θερμός: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
mNo edit summary
Line 48: Line 48:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[θέρω]] (=[[ζεσταίνω]]) ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[θερμός]]: [[θερμαίνω]], [[θέρμανσις]], [[θερμαντέος]], [[θερμαντήρ]], [[θερμαντήριος]], [[θερμαντικός]], [[θερμαντός]], [[θερμασία]] (=[[ζέστη]]), [[θερμάστρα]] (=[[καμίνι]]), [[θερμαστρίς]] (=τσιμπίδα γιά τή φωτιά), [[θέρμη]] (=[[πυρετός]]), [[θερμότης]].
|mantxt=Ἀπό τό [[θέρω]] (=[[ζεσταίνω]]) ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[θερμός]]: [[θερμαίνω]], [[θέρμανσις]], [[θερμαντέος]], [[θερμαντήρ]], [[θερμαντήριος]], [[θερμαντικός]], [[θερμαντός]], [[θερμασία]] (=[[ζέστη]]), [[θερμάστρα]] (=[[καμίνι]]), [[θερμαστρίς]] (=τσιμπίδα γιά τή φωτιά), [[θέρμη]] (=[[πυρετός]]), [[θερμότης]].
}}
{{trml
|trtx====[[feverish]]===
Burmese: ဖျား; Catalan: febril; Czech: horečnatý; Danish: febril, febersyg, feberhed, feber-; Dutch: koortsig; French: fiévreux; German: [[fiebrig]], [[febril]], [[fieberhaft]]; Greek: [[εμπύρετος]]; Ancient Greek: [[ἐμπύρετος]], [[θερμός]], [[πυρετώδης]], [[πυρίβλητος]]; Irish: fiabhrasach; Italian: [[febbricoso]]; Latin: [[febriculentus]]; Maori: tūhauwiri; Norwegian Bokmål: febril; Nynorsk: febril; Plautdietsch: feebrich; Portuguese: febril; Spanish: [[febril]]; Welsh: poeth
}}
}}