κανονιέρα: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
η
ναυτ. κανονιοφόρος, μικρό σκάφος εφοδιασμένο με πυροβόλα μικρού διαμετρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. canonnière < canon (πρβλ. κανόνι [Ι]) + κατάλ. -iere].