3,274,816
edits
m (Text replacement - ",," to ",") |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chondros | |Transliteration C=chondros | ||
|Beta Code=xo/ndros | |Beta Code=xo/ndros | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[granule]] or [[lump]] of [[salt]], ἁλὸς χόνδρους Hp.''Ulc.''17, cf. Sophr. in ''PSI''11.1214a.3: pl., ''PLit.Lond.''167.18 (ii/iii A. D.); ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους [[Herodotus|Hdt.]]4.181; <b class="b3">οἰκία ἐκ τῶν ἁλίνων χ. οἰκοδομέαται</b> ib.185:—[[χόνδρος]] abs., [[salt]], χόνδρος [[ἐποψίδιος]] ''AP''7.736 (Leon.); also of the [[gum]] of [[frankincense]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.4.10; λιβανωτοῦ χόνδρος Luc.''Sat.''16, cf. ''Asin.''12; χ. λιβάνου Dsc.1.68.7.<br><span class="bld">2</span> [[groat]]s of [[wheat]] or [[spelt]] (esp. the latter, Dsc.2.96, ''Gp.''3.7); σασαμίδας χόνδρον τε καὶ ἐγκρίδας Stesich.2; χόνδρον ἕψων Ar.''Fr.''203, cf. 412 (anap.); χ. γάλακι κατανενιμμένος Pherecr.108.18; ἐκ δ' Ἰταλίας χ. καὶ πλευρὰ βόεια Hermipp.63.6 (hex.); χόνδρος [[Μεγαρικός]], χόνδρος [[Θετταλικός]], Antiph. 34.2,3, Alex.191; ὁ χ. πλεῖον ὕδωρ δέχεται ἢ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ τοιοῦτος ἐγένετο χ. Arist.''Pr.''929b1, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 4.16.2, Plb.12.2.5; χόνδρου [[πτισάνη]] Gal.6.496: hence, [[gruel]], [[porridge]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.4.9, Orac. ap. Hierocl. ''in CA''1p.421M.: [[proverb|prov.]], of an [[old]] [[man]], χόνδρον [[λείχειν]] Ar.''V.''737 (anap.).<br><span class="bld">II</span> [[gristle]], [[cartilage]], Hp.''Aph.'' 6.19, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''516b31, ''PA''655a37: esp. the [[cartilage]] of the [[breast]], which unites the false ribs at the [[termination]] of the [[breastbone]], Hp.''Epid.''7.3, cf. ''Prorrh.''2.7, Nic.''Al.''123; and v. [[ξιφοειδής]]; also, the [[cartilage]] of the [[ear]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''492a16; of the nose, Poll.2.79; of the [[windpipe]] (i.e. [[uvula]]), ib.99; [[ὠλενίτης χόνδρος]] the [[shoulder blade]], Lyc.155; also of the [[young]] [[horn]]s of [[deer]], Ael.''NA''6.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1364.png Seite 1364]] ὁ, 1) [[Korn]], [[Graupe]], Pille, jede kleine, rundliche Masse; ὰλὸς χόνδροι, Salzkörner, Her. 4, 181. 185; Ar. Ach. 495, wo jetzt χόνδρους [[ἅλας]] gelesen wird (s. d. Folgde); im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1364.png Seite 1364]] ὁ, 1) [[Korn]], [[Graupe]], Pille, jede kleine, rundliche Masse; ὰλὸς χόνδροι, Salzkörner, Her. 4, 181. 185; Ar. Ach. 495, wo jetzt χόνδρους [[ἅλας]] gelesen wird (s. d. Folgde); im <span class="ggns">Gegensatz</span> von λεπτοὶ ἅλες, s. Phoenix bei Ath. VIII, 359 f; vgl. Arist. meteor. 