πλημμελής: Difference between revisions

m
Text replacement - "Uebh." to "Übh."
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plimmelis
|Transliteration C=plimmelis
|Beta Code=plhmmelh/s
|Beta Code=plhmmelh/s
|Definition=ές, (πλήν, μέλος) prop. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[out of tune]], opp. [[ἐμμελής]], but in usage, metaph., [[faulty]], [[erring]], ὁ ἀκράτως… π. καὶ κακός <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>731d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[wrongful]], [[outrageous]], ἤν τι π. σε δρᾷ <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1085</span>; μὴ τί π. πάθῃς; <span class="bibl">Id.<span class="title">Med.</span>306</span>; [[ἐάν]] τι πάθωμεν π. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>451b</span>; λίαν πλημμελὲς ἂν εἴη <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1099b24</span>, cf. <span class="bibl">Democr.181</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cri.</span>43b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sph.</span>243a</span>: Sup., ἀμαθίαι -έσταται <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>689b</span>. Adv. <b class="b3">-λῶς</b> ib.<span class="bibl">793c</span>; κινούμενον π. καὶ ἀτάκτως [[wrongly]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ti.</span>30a</span>.</span>
|Definition=πλημμελές, ([[πλήν]], [[μέλος]]) prop.<br><span class="bld">A</span> [[out of tune]], opp. [[ἐμμελής]], but in usage, metaph., [[faulty]], [[erring]], ὁ ἀκράτως… π. καὶ κακός [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''731d.<br><span class="bld">2</span> [[wrongful]], [[outrageous]], ἤν τι π. σε δρᾷ E.''Hel.''1085; μὴ τί π. πάθῃς; Id.''Med.''306; [[ἐάν]] τι πάθωμεν π. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 451b; λίαν πλημμελὲς ἂν εἴη [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1099b24, cf. Democr.181, Pl.''Cri.''43b, ''Sph.''243a: Sup., ἀμαθίαι πλημμελέσταται Id.''Lg.''689b. Adv. [[πλημμελῶς]] ib.793c; κινούμενον [[πλημμελῶς]] καὶ [[ἀτάκτως]] [[wrongly]], Id.''Ti.''30a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] ές, eigtl. gegen die Tonweise, bes. beim Singen fehlend, falsch singend, im Ggstz von [[ἐμμελής]]. – Uebh. [[fehlend]], [[sich vergehend]]; ἤν τι πλημμελές σε δρᾷ, Eur. Hel. 1085, vgl. Med. 306; χαλεπὸν καὶ πλημμελὲς ἐπιτιμᾷν, Plat. Soph. 243 a; καὶ κακόν, Legg. V, 731 e, u. öfter; κινούμενον πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως, Tim. 30 a, u. öfter; παρὰ τοὺς νόμους, Din. 1, 61; Dem. u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0633.png Seite 633]] ές, eigtl. gegen die Tonweise, bes. beim Singen fehlend, falsch singend, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἐμμελής]]. – Übh. [[fehlend]], [[sich vergehend]]; ἤν τι πλημμελές σε δρᾷ, Eur. Hel. 1085, vgl. Med. 306; χαλεπὸν καὶ πλημμελὲς ἐπιτιμᾷν, Plat. Soph. 243 a; καὶ κακόν, Legg. V, 731 e, u. öfter; κινούμενον πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως, Tim. 30 a, u. öfter; παρὰ τοὺς νόμους, Din. 1, 61; Dem. u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>propr.</i> qui est <i>ou</i> fait une fausse note ; contraire à la règle, défectueux, mauvais ; πλημμελὴς [[βίος]] PLUT vie désordonnée.<br />'''Étymologie:''' [[πλήν]], [[μέλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλημμελής -ές &#91;[[πλήν]], [[μέλος]]] van pers. vals, slecht:. τῷ... ἀπαραμυθήτως πλημμελεῖ καὶ κακῷ degene die onverbeterlijk vals en slecht is Plat. Lg. 731d. van zaken verkeerd, fout:. μὴ τί πλημμελὲς παθῇς; welk onrecht (ben je bang) te ondergaan? Eur. Med. 306; ἤν... τι πλημμελές σε δρᾷ als hij tegen jou een misstap begaat Eur. Hel. 1085.
