προνωπής: Difference between revisions

m
Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''"
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pronopis
|Transliteration C=pronopis
|Beta Code=pronwph/s
|Beta Code=pronwph/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[stooping forwards]], [[with head inclined]], <b class="b3">στείχει π</b>., of one in deep grief, <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>186</span>; <b class="b3">π. ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ</b>, of one dying, ib.<span class="bibl">143</span>; <b class="b3">π. λαβεῖν</b> to take her [[as she fell fainting forward]], of the ministers of the altar taking up lphigenia, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>234</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., [[inclined]], [[ready]], ἄγαν π. ἐς τὸ λοιδορεῖν φέρῃ <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>729</span>. (Cf. [[νωπέομαι]].) </span>
|Definition=προνωπές,<br><span class="bld">A</span> [[stooping forwards]], [[with head inclined]], <b class="b3">στείχει π.</b>, of one in deep grief, [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''186; <b class="b3">π. ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ</b>, of one dying, ib.143; <b class="b3">π. λαβεῖν</b> to take her [[as she fell fainting forward]], of the ministers of the altar taking up lphigenia, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''234 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> metaph., [[inclined]], [[ready]], ἄγαν π. ἐς τὸ λοιδορεῖν φέρῃ [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''729. (Cf. [[νωπέομαι]].)  
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] ές, = [[πρηνής]] (vielleicht von πρόὤψ, eigtl. mit vorwärts gekehrtem Gesichte, den Kopf voran), vorüber od. vorwärts gebogen; προνωπῆ [[λαβεῖν]] [[ἀέρδην]], Aesch. Ag. 226, hochgehoben vorwärts reißen; übertr., geneigt, [[ἄγαν]] προνωπὴς εἰς τὸ λοιδορεῖν, Eur. Andr. 730; u. absolut, [[ἤδη]] [[προνωπής]] ἐστι (sc. εἰς τὸ [[θανεῖν]]) καὶ ψυχοῤῥαγεῖ, Alc. 141, sie neigt sich schon zum Ende und ringt mit dem Tode.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0736.png Seite 736]] ές, = [[πρηνής]] (vielleicht von πρόὤψ, eigtl. mit vorwärts gekehrtem Gesichte, den Kopf voran), vorüber od. vorwärts gebogen; προνωπῆ [[λαβεῖν]] [[ἀέρδην]], Aesch. Ag. 226, hochgehoben vorwärts reißen; übertr., geneigt, [[ἄγαν]] προνωπὴς εἰς τὸ λοιδορεῖν, Eur. Andr. 730; u. absolut, [[ἤδη]] [[προνωπής]] ἐστι (''[[sc.]]'' εἰς τὸ [[θανεῖν]]) καὶ ψυχοῤῥαγεῖ, Alc. 141, sie neigt sich schon zum Ende und ringt mit dem Tode.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a la tête penchée <i>ou</i> baissée.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πρηνής]], [[ὤψ]].
}}
{{elnl
|elnltext=προνωπής -ές &#91;[[πρό]], [[νωπέομαι]]] voorovergebogen; overdr. geneigd:. προνωπὴς ἐς τὸ λοιδορεῖν geneigd tot schelden Eur. Andr. 729.
}}
{{elru
|elrutext='''προνωπής:'''<br /><b class="num">1</b> [[наклонившийся вперед]]: προνωπῆ [[λαβεῖν]] [[ἀέρδην]] Aesch. поднять склонившуюся (беспомощно Ифигению); [[ἤδη]] π. ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ Eur. (Алкестида) уже склонилась и умирает;<br /><b class="num">2</b> [[склонный]] (ἐς τὸ λοιδορεῖν Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προνωπής''': -ές, = [[πρηνής]], Λατ. pronus, στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῦσα δεμνίων, περὶ τῆς Ἀλκήστιδος, Εὐρ. Ἄλκ. 186· ἤδη [[προνωπής]] ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀποθνήσκοντος, [[αὐτόθι]] 143· προνωπῆ λαβεῖν, λαβεῖν αὐτὴν προνενευκυῖαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 234. 2) μεταφορ., ἔχων κλίσιν εἴς τι, [[ἐπιρρεπής]], [[ἄγαν]] πρ. ἐς τὸ λοιδορεῖν φέρει Εὐρ. Ἀνδρ. 729. ― (Πιθανῶς ἐκ τῆς πρὸ προθ. καὶ τοῦ ὤψ, μὲ τὸ [[πρόσωπον]] πρὸς τὰ ἐμπρός· τὸ δὲ ν εὕρηται καὶ ἐν τῷ πρηνής, pro-nus). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προνωπής]]· προτεταμένος. προνενευκώς. οἱ δὲ [[προπετής]], ἕτοιμος, [[πρόχειρος]]». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 301.