2, 3; Suid. erkl. ἁλῶν θρόμβοι, παχὺς ἅλς; u. so ist auch wohl zu erklären πικρὸς ἁδυμαγὴς [[χόνδρος]] [[ἐποψίδιος]] Leon. Tar. 55 (VII, 736); λιβάνου, Weihrauchkörner. – Bes. Weizengraupen, auch Graupen von Spelt, Dinkel, die alica der Römer, vgl. Ath. III, 127. – Auch ein aus Weizen- od. Speltgraupen bereiteter schleimiger Trank für Kranke; sprichwörtlich χόνδρον λείχειν, von einem alten Manne, Ar. Vesp. 737; fr. bei Ath. a. a. O. – Die Getreidearten, aus denen die Graupe bereitet wird, werden ebenfalls so genannt, vgl. das lat. far, Pol. 12, 2,5. – 2) der [[Knorpel]], Arist. H. A. 3, 8; ein zäher Körper, der zwischen Fleisch und Knochen in der Mitte steht, z. B. vom jungen Hirschgeweih Ael. H. A. 6, 5; bes. der Brustknorpel, der das Brustbein nach vorn, zwischen der Einfügung der unächten Rippen endigt, auch [[χόνδρος]] [[ξιφοειδής]], Nic. Al. 123. – Der Nasenknorpel, die knorpelige Scheidewand der Nase; – der Knorpel des Luftröhrenkopfes od. Kehlkopfes; – ώλενίτης, = [[ὠμοπλάτη]], Lycophr. 155. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />petit corps dur et rond, grain (de sel, d'encens, <i>etc.</i>) ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> [[grain de froment]] <i>ou</i> d'épeautre mondé et concassé, gruau ; tisane de gruau;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> froment, épeautre ; <i>en gén.</i> céréales dont on fait du gruau;<br /><b>3</b> [[cartilage]] ; οἱ χόνδροι cornes naissantes des jeunes cerfs.<br />'''Étymologie:''' DELG [[χονδρός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χόνδρος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[крупинка]] или [[комок]], [[кусок]] ([[ἁλός]] Her.; λιβανωτοῦ Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[глыба]] (τὰ [[οἰκία]] ἐκ τῶν ἁλίνων χόνδρων οἰκοδομεῖσθαι Her.);<br /><b class="num">3</b> [[соль]] (χ. [[ἐποψίδιος]] Anth.);<br /><b class="num">4</b> [[крупа]] или [[каша]] Arph., Arst., Polyb.;<br /><b class="num">5</b> [[хрящ]] ([[ἔστι]] ὁ χ. τῆς αὐτῆς φύσεως τοῖς ὀστοῖς Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χόνδρος''': ὁ, χονδρὸν σφαιροειδὲς [[τεμάχιον]] πράγματός τινος, [[κόκκος]], σπυρὶ, σβῶλος, Λατ. granum mica, grumus, ἁλὸς χόνδρους Ἱππ. 879C (πρβλ. [[χονδρός]])· ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους Ἡρόδ. 4. 181· [[οἰκία]] ἐκ τῶν ἀλίνων χ. οἰκοδομέεται [[αὐτόθι]] 185· - [[χόνδρος]] ἀπολ. ἄλας, χ. [[ἐποψίδιος]] Ἀνθ. Π. 7. 736· [[ὡσαύτως]], [[χόνδρος]] λιβανωτοῦ, τὸ τοῦ Πλινίου thuris manna, Λουκ. Λούκ ἢ Ὄν. 12, Κρονοσ. 12. 2) χονδροαλεσμένος [[σῖτος]] ἢ [[ζειά]], «πλυγοῦρι», παρὰ τοῖς μεταγεν. καὶ ἄλιξ, Λατ. alica, σασαμίδας [[χόνδρον]] τε καὶ ἐγκρίδας Στησίχ. 