}}
{{elru
|elrutext='''πλημμελής:'''<br /><b class="num">1</b> [[неправильно поступающий]], [[непорядочный]] (π. καὶ [[κακός]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[дурной]], [[плохой]] ([[βίος]] Plut.): [[ἐάν]] τι πάθωμεν πλημμελές Plat. если с нами случится какая-л. неприятность; πλημμελὲς ἂν εἴη ἀγανακτεῖν τηλικοῦτον [[ὄντα]], εἰ [[δεῖ]] [[ἤδη]] τελευτᾶν Plat. было бы недостойно в таком возрасте роптать на то, что приходится уже умирать.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλημμελής''': -ές, ([[πλήν]], [[μέλος]]) [[κυρίως]] ὁ παρὰ τὸ [[μέλος]], παράχορδος ἢ ἐν παραφωνίᾳ, ἀντίθετ. τῷ [[ἐμμελής]], πρβλ. [[πλημμέλεια]]. ΙΙ. μεταφορ., ὁ ἐν παραφωνίᾳ ὤν, ἐσφαλμένος, πεπλανημένος, ὁ [[ἀκράτως]]... πλ. καὶ κακὸς Πλάτ. Νόμ. 731D· [[λίαν]] πλημμελὲς ἂν εἴη Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 9, 6. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[δυσάρεστος]], ἤν τι πλ. σε δρᾷ Εὐρ. Ἑλ. 1091· μή τι πλ. πάθῃς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 306· ἐάν τι πάθωμεν πλ. Πλάτ. Πολ. 451B· πλ. ἂν εἴη ἀγανακτεῖν ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 43B, πρβλ. Σοφ. 243A· ― ὑπερθ., -έστατος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 689B. ― Ἐπίρρ. -λῶς, [[αὐτόθι]] 793C· πλ. καὶ ἀτάκτως ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 30A.
|lstext='''πλημμελής''': -ές, ([[πλήν]], [[μέλος]]) [[κυρίως]] ὁ παρὰ τὸ [[μέλος]], παράχορδος ἢ ἐν παραφωνίᾳ, ἀντίθετ. τῷ [[ἐμμελής]], πρβλ. [[πλημμέλεια]]. ΙΙ. μεταφορ., ὁ ἐν παραφωνίᾳ ὤν, ἐσφαλμένος, πεπλανημένος, ὁ [[ἀκράτως]]... πλ. καὶ κακὸς Πλάτ. Νόμ. 731D· [[λίαν]] πλημμελὲς ἂν εἴη Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 9, 6. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[δυσάρεστος]], ἤν τι πλ. σε δρᾷ Εὐρ. Ἑλ. 1091· μή τι πλ. πάθῃς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 306· ἐάν τι πάθωμεν πλ. Πλάτ. Πολ. 451B· πλ. ἂν εἴη ἀγανακτεῖν ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 43B, πρβλ. Σοφ. 243A· ― ὑπερθ., -έστατος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 689B. ― Ἐπίρρ. -λῶς, [[αὐτόθι]] 793C· πλ. καὶ ἀτάκτως ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 30A.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>propr.</i> qui est <i>ou</i> fait une fausse note ; contraire à la règle, défectueux, mauvais ; πλημμελὴς [[βίος]] PLUT vie désordonnée.<br />'''Étymologie:''' [[πλήν]], [[μέλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελλιπής]] (α. «[[πλημμελής]] [[εργασία]]» β. «[[πλημμελής]] [[εκτέλεση]] καθήκοντος»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράφωνος]]<br /><b>2.</b> λαθεμένος, [[ελαττωματικός]]<br /><b>3.</b> [[δυσάρεστος]], [[προσβλητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πλημμελώς]] / <i>πλημμελῶς</i>, ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ. <span style="color: red;"><</span> [[πλήν]] <span style="color: red;">+</span> [[μέλος]] «[[άσμα]], ωδή» (<b>πρβλ.</b> <i>εμ</i>-[[μελής]]), η οποία δήλωνε αρχικά τον παράφωνο και στη [[συνέχεια]] διευρύνθηκε σημασιολογικά παίρνοντας τη σημ. «αυτός που διαπράττει [[σφάλμα]], [[λανθασμένος]], [[ελαττωματικός]]»].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελλιπής]] (α. «[[πλημμελής]] [[εργασία]]» β. «[[πλημμελής]] [[εκτέλεση]] καθήκοντος»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παράφωνος]]<br /><b>2.</b> λαθεμένος, [[ελαττωματικός]]<br /><b>3.</b> [[δυσάρεστος]], [[προσβλητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πλημμελώς]] / <i>πλημμελῶς</i>, ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ. <span style="color: red;"><</span> [[πλήν]] <span style="color: red;">+</span> [[μέλος]] «[[άσμα]], ωδή» ([[πρβλ]]. [[εμμελής]]), η οποία δήλωνε αρχικά τον παράφωνο και στη [[συνέχεια]] διευρύνθηκε σημασιολογικά παίρνοντας τη σημ. «αυτός που διαπράττει [[σφάλμα]], [[λανθασμένος]], [[ελαττωματικός]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλημμελής:''' -ές ([[πλήν]], [[μέλος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από τη [[μελωδία]], αντίθ. προς το [[ἐμμελής]].<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., αυτός που βρίσκεται σε [[παραφωνία]], [[εσφαλμένος]], παραπλανημένος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[δυσάρεστος]], [[ασύμφωνος]], μη [[χαρούμενος]], <i>πλημμελές τι δρᾶν παθέω</i>, σε Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''πλημμελής:''' -ές ([[πλήν]], [[μέλος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από τη [[μελωδία]], αντίθ. προς το [[ἐμμελής]].<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., αυτός που βρίσκεται σε [[παραφωνία]], [[εσφαλμένος]], παραπλανημένος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[δυσάρεστος]], [[ασύμφωνος]], μη [[χαρούμενος]], <i>πλημμελές τι δρᾶν παθέω</i>, σε Ευρ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=πλημμελής -ές [πλήν, μέλος] van pers. vals, slecht:. τῷ... ἀπαραμυθήτως πλημμελεῖ καὶ κακῷ degene die onverbeterlijk vals en slecht is Plat. Lg. 731d. van zaken verkeerd, fout:. μὴ τί πλημμελὲς παθῇς; welk onrecht (ben je bang) te ondergaan? Eur. Med. 306; ἤν... τι πλημμελές σε δρᾷ als hij tegen jou een misstap begaat Eur. Hel. 1085.