|lstext='''προνωπής''': -ές, = [[πρηνής]], Λατ. pronus, στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῦσα δεμνίων, περὶ τῆς Ἀλκήστιδος, Εὐρ. Ἄλκ. 186· ἤδη [[προνωπής]] ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀποθνήσκοντος, [[αὐτόθι]] 143· προνωπῆ λαβεῖν, λαβεῖν αὐτὴν προνενευκυῖαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 234. 2) μεταφορ., ἔχων κλίσιν εἴς τι, [[ἐπιρρεπής]], [[ἄγαν]] πρ. ἐς τὸ λοιδορεῖν φέρει Εὐρ. Ἀνδρ. 729. ― (Πιθανῶς ἐκ τῆς πρὸ προθ. καὶ τοῦ ὤψ, μὲ τὸ [[πρόσωπον]] πρὸς τὰ ἐμπρός· τὸ δὲ ν εὕρηται καὶ ἐν τῷ πρηνής, pro-nus). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προνωπής]]· προτεταμένος. προνενευκώς. οἱ δὲ [[προπετής]], ἕτοιμος, [[πρόχειρος]]». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 301.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a la tête penchée <i>ou</i> baissée.<br />'''Étymologie:''' cf. [[πρηνής]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> [[σκυφτός]] [[προς]] τα [[εμπρός]], με το [[κεφάλι]] γυρτό [[προς]] τα [[κάτω]] (α. [σε [[περιγραφή]] βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῦσα δεμνίων», <b>Ευρ.</b><br />β) [σε [[περιγραφή]] ετοιμοθάνατου] «[[προνωπής]] ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», <b>Ευρ.</b><br />γ) [σε [[περιγραφή]] λιποθυμίας] «ὕπερθε βωμοῦ πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ προνωπῆ λαβεῖν [[ἀέρδην]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[τάση]] σε [[κάτι]] («[[ἄγαν]] προνωπὴς είς τὸ λοιδορεῖν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με το, [[επίσης]] αβέβαιης ετυμολ., ρ. [[νωπέομαι]] «[[γίνομαι]] [[κατηφής]]», ενώ η [[σύνδεση]] με τη λ. [[νάπη]] «[[δασώδης]] [[κοιλάδα]], [[φαράγγι]]» δεν θεωρείται πιθανή [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Η λ. έχει διαφορετική σημ. από τον συγγενή φωνολογικά τ. [[προνώπιος]]. Μπορεί, όμως, να υποθέσει [[κανείς]] ότι από το επίθ. [[προνωπής]] προήλθε ένα παρ. επίθ. [[προνώπιος]], το οποίο δέχθηκε τη σημασιολογική [[επίδραση]] της λ. [[ἐνώπιος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[προνώπιος]])].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> [[σκυφτός]] [[προς]] τα [[εμπρός]], με το [[κεφάλι]] γυρτό [[προς]] τα [[κάτω]] (α. [σε [[περιγραφή]] βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῦσα δεμνίων», <b>Ευρ.</b><br />β) [σε [[περιγραφή]] ετοιμοθάνατου] «[[προνωπής]] ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ», <b>Ευρ.</b><br />γ) [σε [[περιγραφή]] λιποθυμίας] «ὕπερθε βωμοῦ πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ προνωπῆ λαβεῖν [[ἀέρδην]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[τάση]] σε [[κάτι]] («[[ἄγαν]] προνωπὴς είς τὸ λοιδορεῖν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με το, [[επίσης]] αβέβαιης ετυμολ., ρ. [[νωπέομαι]] «[[γίνομαι]] [[κατηφής]]», ενώ η [[σύνδεση]] με τη λ. [[νάπη]] «[[δασώδης]] [[κοιλάδα]], [[φαράγγι]]» δεν θεωρείται πιθανή [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Η λ. έχει διαφορετική σημ. από τον συγγενή φωνολογικά τ. [[προνώπιος]]. Μπορεί, όμως, να υποθέσει [[κανείς]] ότι από το