. - The word will be Pre-Greek because of its structure, κονδ-υλ-. It may continue *κανδυλος with ο < α before υ.
Middle Liddell
κόνδῠλος, ὁ,
a knuckle, κονδύλοις πατάξαι, opp. to ἐπὶ κόρρης (a slap in the face), Dem.: proverb., κολλύραν καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπ' αὐτῇ a roll and knuckle- sauce to it, i. e. a good thrashing, Ar.
Frisk Etymology German
κόνδυλος: {kóndŭlos}
Grammar: m.
Meaning: Knöchel, Knochengelenk, geballte Faust, Wulst des Zahnfleisches (ion. att.).
Composita: Als Hinterglied z. B. in μονο-, δικόνδυλος (Arist.).
Derivative: Davon κονδυλώδης ‘κ.-artig, knollig’, κονδύλωμα, -σις harte Anschwellung, Schwulst, Verhärtung (Hp. u. a.), κονδυλωτός ‘mit κ. versehen’ (att. Inschr. IVa), kaum über κονδυλόομαι ‘κ. erhalten, anschwellen’ (Aspasia ap. Aët., H.). — κονδυλίζω ‘mit der Faust (ins Gesicht) schlagen, ohrfeigen, mißhandeln’ (Hyp., LXX usw.) mit κονδυλισμός (LXX u. a.).
Etymology: Andere Körperteilbenennungen auf -υλος sind δάκτυλος, σφόνδυλος (vgl. Güntert Reimwortbildungen 116ff.); der Stamm erscheint in κόνδοι· ἀστράγαλοι H. Auswärtige Beziehungen sind ganz unsicher oder abzulehnen: aind. kanda- m. Knollenwurzel, kandúka- m. Spielball, kanduka- n. Kissen (vgl. Mayrhofer s. vv., der dravidische Herkunft erwägt); lit. kánduolas Kern (zu kándu, ką́sti beißen; s. Fraenkel Lit. et. Wb. s. v. m. Lit.). Ältere Lit. bei Bq und WP. 1, 390.
Page 1,911
English (Woodhouse)
box on the ear, box-on-the ear, slap in the face
Mantoulidis Etymological
(=ὁ ἁρμός τῶν δακτύλων, κλείδωση). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: κονδυλίζω (=δίνω γροθιά), κονδυλισμός (=γροθοκτύπημα), κονδυλοῦμαι (=ἐξογκώνομαι), κονδύλωμα (=ὄγκος), κονδύλωσις, κατακονδύλιστος (=χτυπημένος με μπουνιές).
Translations
knuckle
Afrikaans: kneukel; Arabic: بُرْجُمَة, مَفْصِل, أَشْجَع; Egyptian Arabic: عقلة; Bulgarian: става на пръст; Catalan: artell, nus; Chinese Cantonese: 指關節, 指关节; Mandarin: 指關節, 指关节; Danish: kno; Dutch: knokkel; Esperanto: artiko; Estonian: nukk; Finnish: rysty, rystynen; French: articulation du doigt, articulation, jointure du doigt; Galician: cotobelo, cotomelo, coteno, nocello, nortello, artello, noelo; Georgian: თითის სახსარი; German: Fingerknöchel; Greek: κόνδυλος, γροθιά, μπουνιά; Ancient Greek: ἀκροκονδύλιον, ἀστράγαλος, κόνδυλος; Greenlandic: saaneq; Hebrew: מפרק האצבע; Hungarian: ujjízület, ujjbütyök, bütyök; Icelandic: kjúka, hnúi; Ingrian: rysty, ryssys; Irish: alt; Italian: nocca, giuntura; Japanese: 指関節; Khmer: ក្រញរ, ថ្នាំងដៃ; Korean: 손가락마디; Latgalian: piersta lūcaveica; Latin: articulus digiti; Latvian: pirksta locītava; Lombardic: knohha; Macedonian: глужд; Maori: monamona; Middle English: knokel; Middle High German: knöchel; Norwegian: knoke; Old English: cnucel; Oromo: buusaa; Persian: مفصل; Polish: kłykieć; Portuguese: nó, junta dos dedos; Russian: сустав пальца; Scottish Gaelic: rùdan; Serbo-Croatian: zglob; Spanish: nudillo, ñudillo; Swedish: knoge; Tagalog: buko; Thai: ข้อนิ้ว; Tibetan: མཛུབ་མོའི་ཚིགས, སོར་མོའི་ཚིགས; Vietnamese: khớp; Welsh: migwrn; West Frisian: knokkel; White Yiddish: קנעכל; Zhuang: lwggyag