2· [[χόνδρον]] ἔψειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10, πρβλ. 364· χ. γάλακτι κατανενιμμένος Φερεκράτης ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 18· ἐκ δ’ Ἰταλίας χ. καὶ πλευρὰ βόεια Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 6· χόνδ. Μεγαρικὸς, Θετταλικὸς Ἀντιφάνης ἐν Ἀντείᾳ 1. 2, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρα» 6· ὁ χ. πλεῖον [[ὕδωρ]] δέχεται, ἢ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ [[τοιοῦτος]] ἐγένετο χ. Ἀριστ. Προβλ. 21. 21, πρβλ. Πολύβ. 2, 2, 5. 3) ζωμὸς παρεσκευασμένος ὲκ χονδροῦ ἀλεύρου (πρβλ. [[χονδροπτισάνη]]), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10, 364· - παροιμ. ἐπὶ γέροντος, [[χόνδρον]] λείχειν Ἀριστοφ. Σφ. 737. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[ὀστοῦν]] [[μαλακὸν]] μὴ λαβὸν σύστασιν σκληρὰν, [[ὀστοῦν]] τραγανὸν, Λατ. cartilago, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 8, 1, π. Ζ. Μορ. 2. 9, 15· [[μάλιστα]] δὲ ὁ [[χόνδρος]] ὁ κατὰ τὸ [[στῆθος]], δι’ οὗ ἑνοῦνται αἱ ψευδοπλευραἰ πρὸς τὸ κατώτατον [[ἄκρον]] τοῦ ὀστοῦ τοῦ στέρνου, Ἱππ. 1208 D, πρβλ, 91Β, Νικ. Ἀλεξιφ. 123, καλούμενος ἐν τῇ ἀνατομικῇ [[χόνδρος]] ξιφοειδὴς, Λατ. cartilago ensiformis, Foës. Oec. ἐν λ. ([[ὅθεν]] ὑποχόνδριον, τό, ὅ ἴδε)· [[ὡσαύτως]], ὁ [[χόνδρος]] τοῦ ὠτὸς. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 8· τῆς [[ῥινός]], Πολυδ. Β΄, 79· τῆς τραχείας ἀρτηρίας, [[αὐτόθι]] 99, κλπ.· χ. [[ὠλενίτης]], ἡ [[ὠμοπλάτη]], Λυκόφρ. 155· [[ὡσαύτως]] λέγεται ἐπὶ τῶν νέων καὶ ἔτι τρυφερῶν κεράτων, Αἰλ. π. Ζ. 6. 5. | |lstext='''χόνδρος''': ὁ, χονδρὸν σφαιροειδὲς [[τεμάχιον]] πράγματός τινος, [[κόκκος]], σπυρὶ, σβῶλος, Λατ. granum mica, grumus, ἁλὸς χόνδρους Ἱππ. 879C (πρβλ. [[χονδρός]])· ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους Ἡρόδ. 4. 181· [[οἰκία]] ἐκ τῶν ἀλίνων χ. οἰκοδομέεται [[αὐτόθι]] 185· - [[χόνδρος]] ἀπολ. ἄλας, χ. [[ἐποψίδιος]] Ἀνθ. Π. 7. 736· [[ὡσαύτως]], [[χόνδρος]] λιβανωτοῦ, τὸ τοῦ Πλινίου thuris manna, Λουκ. Λούκ ἢ Ὄν. 12, Κρονοσ. 12. 2) χονδροαλεσμένος [[σῖτος]] ἢ [[ζειά]], «πλυγοῦρι», παρὰ τοῖς μεταγεν. καὶ ἄλιξ, Λατ. alica, σασαμίδας [[χόνδρον]] τε καὶ ἐγκρίδας Στησίχ. 2· [[χόνδρον]] ἔψειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10, πρβλ. 364· χ. γάλακτι κατανενιμμένος Φερεκράτης ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 18· ἐκ δ’ Ἰταλίας χ. καὶ πλευρὰ βόεια Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 6· χόνδ. Μεγαρικὸς, Θετταλικὸς Ἀντιφάνης ἐν Ἀντείᾳ 1. 2, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρα» 6· ὁ χ. πλεῖον [[ὕδωρ]] δέχεται, ἢ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ [[τοιοῦτος]] ἐγένετο χ. Ἀριστ. Προβλ. 21. 21, πρβλ. Πολύβ. 2, 2, 5. 