επίθ. [[προνωπής]] προήλθε ένα παρ. επίθ. [[προνώπιος]], το οποίο δέχθηκε τη σημασιολογική [[επίδραση]] της λ. [[ἐνώπιος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[προνώπιος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προνωπής:''' -ές ([[πρό]], ὤψ, με το <i>ν</i> να παρεμβάλλεται),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που σκύβει προς τα [[εμπρός]], αυτός που έχει το [[κεφάλι]] γερμένο, Λατ. [[pronus]], στείχει [[προνωπής]], λέγεται για κάποιον σε [[βαθιά]] [[κατάθλιψη]], σε Ευρ.· [[προνωπής]] ἐστι, λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, στον ίδ.· ομοίως, προνωπὴς [[λαβεῖν]], την κράτησε [[καθώς]] έπεφτε λιπόθυμη προς τα [[εμπρός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κυρτός]], [[επιρρεπής]], [[έτοιμος]], [[πρόχειρος]], <i>προνωπὴς ἐς τὸ λοιδορεῖν</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''προνωπής:''' -ές ([[πρό]], ὤψ, με το <i>ν</i> να παρεμβάλλεται),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που σκύβει προς τα [[εμπρός]], αυτός που έχει το [[κεφάλι]] γερμένο, Λατ. [[pronus]], στείχει [[προνωπής]], λέγεται για κάποιον σε [[βαθιά]] [[κατάθλιψη]], σε Ευρ.· [[προνωπής]] ἐστι, λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, στον ίδ.· ομοίως, προνωπὴς [[λαβεῖν]], την κράτησε [[καθώς]] έπεφτε λιπόθυμη προς τα [[εμπρός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κυρτός]], [[επιρρεπής]], [[έτοιμος]], [[πρόχειρος]], <i>προνωπὴς ἐς τὸ λοιδορεῖν</i>, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=προνωπής -ές [πρό, νωπέομαι] voorovergebogen; overdr. geneigd:. προνωπὴς ἐς τὸ λοιδορεῖν geneigd tot schelden Eur. Andr. 729.
}}
{{elru
|elrutext='''προνωπής:'''<br /><b class="num">1)</b> наклонившийся вперед: προνωπῆ [[λαβεῖν]] [[ἀέρδην]] Aesch. поднять склонившуюся (беспомощно Ифигению); [[ἤδη]] π. ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ Eur. (Алкестида) уже склонилась и умирает;<br /><b class="num">2)</b> склонный (ἐς τὸ λοιδορεῖν Eur.).
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">inclined, bending forward, downcast, weak</b> (A., E.; on the meaning Muller Mnem. 55, 101 ff.).<br />Derivatives: Beside it [[προνώπιος]] <b class="b2">outside, in front of the house</b>, [[τὰ]] προνωπής <b class="b3">-ια</b>, <b class="b3">-τὸ</b> προνωπής <b class="b3">-ιον</b> [[front]], [[facade of a house]] (E.), [[ἥρωες]] προνωπής <b class="b3">-ιοι</b> [[Lares compitales]] (D.H.); [[νωπέομαι]] (s.v.) with [[νενώπηται]].<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: To [[νωπέομαι]] cf. [[πωλέομαι]], [[ὠθέω]]; so prob. deverbative. From it perhaps, with verbal 2. member, [[προνωπής]], [[προνώπιος]]. But [[προνώπια]] reminds strongly of the synonymous [[ἐνώπια]]; therefore with Eust., Bechtel Lex. s. [[νάπη]] and Ehrlich Betonung 126f. from <b class="b3">*προ-ενώπια</b> or only semantic assimilation? (Frisk suggest that [[προνωπής]] and [[νωπέομαι]], which cannot be connected with [[ἐνώπιος]], can be connected with [[νάπη]] [[woodland vale]], [[glen]] (Bq, Bechtel [[l.c.]]) with ablaut as in [[κώπη]] : [[κάπτω]], which I strongly reject.)
