στοχαστικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "( " to "("
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "( " to "(")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stochastikos
|Transliteration C=stochastikos
|Beta Code=stoxastiko/s
|Beta Code=stoxastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">skilful in aiming at, able to hit</b>, c. gen., τοῦ ἀρίστου <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1141b13</span>; <b class="b3">ἀρετὴ τοῦ μέσου σ</b>. ib.<span class="bibl">1106b15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> <b class="b3">τὸ σ. τῶν φίλων</b> <b class="b2">consideration for the wishes of . .</b>, <span class="bibl">M.Ant.1.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">proceeding by guesswork</b>, <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>55e</span>; σ. τέχναι <span class="title">Stoic.</span>3.6, Gal.14.685; <b class="b3">σ. ἐπιστῆμαι</b>, opp. <b class="b3">πάγιοι</b>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.26,59S.; σ. διάγνωσις Gal.6.365; ζητήματα <span class="bibl">Syrian. <span class="title">in Hermog.</span>2.34</span> R.; <b class="b2">sagacious</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>463a</span>. Adv., πρὸς τὰ ἔνδοξα -κῶς ἔχειν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1355a17</span>; -κῶς τὸ μέτρον λαμβάνεται Gal. 6.360; -κῶς ἐξετάσομεν <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Stat.</span>4</span>.</span>
|Definition=στοχαστική, στοχαστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[skilful in aiming at]], [[able to hit]], c. gen., τοῦ ἀρίστου [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1141b13; <b class="b3">ἀρετὴ τοῦ μέσου σ.</b> ib.1106b15.<br><span class="bld">b</span> <b class="b3">τὸ στοχαστικὸν τῶν φίλων</b> [[consideration]] for the wishes of one's friends, M.Ant.1.9.<br><span class="bld">2</span> [[proceeding by guesswork]], ἡ [[στοχαστική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 55e; σ. τέχναι ''Stoic.''3.6, Gal.14.685; <b class="b3">στοχαστικαὶ ἐπιστῆμαι</b>, opp. [[πάγιοι]], Phld.''Rh.''1.26,59S.; σ. [[διάγνωσις]] Gal.6.365; ζητήματα Syrian. ''in Hermog.''2.34 R.; [[sagacious]], [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 463a. Adv., πρὸς τὰ ἔνδοξα στοχαστικῶς ἔχειν Arist.''Rh.''1355a17; στοχαστικῶς τὸ μέτρον λαμβάνεται Gal. 6.360; στοχαστικῶς ἐξετάσομεν Hermog.''Stat.''4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0949.png Seite 949]] zum Zielen, Errathen gehörig; ἡ στοχαστική, die Geschicklichkeit, gleich das Richtige zu treffen, Plat. def. 412 c 413 a; [[ψυχή]], Gorg. 463 a; muthmaßend, τινός, Arist. Nicom. cth. 6, 7, 6; στοχαστικῶς ἔχειν [[πρός]] τι, rhet. 1, 1 u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 47; τέχναι, S. Emp. adv. gramm. 72, wozu die κυβερνητική und die ἰατρική gerechnet wird.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0949.png Seite 949]] zum Zielen, Errathen gehörig; ἡ στοχαστική, die Geschicklichkeit, gleich das Richtige zu treffen, Plat. def. 412 c 413 a; [[ψυχή]], Gorg. 463 a; muthmaßend, τινός, Arist. Nicom. cth. 6, 7, 6; στοχαστικῶς ἔχειν [[πρός]] τι, rhet. 1, 1 u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 47; τέχναι, S. Emp. adv. gramm. 72, wozu die κυβερνητική und die ἰατρική gerechnet wird.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[habile à conjecturer]], [[pénétrant]].<br />'''Étymologie:''' [[στοχάζομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=στοχαστικός -ή, -όν [στοχαστής] strevend naar, met gen. goed in schatten of gissen;; στοχαστικῶς ἔχειν goed kunnen schatten Aristot. Rh. 1355a17; subst. ἡ στοχαστική (''[[sc.]]'' τέχνη) de kunst van het schatten. Plat. Phlb. 55e.
