οπισθοφυλακή: Difference between revisions
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
(29) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>στρ.</b> στρατιωτική [[μονάδα]] με [[αποστολή]] την [[προστασία]] τών νώτων της στρατιωτικής δύναμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φυλακή]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν</i> του Σκαρλάτου Βυζαντίου]. | |mltxt=η<br /><b>στρ.</b> στρατιωτική [[μονάδα]] με [[αποστολή]] την [[προστασία]] τών νώτων της στρατιωτικής δύναμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φυλακή]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν</i> του Σκαρλάτου Βυζαντίου]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[rearguard]]=== | |||
Bulgarian: ариергард; Catalan: rereguarda; Dutch: [[achterhoede]]; Finnish: jälkijoukko; French: [[arrière-garde]]; German: [[Nachhut]]; Greek: [[οπισθοφυλακή]]; Ancient Greek: [[οὐραγία]], [[ὀπισθοφυλακία]], [[ὀπισθοφύλακες]]; Hebrew: מְאַסֵּף; Latvian: arjergards; Macedonian: заштитница; Maori: whakatautopenga, pūmanawa, hiku; Norwegian: baktropp; Polish: ariergarda, straż tylna; Portuguese: [[retaguarda]]; Russian: [[арьергард]]; Spanish: [[retaguardia]], [[rezaga]]; Turkish: artçı, dümdar; Vietnamese: đạo quân hậu tập | |||
}} | }} |
Latest revision as of 20:55, 20 October 2024
Greek Monolingual
η
στρ. στρατιωτική μονάδα με αποστολή την προστασία τών νώτων της στρατιωτικής δύναμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + φυλακή. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Βυζαντίου].
Translations
rearguard
Bulgarian: ариергард; Catalan: rereguarda; Dutch: achterhoede; Finnish: jälkijoukko; French: arrière-garde; German: Nachhut; Greek: οπισθοφυλακή; Ancient Greek: οὐραγία, ὀπισθοφυλακία, ὀπισθοφύλακες; Hebrew: מְאַסֵּף; Latvian: arjergards; Macedonian: заштитница; Maori: whakatautopenga, pūmanawa, hiku; Norwegian: baktropp; Polish: ariergarda, straż tylna; Portuguese: retaguarda; Russian: арьергард; Spanish: retaguardia, rezaga; Turkish: artçı, dümdar; Vietnamese: đạo quân hậu tập