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[inclined]], [[bending forward]], [[downcast]], [[weak]] (A., E.; on the meaning Muller Mnem. 55, 101 ff.).<br />Derivatives: Beside it [[προνώπιος]] [[outside]], [[in front of the house]], [[τὰ]] προνωπής <b class="b3">-ια</b>, <b class="b3">-τὸ</b> προνωπής <b class="b3">-ιον</b> [[front]], [[facade of a house]] (E.), [[ἥρωες]] προνωπής <b class="b3">-ιοι</b> [[Lares compitales]] (D.H.); [[νωπέομαι]] (s.v.) with [[νενώπηται]].<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: To [[νωπέομαι]] cf. [[πωλέομαι]], [[ὠθέω]]; so prob. deverbative. From it perhaps, with verbal 2. member, [[προνωπής]], [[προνώπιος]]. But [[προνώπια]] reminds strongly of the synonymous [[ἐνώπια]]; therefore with Eust., Bechtel Lex. s. [[νάπη]] and Ehrlich Betonung 126f. from <b class="b3">*προ-ενώπια</b> or only semantic assimilation? (Frisk suggest that [[προνωπής]] and [[νωπέομαι]], which cannot be connected with [[ἐνώπιος]], can be connected with [[νάπη]] [[woodland vale]], [[glen]] (Bq, Bechtel [[l.c.]]) with ablaut as in [[κώπη]]: [[κάπτω]], which I strongly reject.)
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''προνωπής''': {pronōpḗs}<br />'''Meaning''': [[vorwärts gebeugt]], [[geneigt]], [[niedergeschlagen]], [[schwach]] (A., E.; zur Bed. Muller Mnem. 55, 101 ff.).<br />'''Derivative''': Daneben [[προνώπιος]] [[außerhalb]], [[vor dem Hause befindlich]], τὰ ~ -ια, -τὸ ~ -ιον [[Vorhalle]], [[Fassade eines Hauses]] (E.), ἥρωες ~ -ιοι [[Lares compitales]] (D.H.); [[νωπέομαι]] (s.d.) mit νενώπηται.<br />'''Etymology''' : Zu [[νωπέομαι]] vgl. [[πωλέομαι]], [[ὠθέω]]; somit wohl deverbativ. Davon vielleicht, mit verbalem Hinterglied, [[προνωπής]], [[προνώπιος]]. Aber [[προνώπια]] erinnert auffallend an das synonyme [[ἐνώπια]]; also mit Eust., Bechtel Lex. s. [[νάπη]] und Ehrlich Betonung 126f. aus *προενώπια oder nur semantische Angleichung? Für [[προνωπής]] und [[νωπέομαι]], die sich mit [[ἐνώπιος]] nicht verbinden lassen, ist Anschluß an [[νάπη]] [[Talgrund]] (Bq, Bechtel a.O.) allenfalls möglich (Ablaut wie [[κώπη]] : [[κάπτω]]), führt aber nicht weiter.<br />'''Page''' 2,600
|ftr='''προνωπής''': {pronōpḗs}<br />'''Meaning''': [[vorwärts gebeugt]], [[geneigt]], [[niedergeschlagen]], [[schwach]] (A., E.; zur Bed. Muller Mnem. 55, 101 ff.).<br />'''Derivative''': Daneben [[προνώπιος]] [[außerhalb]], [[vor dem Hause befindlich]], τὰ ~ -ια, -τὸ ~ -ιον [[Vorhalle]], [[Fassade eines Hauses]] (E.), ἥρωες ~ -ιοι [[Lares compitales]] (D.H.); [[νωπέομαι]] (s.d.) mit νενώπηται.<br />'''Etymology''': Zu [[νωπέομαι]] vgl. [[πωλέομαι]], [[ὠθέω]]; somit wohl deverbativ. Davon vielleicht, mit verbalem Hinterglied, [[προνωπής]], [[προνώπιος]]. Aber [[προνώπια]] erinnert auffallend an das synonyme [[ἐνώπια]]; also mit Eust., Bechtel Lex. s. [[νάπη]] und Ehrlich Betonung 126f. aus *προενώπια oder nur semantische Angleichung? Für [[προνωπής]] und [[νωπέομαι]], die sich mit [[ἐνώπιος]] nicht verbinden lassen, ist Anschluß an [[νάπη]] [[Talgrund]] (Bq, Bechtel a.O.) allenfalls möglich (Ablaut wie [[κώπη]]: [[κάπτω]]), führt aber nicht weiter.<br />'''Page''' 2,600
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[inclined to]], [[stooping]], [[bent with age]], [[stooping with age]]
|woodrun=[[inclined to]], [[stooping]], [[bent with age]], [[stooping with age]]
}}
}}