ἀφυής

From LSJ

Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid

Menander, Monostichoi, 316
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφῠής Medium diacritics: ἀφυής Low diacritics: αφυής Capitals: ΑΦΥΗΣ
Transliteration A: aphyḗs Transliteration B: aphyēs Transliteration C: afyis Beta Code: a)fuh/s

English (LSJ)

ἀφυές, acc.
A ἀφυῆ S.Ph.1014 codd.: (φυή):—without natural talent, not clever, dull, opp. εὐφυής, πρός τι Pl.R. 455b; οὐκ ἀφυής = no fool, Id.Lg.832a; ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν = wanting wit for this speculation, Id.Phd.96c; ἐς μάθησιν Democr.85, cf. AP14.62.
2 in good sense, simple, unschooled, S. l.c.
II naturally unsuited, οὐκ ἀφυής πρὸς τὸ φιλοκερδεῖν X.Cyr.1.6.32; of places, ταῖς δυνάμεσι Plb.1.30.7; πρός τι Id.4.38.1 (Sup.). Adv. ἀφυῶς, διακεῖσθαι πρός τι Id.1.88.11; ἀ. ἔχειν πρός τι Arist.IA710a5, Plu.Aem.2: Comp. ἀφυέστερον Anon.Rhythm.Oxy.9. iii 11.
III = δυσφυής (germinating tardily) (as etym. of ἀφύη), Ath.7.324d.

Spanish (DGE)

(ἀφῠής) -ές
I 1falto de capacidad natural, incapaz, inadecuado de pers. οὐκ ἀφυεῖς ὄντας Pl.Lg.832a, cf. R.455b, ἐν τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων ... εὐφυεῖς καὶ ἀφυεῖς Arist.de An.421a25, c. ac. οἱ ... σκληρόσαρκοι ἀφυεῖς τὴν διάνοιαν Arist.de An.421a25, c. prep. y ac. ἐς μάθησιν Democr.B 85, πρὸς ... τὴν σκέψιν Pl.Phd.96c, πρὸς τὸ φυλοκερδεῖν X.Cyr.1.6.32, πρὸς τὴν ... θεραπείαν Isoc.15.131, πρὸς τὸν θάνατον Philostr.VA 7.31, de las serpientes πρὸς τὴν στροφήν Arist.PA 692a6, de un emplazamiento, sup. πρὸς ἀμφότερα ... ἀφυέστατον Plb.4.38.1, c. dat. ἀ. (λόφος) ... ταῖς ἑαυτῶν δυνάμεσιν Plb.1.30.7.
2 simple, tonto, estúpido abs. ψυχή S.Ph.1014, τί ἐστιν οὕτως ἀ. Isoc.12.66, ὦ πάντων ἀνθρώπων ἀφυέστατε Charito 7.6.10.
3 distrófico, atrófico como falsa etim. de ἀφύη: ἀφύαι δ' ὡς ἂν ἀφυεῖς οὖσαι, τουτέστιν δυσφυεῖς Ath.324d.
II adv.
1 ἀφυῶς = inadecuadamente, torpemente ἀ. ἔχειν πρὸς τὴν ... χρῆσιν Arist.IA 710a5, πρὸς οὐδέτερον ἀ. ἔχων Plu.Aem.2, ἀ. διακείμενοι ... πρὸς τὸ πάλιν ἀναλαμβάνειν Plb.1.88.11, ἀ. συνέθετο Δροσέριος Adam.Dial.152.
2 ἀφυέστερον = de manera menos natural χρήσαιτο δ' ἂν καὶ ὁ ἴαμβος τῇ αὐτῇ ταύτῃ λέξει, ἀ. δὲ τοῦ βακχείου el yambo puede emplear ese mismo lenguaje, pero de manera menos natural que el baqueo Aristox.Rhyth.Ox.3.11.