3) ζωμὸς παρεσκευασμένος ὲκ χονδροῦ ἀλεύρου (πρβλ. [[χονδροπτισάνη]]), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 10, 364· - παροιμ. ἐπὶ γέροντος, [[χόνδρον]] λείχειν Ἀριστοφ. Σφ. 737. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[ὀστοῦν]] [[μαλακὸν]] μὴ λαβὸν σύστασιν σκληρὰν, [[ὀστοῦν]] τραγανὸν, Λατ. cartilago, Ἱππ. Ἀφ. 1257, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 8, 1, π. Ζ. Μορ. 2. 9, 15· [[μάλιστα]] δὲ ὁ [[χόνδρος]] ὁ κατὰ τὸ [[στῆθος]], δι’ οὗ ἑνοῦνται αἱ ψευδοπλευραἰ πρὸς τὸ κατώτατον [[ἄκρον]] τοῦ ὀστοῦ τοῦ στέρνου, Ἱππ. 1208 D, πρβλ, 91Β, Νικ. Ἀλεξιφ. 123, καλούμενος ἐν τῇ ἀνατομικῇ [[χόνδρος]] ξιφοειδὴς, Λατ. cartilago ensiformis, Foës. Oec. ἐν λ. ([[ὅθεν]] ὑποχόνδριον, τό, ὅ ἴδε)· [[ὡσαύτως]], ὁ [[χόνδρος]] τοῦ ὠτὸς. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 8· τῆς [[ῥινός]], Πολυδ. Β΄, 79· τῆς τραχείας ἀρτηρίας, [[αὐτόθι]] 99, κλπ.· χ. [[ὠλενίτης]], ἡ [[ὠμοπλάτη]], Λυκόφρ. 155· [[ὡσαύτως]] λέγεται ἐπὶ τῶν νέων καὶ ἔτι τρυφερῶν κεράτων, Αἰλ. π. Ζ. 6. 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>ανατ.</b> ανάγγειος, [[ανθεκτικός]] και [[ελαστικός]] [[ιστός]], ο [[οποίος]] αποτελεί τον [[σκελετό]] του εμβρύου [[πριν]] από την [[εμφάνιση]] τών οστών και διατηρείται στον ενήλικο σε ορισμένες μόνο περιοχές του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (αστρον.-ορυκτ.) καθένα από τα μικρά σφαιρικού σχήματος σωματίδια που [[είναι]] ενσωματωμένα στους χονδρίτες, μια αρκετά διαδεδομένη [[κατηγορία]] λιθομετεωριτών<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] ροδοφυκών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συζευκτικός]] [[χόνδρος]]»<br /><b>ανατ.</b> <b>βλ.</b> [[συζευκτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] σφαιροειδές [[τεμάχιο]] πράγματος, [[κόκκος]] («λιβανωτοῦ χόνδρους τέσσαρας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> χοντροαλεσμένο [[σιτάρι]] ή [[κριθάρι]], [[μπληγούρι]] («ὁ [[χόνδρος]] πλεῖον [[ὕδωρ]] δέχεται ἤ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ τοιοῦτος ἐγένετο [[χόνδρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζωμός]] παρασκευασμένος από χοντρό [[αλεύρι]]<br /><b>2.</b> νέο και τρυφερό [[ακόμη]] [[κέρατο]], [[ιδίως]] του ελαφιού («πρὶν τοὺς καλουμένους χόνδρους λαβεῖν», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], το ουσ. [[χόνδρος]] και το επίθ. [[χονδρός]] [[πρέπει]] να αναχθούν στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ghren</i>-<i>dh</i>- «[[τρίβω]], [[θρυμματίζω]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>frendo</i> «[[τρίβω]], [[συντρίβω]]», αρχ. αγγλ. <i>grindan</i> «[[τρίβω]]», αγγλ. <i>grind</i> «[[αλέθω]], [[κοπανίζω]]») και έχουν σχηματιστεί, μέσω ενός τ. <i>χρονδ</i>-<i>ρος</i> (με [[επίθημα]] -<i>ρος</i>), με ανομοιωτική [[αποβολή]] του πρώτου -<i>ρ</i>-. Το κλειστό -<i>δ</i>- του ελλ. τ. [[αντί]] του δασέος -<i>dh</i>- της ρίζας, οφείλεται σε αποδάσυνση, λόγω της υπάρξεως του προηγούμενου έρρινου συμφώνου, όπως συμβαίνει και σε άλλες ελλ. λ. (<b>πρβλ.