}}
{{elru
|elrutext='''στοχαστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[правильно судящий]], [[проницательный]] ([[ψυχή]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[имеющий в виду]], [[стремящийся]] (τοῦ ἀρίστου τῶν πρακτῶν Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στοχαστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ νὰ ἐπιτύχῃ, νὰ κτυπήσῃ [[μετὰ]] γεν., τοῦ ἀρίστου Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 6· [[ἀρετὴ]] μέσου στ. [[αὐτόθι]] 2. 6, 9, 13. 2) ἱκανὸς νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, ἡ στοχαστικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) Πλάτ. Φίληβ. 55Ε· - [[ἐπιτυχής]], εὐφυής, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 463Α· - Ἐπίρρ., στοχαστικῶς ἔχειν [[πρός]] τι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 11.
|lstext='''στοχαστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ νὰ ἐπιτύχῃ, νὰ κτυπήσῃ μετὰ γεν., τοῦ ἀρίστου Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 6· [[ἀρετὴ]] μέσου στ. [[αὐτόθι]] 2. 6, 9, 13. 2) ἱκανὸς νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, ἡ στοχαστικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) Πλάτ. Φίληβ. 55Ε· - [[ἐπιτυχής]], εὐφυής, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 463Α· - Ἐπίρρ., στοχαστικῶς ἔχειν [[πρός]] τι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 11.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />habile à conjecturer, pénétrant.<br />'''Étymologie:''' [[στοχάζομαι]].
|mltxt=-ή, -ό / [[στοχαστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στοχαστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χαρακτηρίζεται από [[περίσκεψη]] και [[σωφροσύνη]], [[συνετός]] («στοχαστικά [[λόγια]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[βαθιά]] σκεπτόμενος, [[προσεκτικός]], αυτός που μιλάει και ενεργεί με [[περίσκεψη]] («[[στοχαστικός]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η στοχαστική</i><br />μαθηματικό [[σύστημα]] με το οποίο γίνεται δυνατή η [[συναγωγή]] στατιστικών πορισμάτων με τη [[χρήση]] του λογισμού τών πιθανοτήτων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «στοχαστική και μονοχρωματική ζωγραφική» — [[τάση]] της μοντέρνας τέχνης, επηρεασμένη από τα καλλιτεχνικά βιώματα της Άπω Ανατολής, που χαρακτηρίζεται από ήρεμα μονοχρωματικά, [[κυρίως]], [[πεδία]] και εμφανίστηκε στην Αμερική [[κατά]] τη [[δεκαετία]] του 1950 ως [[αντίδραση]] στη χρωματική [[έκρηξη]] του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και στον υλισμό της άμορφης τέχνης<br />β) «στοχαστικές μεταβλητές»<br /><b>μαθημ.</b> οι τυχαίες μεταβλητές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που θέτει ως στόχο [[κάτι]], που επιδιώκει και επιτυγχάνει [[κάτι]] («στοχαστικὸς τοῦ ἀρίστου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ικανός]] να εικάζει, να συμπεραίνει [[κάτι]] (α. «στοχαστική [[διάγνωσις]]», <b>Γαλ.</b><br />β. «στοχαστικαὶ ἐπιστῆμαι», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> [[ευφυής]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ στοχαστική</i><br />η [[ικανότητα]] να επιτυγχάνει [[κανείς]] το [[ορθό]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ στοχαστικόν</i><br />[[φροντίδα]], [[μέριμνα]] για [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στοχαστικώς</i> / <i>στοχαστικῶς</i> ΝΑ, και <i>στοχαστικά</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[περίσκεψη]], με [[σωφροσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[εικασία]], υποθετικά<br /><b>2.</b> υπό ορισμένη [[προϋπόθεση]], σύμφωνα με [[συμπέρασμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στοχαστικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι [[επιδέξιος]] [[σκοπευτής]], [[ικανός]] να βρει τον στόχο, με γεν., σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[ικανός]] να εικάζει, [[νοήμων]], σε Πλάτ.· επίρρ., [[στοχαστικῶς]] ἔχειν, είμαι [[ευφυής]], [[νοήμων]], σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στοχαστικός]], ή, όν<br /><b class="num">1.</b> [[skilful]] in aiming at, [[able]] to hit, c. gen., Arist.<br /><b class="num">2.</b> [[able]] to [[guess]], [[sagacious]], Plat.: adv., [[στοχαστικῶς]] ἔχειν to be [[sagacious]], Arist.
}}
}}