German (Pape)

[Seite 415] ές, ohne Naturanlagen, πρός τι, für etwas, Plat. Phaed. 96 c; οὐκ ἀφυής, talentvoll, Conv. 218 a; Xen. Cyr. 1, 6, 32; Pol. 4. 38 τόπος ἀφυέστατος, unpassend; ταῖς δυνάμεσι 1, 30; ἀφυέστατος τὴν οἰκονομίαν, in Beziehung auf, in, 16, 21; Gegensatz εὐφυής Plat. Rep. V, 455 b; oft geradezu dumm, Isocr.; Soph. Phil. 1014 im guten Sinne, schlicht, Schol. ἄκακον ἀπὸ φύσεως. Auch von körperlicher Schönheit, σῶμα οὐκ ἀφυής Xen. Cyr. 2, 3, 7. – Adv. ἀφυῶς, z. B. διακεῖσθαι πρός τι, nicht geeignet sein wozu, Pol. 1, 88; ebenso ἀφυῶς ἔχειν, Philo.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans dispositions naturelles ; abs. sans talent, incapable, inhabile, sot ; en b. part incapable par nature (de faire le mal, de tromper, etc.);
Cp. ἀφυέστερος, Sp. ἀφυέστατος.
Étymologie: , φύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀφῠής:
1 лишенный дарований, неспособный, непригодный (πρός τι Plat., Plut. и εἴς τι Anth.): οὐκ ἀ. Xen., Plat., Plut. даровитый, одаренный;
2 тупоумный, глупый Isocr., Arst., Anth.;
3 негодный, неподходящий, неудобный (λόφος ταῖς δυνάμεσιν ἀ. Polyb.);
4 маленький (ἰχθύς Luc.);
5 простодушный, бесхитростный Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφυής: ἐς, αἰτ. ἀφυῆ, Σοφ. Φ. 1014 (φυή): ― ὁ στερούμενος φυσικῆς ἱκανότητος, ἤτοι ὑπεροχῆς διανοίας, οὐχὶ ἔξυπνος, ἀδέξιος, ἀντίθετον τῷ εὐφυής, τὸν μὲν εὐφυῆ πρὸς τι εἶναι, τὸν δὲ ἀφυῆ Πλάτ. Πολ. 455Β· οὐκ ἀφ., οὐδόλως μωρός, ὁ αὐτ. Νόμ. 832Α· ἀφ. πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν, ἀνίκανος, ὁ αὐτ. Φαίδων 96C· εἴς τι Ἀνθ. Π. 14. 62· ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἁπλοῦς, ἀπονήρευτος, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. φύσει ἀνεπιτήδειος πρὸς τὸ ποιεῖν τι, πρὸς τὸ φιλοκερδεῖν οὐκ ἀφυεῖς ὄντες Ξεν. Κύρ. 1. 6, 32· ἐπὶ τόπων, κτλ. Πολύβ. 1. 30, 7, κτλ. ― Ἐπίρρ., ἀφυῶς διακεῖσθαι πρός τι ὁ αὐτ. 1. 88, 11· ἀφ. ἔχειν πρός τι Πλουτ. Αἰμίλ. 6. ΙΙΙ. ὁ μὴ αὐξανόμενος, = δυσφυής, Ἀθήν. 324D.

Greek Monolingual

ἀφυής (-οῦς), -ές (Α) φυή
1. ο μη ευφυής, αυτός που δεν έχει φυσική ικανότητα ή διανοητική υπεροχή
2. αδέξιος, ανίκανος
3. αυτός που δεν έχει άρτια σωματική διάπλαση
4. απονήρευτος, άδολος.

Greek Monotonic

ἀφυής: -ές, αιτ. ἀφυῆ, (φυή
1. αυτός που δεν έχει φυσικό ταλέντο, αδέξιος, μη έξυπνος, κουτός, σε Πλάτ.· ἀφυὴς πρός τι, ο εκ φύσεως ακατάλληλος για ένα πράγμα, στον ίδ., Ξεν.
2. απλός, απονήρευτος, σε Σοφ.

Middle Liddell

[φυή]
1. without natural talent, witless, dull, Plat.; ἀφυὴς πρός τι naturally unsuited to a thing, Plat., Xen.
2. simple, unschooled, Soph.

