επαρμένος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
lsj>Spiros (Created page with "{{grml |mltxt=(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) επηρμένος και επαρμένος<br /><b>1.</b> φαντασμένος, [[αλαζονικός]...") |
(No difference)
|
Revision as of 12:19, 9 October 2024
Greek Monolingual
(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) επηρμένος και επαρμένος
1. φαντασμένος, αλαζονικός, υπεροπτικός
2. (για θρόνο) υψηλός, μεγαλοπρεπής.