αλαζονικός

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀλαζονικός, -ή, -όν) ἀλαζών
αυτός που ρέπει στην αλαζονεία, φαντασμένος, καυχησιάρης
νεοελλ.
(για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που ταιριάζει σε αλαζόνα, ο υπεροπτικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλαζονικόν
η αλαζονεία.