English (Woodhouse)

dull, guileless, incapable, simple, slow, stupid, dull in intellect, of the intelligence, without natural ability, without talent

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

foolish

Albanian: budalla; Arabic: أَحْمَق‎, غَبِيّ‎, سَفِيهٌ‎, مُغَفَّل‎; Armenian: հիմար, տխմար, ապուշ; Asturian: neciu, ñeciu; Azerbaijani: ağılsız, axmaq; Belarusian: дурны; Bengali: মূর্খ; Breton: sod; Bulgarian: неразумен, глупав; Burmese: မိုက်မဲ; Catalan: ximple; Cherokee: ᎤᎸᏓᎴᏍᎩ; Chinese Cantonese: 傻, 笨; Mandarin: 笨, 傻, 蠢, 愚蠢的; Chuukese: tiparoch; Czech: pošetilý, hloupý; Danish: tåbelig, dum; Dutch: onverstandig, dom; Esperanto: malsaĝa, stulta; Estonian: rumal, narr, tobe, loll; Faroese: býttur, býttisligur, óvitskutur, fávitskutur; Finnish: houkkamainen; French: sot, stupide, bête, idiot; Galician: necio; Georgian: სულელი; German: dumm, närrisch, töricht; Gothic: 𐌳𐍅𐌰𐌻𐍃, 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌸𐍃; Greek: ανόητος; Ancient Greek: ἀβέλτερος, ἀδόλεσχος, ἀκαίριος, ἄκαιρος, ἀλίθιος, ἀλιτόφρων, ἀλόγιστος, ἄνοος, ἄνους, ἀπειράγαθος, ἄσοφος, ἀσύφηλος, ἀφραδής, ἄφρενος, ἄφρων, βαβύρτας, εὐήθης, εὐηθικός, ἠλίθιος, κακόβουλος, κακοφραδής, κεπφαττελεβῶδες, κεπφαττελεβώδης, κέπφος, κεπφώδης, κωφός, λαθίφρων, μάταιος, μωρός, νενίηλος, νηπύτιος, νήφρων, φλύαρος, φλυαρώδης; Hebrew: מטופש‎, טיפשי‎; Hindi: मूर्ख; Hungarian: buta; Icelandic: heimskur; Ido: dessaja; Irish: leibideach, díchéillí, aimhghlic; Italian: babbeo, sciocco; Japanese: 愚かな, 馬鹿げた, 馬鹿な; Kabuverdianu: tolobásku; Khmer: ភ្លើ; Korean: 어리석다, 둔하다; Ladino: bovo; Latin: fatuus, stultus, morus, ineptus; Latvian: muļķīgs, dumjš, neprātīgs; Lithuanian: kvailas, neprotingas; Luxembourgish: domm, topeg; Macedonian: глупав; Manx: ommidjagh, blebbinagh, neuhushtagh, meecheeallagh, sou-cheayllagh, bolvaneagh; Maori: manuware, nenekara, rūrūwai, heahea, wawau; Norwegian Bokmål: tåpelig, dum; Oromo: gowwaa; Ottoman Turkish: خفیف‎; Persian: احمق‎, ببو‎; Polish: niemądry, głupi; Portuguese: idiota, tolo; Romanian: prost, tont, nerod; Russian: глупый, дурацкий, дурной, идиотский; Sardinian Campidanese: bovu, bacciloi, lolloi, managu, mengòsu; Logudorese: dòndoro, ménzu, menzosu, bovu; Scottish Gaelic: amaideach, faoin; Serbo-Croatian Cyrillic: будаласт, глуп; Roman: budalast, glup; Sidamo: gowwa; Slovak: pochabý, hlúpy; Slovene: neumen, butast, trapast; Spanish: tonto, necio, imprudente; Swedish: dåraktig, dum; Telugu: మూర్ఖ, పిచ్చి; Thai: โง่; Tocharian A: āknats; Tocharian B: aknātsa; Turkish: ahmak, akılsız, aptalca, enayice, sersem, angut; Ukrainian: дурний; Urdu: مورکھ‎; Vietnamese: dại dột; Volapük: fopik; Yiddish: נאַריש‎