</b> [[θρόμβος]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>dhrom</i>-<i>bh</i>-) και δεν θεωρείται απαραίτητο να υποτεθεί για τον ελλ. τ. μια [[μορφή]] ρίζας <i>ghren</i>-<i>d</i>- με διαφορετική [[παρέκταση]] -<i>d</i>- ([[αντί]] του -<i>dh</i>-) της αρχικής ρίζας <i>ghren</i>-. Εξάλλου, προβλήματα γεννά και ο [[καθορισμός]] της σχέσης τών λ. [[χόνδρος]] και [[χονδρός]]. Κατά μία [[άποψη]], [[αρχικός]] τ. [[είναι]] το επίθ. [[χονδρός]], από τον οποίο προήλθε ως ουσιαστικοποιημένος τ. με αναβιβασμό του τόνου το ουσ. [[χόνδρος]], ενώ, κατ' [[άλλη]] αντίθετη [[άποψη]], το επίθ. [[χονδρός]] προήλθε από το ουσ. με καταβιβασμό του τόνου, [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ρος</i> ( | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>ανατ.</b> ανάγγειος, [[ανθεκτικός]] και [[ελαστικός]] [[ιστός]], ο [[οποίος]] αποτελεί τον [[σκελετό]] του εμβρύου [[πριν]] από την [[εμφάνιση]] τών οστών και διατηρείται στον ενήλικο σε ορισμένες μόνο περιοχές του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (αστρον.-ορυκτ.) καθένα από τα μικρά σφαιρικού σχήματος σωματίδια που [[είναι]] ενσωματωμένα στους χονδρίτες, μια αρκετά διαδεδομένη [[κατηγορία]] λιθομετεωριτών<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] ροδοφυκών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συζευκτικός]] [[χόνδρος]]»<br /><b>ανατ.</b> <b>βλ.</b> [[συζευκτικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] σφαιροειδές [[τεμάχιο]] πράγματος, [[κόκκος]] («λιβανωτοῦ χόνδρους τέσσαρας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> χοντροαλεσμένο [[σιτάρι]] ή [[κριθάρι]], [[μπληγούρι]] («ὁ [[χόνδρος]] πλεῖον [[ὕδωρ]] δέχεται ἤ οἱ πυροὶ ἐξ ὧν ὁ τοιοῦτος ἐγένετο [[χόνδρος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ζωμός]] παρασκευασμένος από χοντρό [[αλεύρι]]<br /><b>2.</b> νέο και τρυφερό [[ακόμη]] [[κέρατο]], [[ιδίως]] του ελαφιού («πρὶν τοὺς καλουμένους χόνδρους λαβεῖν», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], το ουσ. [[χόνδρος]] και το επίθ. [[χονδρός]] [[πρέπει]] να αναχθούν στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ghren</i>-<i>dh</i>- «[[τρίβω]], [[θρυμματίζω]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>frendo</i> «[[τρίβω]], [[συντρίβω]]», αρχ. αγγλ. <i>grindan</i> «[[τρίβω]]», αγγλ. <i>grind</i> «[[αλέθω]], [[κοπανίζω]]») και έχουν σχηματιστεί, μέσω ενός τ. <i>χρονδ</i>-<i>ρος</i> (με [[επίθημα]] -<i>ρος</i>), με ανομοιωτική [[αποβολή]] του πρώτου -<i>ρ</i>-. Το κλειστό -<i>δ</i>- του ελλ. τ. [[αντί]] του δασέος -<i>dh</i>- της ρίζας, οφείλεται σε αποδάσυνση, λόγω της υπάρξεως του προηγούμενου έρρινου συμφώνου, όπως συμβαίνει και σε άλλες ελλ. λ. (<b>πρβλ.