}}
{{elru
|elrutext='''πλημμελής:'''<br /><b class="num">1)</b> неправильно поступающий, непорядочный (π. καὶ [[κακός]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> дурной, плохой ([[βίος]] Plut.): [[ἐάν]] τι πάθωμεν πλημμελές Plat. если с нами случится какая-л. неприятность; πλημμελὲς ἂν εἴη ἀγανακτεῖν τηλικοῦτον [[ὄντα]], εἰ [[δεῖ]] [[ἤδη]] τελευτᾶν Plat. было бы недостойно в таком возрасте роптать на то, что приходится уже умирать.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj. (comp.).<br />Meaning: <b class="b2">faulty, full of error, unrighteous</b> (Democr., Att.)<br />Derivatives: <b class="b3">πλημμελ-έω</b> <b class="b2">to fail, to commit an offence</b>, <b class="b3">-εια</b> f. <b class="b2">fault, offence, mistake.</b> (Att.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Prop., "(standing) beside (ouside) the [[μέλος]], the melody, missing the [[μέλος]]"; opposite [[ἐμμελής]]. -- Cf. [[πλήν]] and [[μέλος]].
|etymtx=Grammatical information: adj. (comp.).<br />Meaning: [[faulty]], [[full of error]], [[unrighteous]] (Democr., Att.)<br />Derivatives: [[πλημμελέω]] to [[fail]], to [[commit an offence]], <b class="b3">-εια</b> f. [[fault]], [[offence]], [[mistake]]. (Att.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Prop., "(standing) beside (ouside) the [[μέλος]], the melody, missing the [[μέλος]]"; opposite [[ἐμμελής]]. -- Cf. [[πλήν]] and [[μέλος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''πλημμελής''': {plēmmelḗs}<br />'''Meaning''': [[fehlerhaft]], [[voll Versehen]], [[ungerecht]] (Demokr., att.)<br />'''Derivative''': mit [[πλημμελέω]] [[fehlen]], [[sich vergehen]], -εια f. ‘Fehler, Vergehen, Irrtum.’ (att.).<br />'''Etymology''' : Eig., "außer dem [[μέλος]], der Tonweise stehend, das [[μέλος]] verfehlend"; Gegensatz [[ἐμμελής]]. — Vgl. [[πλήν]] und [[μέλος]].<br />'''Page''' 2,560
|ftr='''πλημμελής''': {plēmmelḗs}<br />'''Meaning''': [[fehlerhaft]], [[voll Versehen]], [[ungerecht]] (Demokr., att.)<br />'''Derivative''': mit [[πλημμελέω]] [[fehlen]], [[sich vergehen]], -εια f. ‘Fehler, Vergehen, Irrtum.’ (att.).<br />'''Etymology''': Eig., "außer dem [[μέλος]], der Tonweise stehend, das [[μέλος]] verfehlend"; Gegensatz [[ἐμμελής]]. — Vgl. [[πλήν]] und [[μέλος]].<br />'''Page''' 2,560
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[faulty]], [[jarring]], [[tactless]], [[in bad taste]], [[of tnings]], [[out of tune]]
|woodrun=[[faulty]], [[jarring]], [[tactless]], [[in bad taste]], [[of tnings]], [[out of tune]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[παράφωνος]], [[ἐλαττωματικός]]). Ἀπό τό [[πλήν]] + [[μέλος]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[πλημμελής]]: [[πλημμέλεια]] (=[[παραφωνία]], [[ἁμάρτημα]]), πλημμελῶ (=κάνω [[σφάλμα]]), [[πλημμέλημα]] (=[[παράπτωμα]]), [[πλημμέλησις]].
}}
}}