προνωπής

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προνωπής Medium diacritics: προνωπής Low diacritics: προνωπής Capitals: ΠΡΟΝΩΠΗΣ
Transliteration A: pronōpḗs Transliteration B: pronōpēs Transliteration C: pronopis Beta Code: pronwph/s

English (LSJ)

προνωπές,
A stooping forwards, with head inclined, στείχει π., of one in deep grief, E.Alc.186; π. ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ, of one dying, ib.143; π. λαβεῖν to take her as she fell fainting forward, of the ministers of the altar taking up lphigenia, A.Ag.234 (lyr.).
2 metaph., inclined, ready, ἄγαν π. ἐς τὸ λοιδορεῖν φέρῃ E.Andr.729. (Cf. νωπέομαι.)

German (Pape)

[Seite 736] ές, = πρηνής (vielleicht von πρόὤψ, eigtl. mit vorwärts gekehrtem Gesichte, den Kopf voran), vorüber od. vorwärts gebogen; προνωπῆ λαβεῖν ἀέρδην, Aesch. Ag. 226, hochgehoben vorwärts reißen; übertr., geneigt, ἄγαν προνωπὴς εἰς τὸ λοιδορεῖν, Eur. Andr. 730; u. absolut, ἤδη προνωπής ἐστι (sc. εἰς τὸ θανεῖν) καὶ ψυχοῤῥαγεῖ, Alc. 141, sie neigt sich schon zum Ende und ringt mit dem Tode.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a la tête penchée ou baissée.
Étymologie: cf. πρηνής, ὤψ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προνωπής -ές [πρό, νωπέομαι] voorovergebogen; overdr. geneigd:. προνωπὴς ἐς τὸ λοιδορεῖν geneigd tot schelden Eur. Andr. 729.

Russian (Dvoretsky)

προνωπής:
1 наклонившийся вперед: προνωπῆ λαβεῖν ἀέρδην Aesch. поднять склонившуюся (беспомощно Ифигению); ἤδη π. ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ Eur. (Алкестида) уже склонилась и умирает;
2 склонный (ἐς τὸ λοιδορεῖν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

προνωπής: -ές, = πρηνής, Λατ. pronus, στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῦσα δεμνίων, περὶ τῆς Ἀλκήστιδος, Εὐρ. Ἄλκ. 186· ἤδη προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀποθνήσκοντος, αὐτόθι 143· προνωπῆ λαβεῖν, λαβεῖν αὐτὴν προνενευκυῖαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 234. 2) μεταφορ., ἔχων κλίσιν εἴς τι, ἐπιρρεπής, ἄγαν πρ. ἐς τὸ λοιδορεῖν φέρει Εὐρ. Ἀνδρ. 729. ― (Πιθανῶς ἐκ τῆς πρὸ προθ. καὶ τοῦ ὤψ, μὲ τὸ πρόσωπον πρὸς τὰ ἐμπρός· τὸ δὲ ν εὕρηται καὶ ἐν τῷ πρηνής, pro-nus). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προνωπής· προτεταμένος. προνενευκώς. οἱ δὲ προπετής, ἕτοιμος, πρόχειρος». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 301.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῦσα δεμνίων», Ευρ.
β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῖ», Ευρ.
γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε βωμοῦ πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ προνωπῆ λαβεῖν ἀέρδην», Αισχύλ.)
2. αυτός που έχει τάση σε κάτιἄγαν προνωπὴς είς τὸ λοιδορεῖν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με το, επίσης αβέβαιης ετυμολ., ρ. νωπέομαι «γίνομαι κατηφής», ενώ η σύνδεση με τη λ. νάπη «δασώδης κοιλάδα, φαράγγι» δεν θεωρείται πιθανή ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη. Η λ. έχει διαφορετική σημ. από τον συγγενή φωνολογικά τ. προνώπιος. Μπορεί, όμως, να υποθέσει κανείς ότι από το επίθ. προνωπής προήλθε ένα παρ. επίθ. προνώπιος, το οποίο δέχθηκε τη σημασιολογική επίδραση της λ. ἐνώπιος (βλ. και λ. προνώπιος)].

Greek Monotonic

προνωπής: -ές (πρό, ὤψ, με το ν να παρεμβάλλεται),
1. αυτός που σκύβει προς τα εμπρός, αυτός που έχει το κεφάλι γερμένο, Λατ. pronus, στείχει προνωπής, λέγεται για κάποιον σε βαθιά κατάθλιψη, σε Ευρ.· προνωπής ἐστι, λέγεται για κάποιον που πεθαίνει, στον ίδ.· ομοίως, προνωπὴς λαβεῖν, την κράτησε καθώς έπεφτε λιπόθυμη προς τα εμπρός, σε Αισχύλ.
2. μεταφ., κυρτός, επιρρεπής, έτοιμος, πρόχειρος, προνωπὴς ἐς τὸ λοιδορεῖν, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: inclined, bending forward, downcast, weak (A., E.; on the meaning Muller Mnem. 55, 101 ff.).
Derivatives: Beside it προνώπιος outside, in front of the house, τὰ προνωπής -ια, -τὸ προνωπής -ιον front, facade of a house (E.), ἥρωες προνωπής -ιοι Lares compitales (D.H.); νωπέομαι (s.v.) with νενώπηται.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: To νωπέομαι cf. πωλέομαι, ὠθέω; so prob. deverbative. From it perhaps, with verbal 2. member, προνωπής, προνώπιος. But προνώπια reminds strongly of the synonymous ἐνώπια; therefore with Eust., Bechtel Lex. s. νάπη and Ehrlich Betonung 126f. from *προ-ενώπια or only semantic assimilation? (Frisk suggest that προνωπής and νωπέομαι, which cannot be connected with ἐνώπιος, can be connected with νάπη woodland vale, glen (Bq, Bechtel l.c.) with ablaut as in κώπη: κάπτω, which I strongly reject.)

Middle Liddell

προ-νωπής, ές [πρό, ὤψ, with ν inserted]
1. stooping forwards, with head inclined, Lat. pronus, στείχει πρ., of one in deep grief, Eur.; πρ. ἐστι, of one dying, Eur.; so, πρ. λαβεῖν to take her as she fell fainting forward, Aesch.
2. metaph. inclined, ready, πρ. ἐς τὸ λοιδορεῖν Eur.

Frisk Etymology German

προνωπής: {pronōpḗs}
Meaning: vorwärts gebeugt, geneigt, niedergeschlagen, schwach (A., E.; zur Bed. Muller Mnem. 55, 101 ff.).
Derivative: Daneben προνώπιος außerhalb, vor dem Hause befindlich, τὰ ~ -ια, -τὸ ~ -ιον Vorhalle, Fassade eines Hauses (E.), ἥρωες ~ -ιοι Lares compitales (D.H.); νωπέομαι (s.d.) mit νενώπηται.
Etymology: Zu νωπέομαι vgl. πωλέομαι, ὠθέω; somit wohl deverbativ. Davon vielleicht, mit verbalem Hinterglied, προνωπής, προνώπιος. Aber προνώπια erinnert auffallend an das synonyme ἐνώπια; also mit Eust., Bechtel Lex. s. νάπη und Ehrlich Betonung 126f. aus *προενώπια oder nur semantische Angleichung? Für προνωπής und νωπέομαι, die sich mit ἐνώπιος nicht verbinden lassen, ist Anschluß an νάπη Talgrund (Bq, Bechtel a.O.) allenfalls möglich (Ablaut wie κώπη: κάπτω), führt aber nicht weiter.
Page 2,600

English (Woodhouse)

inclined to, stooping, bent with age, stooping with age

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)