πλημμελής
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
πλημμελές, (πλήν, μέλος) prop.
A out of tune, opp. ἐμμελής, but in usage, metaph., faulty, erring, ὁ ἀκράτως… π. καὶ κακός Pl.Lg.731d.
2 wrongful, outrageous, ἤν τι π. σε δρᾷ E.Hel.1085; μὴ τί π. πάθῃς; Id.Med.306; ἐάν τι πάθωμεν π. Pl.R. 451b; λίαν πλημμελὲς ἂν εἴη Arist.EN1099b24, cf. Democr.181, Pl.Cri.43b, Sph.243a: Sup., ἀμαθίαι πλημμελέσταται Id.Lg.689b. Adv. πλημμελῶς ib.793c; κινούμενον πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως wrongly, Id.Ti.30a.
German (Pape)
[Seite 633] ές, eigtl. gegen die Tonweise, bes. beim Singen fehlend, falsch singend, im Gegensatz von ἐμμελής. – Übh. fehlend, sich vergehend; ἤν τι πλημμελές σε δρᾷ, Eur. Hel. 1085, vgl. Med. 306; χαλεπὸν καὶ πλημμελὲς ἐπιτιμᾷν, Plat. Soph. 243 a; καὶ κακόν, Legg. V, 731 e, u. öfter; κινούμενον πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως, Tim. 30 a, u. öfter; παρὰ τοὺς νόμους, Din. 1, 61; Dem. u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
propr. qui est ou fait une fausse note ; contraire à la règle, défectueux, mauvais ; πλημμελὴς βίος PLUT vie désordonnée.
Étymologie: πλήν, μέλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλημμελής -ές [πλήν, μέλος] van pers. vals, slecht:. τῷ... ἀπαραμυθήτως πλημμελεῖ καὶ κακῷ degene die onverbeterlijk vals en slecht is Plat. Lg. 731d. van zaken verkeerd, fout:. μὴ τί πλημμελὲς παθῇς; welk onrecht (ben je bang) te ondergaan? Eur. Med. 306; ἤν... τι πλημμελές σε δρᾷ als hij tegen jou een misstap begaat Eur. Hel. 1085.
Russian (Dvoretsky)
πλημμελής:
1 неправильно поступающий, непорядочный (π. καὶ κακός Plat.);
2 дурной, плохой (βίος Plut.): ἐάν τι πάθωμεν πλημμελές Plat. если с нами случится какая-л. неприятность; πλημμελὲς ἂν εἴη ἀγανακτεῖν τηλικοῦτον ὄντα, εἰ δεῖ ἤδη τελευτᾶν Plat. было бы недостойно в таком возрасте роптать на то, что приходится уже умирать.
Greek (Liddell-Scott)
πλημμελής: -ές, (πλήν, μέλος) κυρίως ὁ παρὰ τὸ μέλος, παράχορδος ἢ ἐν παραφωνίᾳ, ἀντίθετ. τῷ ἐμμελής, πρβλ. πλημμέλεια. ΙΙ. μεταφορ., ὁ ἐν παραφωνίᾳ ὤν, ἐσφαλμένος, πεπλανημένος, ὁ ἀκράτως... πλ. καὶ κακὸς Πλάτ. Νόμ. 731D· λίαν πλημμελὲς ἂν εἴη Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 9, 6. 2) ἐπὶ πραγμάτων, δυσάρεστος, ἤν τι πλ. σε δρᾷ Εὐρ. Ἑλ. 1091· μή τι πλ. πάθῃς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 306· ἐάν τι πάθωμεν πλ. Πλάτ. Πολ. 451B· πλ. ἂν εἴη ἀγανακτεῖν ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 43B, πρβλ. Σοφ. 243A· ― ὑπερθ., -έστατος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 689B. ― Ἐπίρρ. -λῶς, αὐτόθι 793C· πλ. καὶ ἀτάκτως ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 30A.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
νεοελλ.
ελλιπής (α. «πλημμελής εργασία» β. «πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος»)
μσν.-αρχ.
1. παράφωνος
2. λαθεμένος, ελαττωματικός
3. δυσάρεστος, προσβλητικός.
επίρρ...
πλημμελώς / πλημμελῶς, ΝΜΑ
κατά τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. < πλήν + μέλος «άσμα, ωδή» (πρβλ. εμμελής), η οποία δήλωνε αρχικά τον παράφωνο και στη συνέχεια διευρύνθηκε σημασιολογικά παίρνοντας τη σημ. «αυτός που διαπράττει σφάλμα, λανθασμένος, ελαττωματικός»].
Greek Monotonic
πλημμελής: -ές (πλήν, μέλος),·
I. 1. αυτός που βρίσκεται έξω από τη μελωδία, αντίθ. προς το ἐμμελής.
II. μεταφ., αυτός που βρίσκεται σε παραφωνία, εσφαλμένος, παραπλανημένος, σε Πλάτ.
2. λέγεται για πράγματα, δυσάρεστος, ασύμφωνος, μη χαρούμενος, πλημμελές τι δρᾶν παθέω, σε Ευρ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj. (comp.).
Meaning: faulty, full of error, unrighteous (Democr., Att.)
Derivatives: πλημμελέω to fail, to commit an offence, -εια f. fault, offence, mistake. (Att.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop., "(standing) beside (ouside) the μέλος, the melody, missing the μέλος"; opposite ἐμμελής. -- Cf. πλήν and μέλος.
Middle Liddell
πλημ-μελής, ές πλήν, μέλος
I. properly, out of tune, opp. to ἐμμελής.
II. metaph. in discord, faulty, erring, Plat.
2. of things, dissonant, discordant, unpleasant, πλημμελές τι δρᾶν, παθεῖν Eur., etc.
Frisk Etymology German
πλημμελής: {plēmmelḗs}
Meaning: fehlerhaft, voll Versehen, ungerecht (Demokr., att.)
Derivative: mit πλημμελέω fehlen, sich vergehen, -εια f. ‘Fehler, Vergehen, Irrtum.’ (att.).
Etymology: Eig., "außer dem μέλος, der Tonweise stehend, das μέλος verfehlend"; Gegensatz ἐμμελής. — Vgl. πλήν und μέλος.
Page 2,560
English (Woodhouse)
faulty, jarring, tactless, in bad taste, of tnings, out of tune
Mantoulidis Etymological
(=παράφωνος, ἐλαττωματικός). Ἀπό τό πλήν + μέλος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ πλημμελής: πλημμέλεια (=παραφωνία, ἁμάρτημα), πλημμελῶ (=κάνω σφάλμα), πλημμέλημα (=παράπτωμα), πλημμέλησις.