</b> [[θρόμβος]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>dhrom</i>-<i>bh</i>-) και δεν θεωρείται απαραίτητο να υποτεθεί για τον ελλ. τ. μια [[μορφή]] ρίζας <i>ghren</i>-<i>d</i>- με διαφορετική [[παρέκταση]] -<i>d</i>- ([[αντί]] του -<i>dh</i>-) της αρχικής ρίζας <i>ghren</i>-. Εξάλλου, προβλήματα γεννά και ο [[καθορισμός]] της σχέσης τών λ. [[χόνδρος]] και [[χονδρός]]. Κατά μία [[άποψη]], [[αρχικός]] τ. [[είναι]] το επίθ. [[χονδρός]], από τον οποίο προήλθε ως ουσιαστικοποιημένος τ. με αναβιβασμό του τόνου το ουσ. [[χόνδρος]], ενώ, κατ' [[άλλη]] αντίθετη [[άποψη]], το επίθ. [[χονδρός]] προήλθε από το ουσ. με καταβιβασμό του τόνου, [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ρος</i> ([[πρβλ]]. [[ψυχρός]]). Εκτός από την [[άποψη]] αυτή, έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι η λ. [[χόνδρος]] συνδέεται με τη λ. [[χέραδος]] «[[άμμος]], [[χαλίκι]]» και έχει προέλθει από αρχικό τ. <i>χορδ</i>-<i>ρος</i> με [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>ν</i>- (για τη [[σχέση]] τών θ. <i>χεραδ</i>- και <i>χορδ</i>-, <b>πρβλ.</b> πιθ. τα θ. <i>τελα</i>-: <i>τολ</i>- τώνλ. [[τελαμών]], [[τόλμη]]). Τέλος, η λ. έχει θεωρηθεί από ορισμένους μελετητές ως [[δάνειο]] από τη Σημιτική ([[πρβλ]], τον τ. της Ουγκαριτικής <i>hndrf</i> «[[είδος]] σιτηρού», το οποίο όμως από άλλους μελετητές θεωρείται [[δάνειο]] από την Ελληνική)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χόνδρος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κόκκος]] ή [[κομμάτι]] από [[αλάτι]], <i>ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους</i>, κομμάτια από [[αλάτι]] σε μεγάλους κόκκους, σε Ηρόδ.· [[χόνδρος]], απόλ., λέγεται για το [[αλάτι]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> σε πληθ., χοντρά κομμάτια από [[σιτάρι]] ή σίτο, απ' όπου φτιάχνεται ο [[χυλός]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''χόνδρος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κόκκος]] ή [[κομμάτι]] από [[αλάτι]], <i>ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους μεγάλους</i>, κομμάτια από [[αλάτι]] σε μεγάλους κόκκους, σε Ηρόδ.· [[χόνδρος]], απόλ., λέγεται για το [[αλάτι]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> σε πληθ., χοντρά κομμάτια από [[σιτάρι]] ή σίτο, απ' όπου φτιάχνεται ο [[χυλός]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[grain]], [[soft food]] | |woodrun=[[grain]], [[soft food]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=ὁ (=[[σπυρί]], [[σβῶλος]], μαλακό κόκκαλο). Μέ ἀνομοίωση ἀπό τό χρόνδος. | |||
}} | }} |